«Γερμανικό» εκλογικό σύστημα

12.6.10

Της Λίνας Παπαδοπούλου

Το εκλογικό σύστημα δεν αντανακλά απλώς τη βούληση του εκλογικού σώματος, μεταφράζοντάς τη σε κοινοβουλευτικές έδρες, αλλά τη διαθλά, τη σχηματοποιεί και την προκαταλαμβάνει σε μεγάλο βαθμό, ακόμα και η απλούστερη τροποποίηση, πολύ περισσότερο μια ριζική αλλαγή του, μπορεί να δράσει καταλυτικά προς την κατεύθυνση μιας μεταρρύθμισης του πολιτικού μας συστήματος, της ανανέωσης του πολιτικού προσωπικού και της ανασύνταξης και αναδιοργάνωσης των πολιτικών κομμάτων. Το προτεινόμενο από την κυβέρνηση «γερμανικό μοντέλο» έχει ήδη υιοθετηθεί με παραλλαγές από πολλά κράτη, λόγω των ελκυστικών του χαρακτηριστικών. Ποια είναι, όμως, αυτά και πώς μπορούν να εξαλείψουν αρνητικά φαινόμενα του πολιτικού μας βίου;

Θεμελιώδες στοιχείο του γερμανικού μοντέλου είναι ότι σχεδόν το ήμισυ των μελών του Κοινοβουλίου εκλέγεται σε μονοεδρικές περιφέρειες, βάσει πλειοψηφικού συστήματος και ανταγωνισμού μεταξύ υποψηφίων διαφορετικών κομμάτων, ενώ το υπόλοιπο σε ευρύτερες εκλογικές περιφέρειες με απλή αναλογική και δεσμευμένο συνδυασμό (λίστα). Το σύστημα είναι αναλογικό, αφού ο συνολικός αριθμός των εδρών που....

...καταλαμβάνει κάθε κόμμα προσδιορίζεται από το συνολικό ποσοστό που αυτό έλαβε σε επίπεδο επικράτειας. Κρίσιμο συμπλήρωμα της διττής εκλογικής περιφέρειας αποτελεί η διπλή ψήφος, που σημαίνει ότι κάθε εκλογέας διαθέτει δύο ψήφους, εκ των οποίων η μία δίδεται σε υποψήφιο βουλευτή της μονοεδρικής περιφέρειας στην οποία ο εκλογέας ανήκει και η άλλη σε κόμμα στο πλαίσιο μιας πολυεδρικής περιφέρειας, στην οποία εντάσσεται η μονοεδρική. Το σύστημα ονομάζεται προσωποποιημένη αναλογική, επειδή ο εκλογέας μπορεί να ψηφίσει στη μονοεδρική υποψήφιο βουλευτή άλλου κόμματος από αυτό που προκρίνει για την πολυεδρική περιφέρεια.

Πιθανή μεταφορά του μοντέλου στην Ελλάδα σημαίνει κατάργηση του σταυρού προτίμησης και άρα εξάλειψη του ανταγωνισμού μεταξύ υποψηφίων του ίδιου κόμματος και επικέντρωση της διαπάλης στο πρόγραμμα των αντιμαχόμενων κομμάτων αφενός, τα οποία θα συσπειρώνονται γύρω από τον ένα και μοναδικό υποψήφιό τους σε κάθε μονοεδρική, αλλά και στην προσωπικότητα των υποψηφίων αφετέρου. Η επικοινωνία των τελευταίων με τους ψηφοφόρους διευκολύνεται και γίνεται αμεσότερη, ενισχύοντας τον αντιπροσωπευτικό ρόλο του βουλευτή, λόγω μικρότερου μεγέθους της εκλογικής περιφέρειας, ενώ παράλληλα το κόστος της προεκλογικής εκστρατείας μειώνεται και μαζί του η ανάγκη «χορηγιών», «μαύρου χρήματος» και εξάρτησης από -εθνικής τουλάχιστον εμβέλειας- συμφέροντα Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης. Παράλληλα η λίστα στις πολυεδρικές μπορεί να λειτουργήσει ως όχημα για την εκλογή προσωπικοτήτων ευρύτερης εμβέλειας. Ανοικτό μένει, βεβαίως, το ζήτημα των αναγκαίων προσαρμογών του συστήματος, ιδιαιτέρως στο ζήτημα του βαθμού της αναλογικότητας και του διχασμού της ψήφου.

Ιδιαίτερης σημασίας για τη λειτουργία του συστήματος στη γενέτειρά του είναι η εσωκομματική δημοκρατία και η μέσω ψηφοφοριών επιλογή των κομματικών υποψηφίων, τόσο στις μονοεδρικές όσο και στις πολυεδρικές, προκειμένου να ενισχύεται η δημοκρατική τους νομιμοποίηση. Στην Ελλάδα, όπου η εσωκομματική δημοκρατία δεν κατοχυρώνεται διά νόμου, τα κόμματα θα αναγκαστούν εκ των πραγμάτων να στραφούν σε πιο εσωδημοκρατικές διαδικασίες, προκειμένου να διασφαλίσουν αυτήν τη νομιμοποίηση.

Η Λίνα Παπαδοπούλου είναι Επίκουρη καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου στο Τμήμα Νομικής του ΑΠΘ. Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο Έθνος.

Κοινοποιήστε το στο Facebook