Η δεύτερη μεταπολίτευση είναι σήμερα δυνατή

14.4.10

Του Νικου Κ. Αλιβιζατου*

Ο όρος προϋπήρχε, αλλά η χρήση του καθιερώθηκε σχετικά πρόσφατα. Με τη λέξη μεταπολίτευση εννοούμε τη μεταβολή, όχι απλώς του πολιτεύματος, αλλά και του τρόπου διακυβέρνησης μιας χώρας.

Η αλλαγή του 1974 ήταν μεταπολίτευση γιατί, πέρα απ' την πτώση της στρατιωτικής δικτατορίας, σήμανε και το «άνοιγμα» του πολιτικού συστήματος σε όσους επί δεκαετίες ήταν αποκλεισμένοι από αυτό, εξαιτίας όχι μόνο των πράξεων, αλλά και των ιδεών τους. Ο κοινοβουλευτισμός θα μπορούσε πλέον να λειτουργήσει χωρίς κηδεμόνες και η εκάστοτε πλειοψηφία να κυβερνά, χωρίς όπως άλλοτε να χρειάζεται να υποβάλλει διαπιστευτήρια νομιμοφροσύνης.

Δεν είναι συνεπώς τυχαίο ότι το 1974 (το 1981 για τους πιο δύσπιστους) χαιρετίσθηκε ως η αφετηρία μιας καινούργιας περιόδου στη νεότερη ιστορία μας. Βασικό χαρακτηριστικό της; Η δημοκρατική ισοπολιτεία, αφού δεν χρειαζόταν πλέον να κρύψει κανείς τις απόψεις του για να μετάσχει στα κοινά. Επιτέλους, έπειτα από πάρα πολλά χρόνια, το Σύνταγμα ίσχυε για όλους.

Εκτοτε, πολλοί μίλησαν για «τέλος της μεταπολίτευσης». Ετσι τουλάχιστον ονόμασαν ορισμένοι την αργή...

...απόσυρση της γενιάς των ιδρυτών της, στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Αλλοι πάλι χαρακτήρισαν «δεύτερη μεταπολίτευση» τον μαρασμό των ιδεολογιών και την επικράτηση μιας ρεαλιστικότερης αντίληψης της πολιτικής, με την άνοδο του Κ. Σημίτη και των «εκσυγχρονιστών» του.

Η τελευταία διακυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας δικαίωσε όσους δυσπιστούσαν μπροστά σε τέτοιου είδους απλοποιήσεις: το Σύνταγμα ασφαλώς και ίσχυε για όλους, και τα φαντάσματα των παλιών διχασμών δεν ξαναζωντάνεψαν. Εν τούτοις, παρά την ένταξή μας στην Ενωμένη Ευρώπη, την εντυπωσιακή αύξηση του εθνικού εισοδήματος το 1990-2000 και τη συνακόλουθη άμβλυνση των κοινωνικών αντιθέσεων, η χώρα παρέμενε εγκλωβισμένη σε αυτό που ο Ν. Μουζέλης καταγγέλλει εδώ και χρόνια ως «κομματοκρατία»: την πρόταξη δηλαδή του κομματικού και του συντεχνιακού συμφέροντος έναντι του γενικού, σε μια πελατειακή αντίληψη της πολιτικής, η οποία θεωρεί τη διαφάνεια πολυτέλεια και την τήρηση των νόμων υποχρέωση μόνον των κορόϊδων και των αφελών.

Η διάχυτη διαφθορά και το βαθύ χάσμα ανάμεσα στην επιφανειακή ισοπολιτεία και την ουσιαστική ανομία είναι, όπως πιστεύω, το βαθύτερο χαρακτηριστικό της μεταπολιτευτικής μας δημοκρατίας, εκείνο που της προσέδωσε το διπλό πρόσωπό της: ένα ευρωπαϊκό λούστρο (με πραγματικά επιτεύγματα σε ορισμένα πεδία), και μια βαλκάνια ουσία, την οποία πολιτικοί, μέσα ενημέρωσης και διανοούμενοι προσπαθούμε πάση θυσία να αποκρύψουμε. Οχι μόνο γιατί ντρεπόμαστε γι' αυτήν, αλλά διότι, σε τελευταία ανάλυση, η ύπαρξή της κάπου μάς βολεύει. Το διπλό αυτό πρόσωπο της δημοκρατίας μας είναι αυτό που οδήγησε στη σημερινή κατάντια.

Για πρώτη φορά μετά το 1974, η περίοδος που διανύουμε θέτει επί τάπητος το χάσμα αυτό ανάμεσα στην επιφάνεια και την ουσία του δημοκρατικού πολιτεύματος, ανάμεσα στους κανόνες που θεσπίζονται και τις πρακτικές που τους υπονομεύουν. Και τούτο όχι μόνον σε έναν κύκλο σκεπτομένων, αλλά και σε ευρύτερα στρώματα που, για πρώτη φορά συνειδητοποιούν σε τέτοια έκταση ότι το φακελάκι, οι στημένοι διαγωνισμοί, η συνδιοίκηση με τους συνδικαλιστές, ο αποκλεισμός των εθνικών οδών και οι κάθε είδους καταλήψεις έχουν σε τελευταία ανάλυση ένα και το αυτό κοινό χαρακτηριστικό: περιφρονούν τους κανόνες του παιχνιδιού, για στενό προσωπικό όφελος.

Τον κλονισμό αυτόν μιας από τις βαθύτερα ριζωμένες αντιλήψεις της μεταπολιτευτικής μας δημοκρατίας τον προκάλεσε ασφαλώς το σοκ της οικονομικής κρίσης. Ετσι, δεν θα ήταν υπερβολή να λεχθεί ότι, για πρώτη φορά, ο υπουργός που διορίζει παράνομα, που χαρακτηρίζει ένα ακόμη επάγγελμα «επικίνδυνο και ανθυγιεινό» ή που ενδίδει αμαχητί στην πρώτη απεργία, κινδυνεύει σήμερα να χαρακτηριστεί φαιδρός και να μην επανεκλεγεί. Το ίδιο και ο συνδικαλιστής που ενθαρρύνει κάθε μορφή αγώνα των υποστηρικτών του. Οσο για τον καταληψία χωρίς αιτία, μόνον τυφλοί και φανατισμένοι δεν αντιλαμβάνονται ότι έχει πλέον απομονωθεί.

Να πρόκειται άραγε για μια «βίαιη» συνειδητοποίηση της αμείλικτης λογικής των αριθμών; Να φταίει το δέος που προκαλεί το χρέος, τα ελλείμματα, τα επιτόκια και τα spreads; Οχι μόνο. Φρονώ ότι η αλλαγή αυτή στις επικρατούσες νοοτροπίες οφείλεται επιπλέον και σε έναν παράγοντα που η Αριστερά προπάντων αρνείται αδικαιολόγητα να μελετήσει: τη διεύρυνση του λεγόμενου «μεσαίου» χώρου. Ο χώρος αυτός στον τόπο μας έχει πλέον συνειδητοποιήσει ότι ζει πάνω από τις δυνάμεις του και είναι, όπως πιστεύω, διατεθειμένος να κάνει θυσίες για να περισώσει αυτά που θεωρεί μείζονες κατακτήσεις. Στον χώρο αυτόν πρέπει προπάντων να στηριχθεί μια μεταρρυθμιστική στρατηγική.

Απομένουν βέβαια τα πραγματικά θύματα της οικονομικής κρίσης, όσοι δηλαδή υποφέρουν στο πετσί τους από τα εξαγγελθέντα μέτρα. Χαμηλοσυνταξιούχοι, κακοπληρωμένοι μισθωτοί και προπάντων νέοι που αντιμετωπίζουν το φάσμα της ανεργίας, όλοι αυτοί χωρίς άλλο θα ξεσηκωθούν αν οι πολιτικές που ακολουθούνται τους ξεχάσουν και παραβλέψουν τη δύσκολη θέση τους. Εχω ωστόσο την εντύπωση ότι και αυτοί -παρά τις ανεύθυνες εκκλήσεις των κάθε είδους λαϊκιστών- προτιμούν σήμερα, αντί των μέτρων βραχυπρόθεσμης απόδοσης, λύσεις λιγότερο εντυπωσιακές που θα είναι όμως μακροπρόθεσμης προοπτικής. Αρκεί να είναι σοβαρές και όσοι τις εισηγούνται να πείθουν όχι μόνο για την αποφασιστικότητα, αλλά και για την εντιμότητά τους.

Η ανοχή που η σημερινή κυβέρνηση εξακολουθεί να απολαμβάνει φανερώνει καλύτερα από κάθε άλλο δείκτη την ευρύτατη συνειδητοποίηση των αδιεξόδων της μεταπολιτευτικής μας διπλοπροσωπίας. Κυρίαρχος στο κόμμα του, και με μια μείζονα αντιπολίτευση που προς το παρόν συμπεριφέρεται πιο υπεύθυνα απ' ό, τι στο παρελθόν, ο κ. Γ. Παπανδρέου μπορεί σήμερα να προχωρήσει εκεί που ο κ. Σημίτης ήταν καταδικασμένος να ανατραπεί.

Το δράμα του σημερινού πρωθυπουργού είναι ότι, για να πετύχει, θα πρέπει να εγκαταλείψει οριστικά τη διγλωσσία πάνω στην οποία το κόμμα του κατά καιρούς στηρίχθηκε τόσο πολύ για να κυβερνήσει, κρύβοντας τα πραγματικά προβλήματα κάτω από το χαλί.

Αν ο κ. Παπανδρέου αντιληφθεί ότι, πέρα από το ΠΑΣΟΚ και τα άλλα κόμματα, η λογική της διπλοπροσωπίας διαπότισε και ολόκληρο το κοινωνικό σώμα και ότι αυτή ήταν η λογική που καθόρισε το χρεοκοπημένο πρότυπο διακυβέρνησης, τότε είναι πιθανόν η ιστορία να μην τον θεωρήσει απλώς ως έναν ακόμη μεταρρυθμιστή: ενδέχεται να τον καταγράψει ως τον πολιτικό που προκάλεσε τη δεύτερη μεταπολίτευση.

* Ο κ. Ν. Κ. Αλιβιζάτος είναι καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

To κείμενο δημοσιεύθηκε στην Καθημερινή της Κυριακής.

Κοινοποιήστε το στο Facebook