Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ Τσακνής (είτε με τον Μαχαιρίτσα είτε και μόνος του) θέλει να είναι κάτι σαν λαϊκός βάρδος. Η ατυχία του; Αρχισε να τραγουδά στον απόηχο της ηρωικής εποχής του μεταπολιτευτικού λαϊκισμού. Δεν πρόλαβε δηλαδή να ανθήσει πλάι στους συνθέτες, οι οποίοι ύμνησαν την υποτιθέμενη εποποιία των αντιστεκόμενων γενικώς μαζών - μια πολυφορεμένη μυθολογία που υμνήθηκε κατά κόρον στα γήπεδα και στα κομματικά φεστιβάλ περίπου ώς τα μέσα της δεκαετίας του 1980.
Ο Τσακνής ήρθε μετά στη δισκογραφία και στην κοινωνική ζωή. Οταν τα λιοντάρια της αντίστασης ανακάλυψαν την παγκοσμιοποίηση και την πολέμησαν με υλικά παρμένα, πάλι υποτίθεται, από τον πλούτο της ελληνικής λαϊκής παράδοσης. Κλαυθμυρίζοντας με συνοδεία από ούτια, λύρες και μερικά συνθεσάιζερ και χτίζοντας το ιδίωμα του σκοταδόψυχου τραγουδιού το οποίο ονομάστηκε έντεχνο (προφανώς ως ευφημισμός, όπως δηλαδή ο άξενος Πόντος ονομάστηκε Εύξεινος). Στην ελεύθερη αγορά της δισκογραφίας αλλά και επιδοτούμενα σε περιφερειακά φεστιβάλ και σε λοιπές εκδηλώσεις της τοπικής αυτοδιοίκησης, τα είδωλα του σκοταδόψυχου τραγουδιού συμβόλισαν τη λεγόμενη «αντίσταση-με-το-ταγάρι» (έστω κι αν το ταγάρι είχε αντικατασταθεί ήδη με Ντίζελ και Νάικ).
Μπορείτε να διαβάστε ολόκληρο το άρθρο του Ηλία Κανέλλη στα ΝΕΑ εδώ.