Την Κυριακή, 14 Νοεμβρίου, Κυριακή του Β΄ γύρου των αυτοδιοικητικών (έστω κατ’ όνομα μόνο…) εκλογών, οι πολίτες της Αθήνας, άντρες και γυναίκες, καλούνται να αποφασίσουν για τη δημοτική αρχή της επόμενης τετραετίας.
Καλούνται δηλαδή να αποφασίσουν αν θέλουν την πόλη τους, την πρωτεύουσα της χώρας, ένα φτιασιδωμένο σκηνικό για να στηθεί ένα απολίτικο ριάλιτι σόου στα μέτρα του Ηλία Ψινάκη (που προαλείφεται για μάνατζερ του πολιτιστικού τομέα!! και εις ανώτερα), πρώτου σύμβουλου σε σταυρούς του νυν δήμαρχου Χαρχ… συγγνώμη Νικήτα Κακλαμάνη, αν θέλουν την αγαπημένη τους πόλη μια εγκαταλειμμένη, αφημένη στην τύχη της Λιλιπούπολη, με τους Χρυσαυγίτες να παραμονεύουν στη γωνιά (κυριολεκτικά στην κάθε γωνιά – 10.000 μαύροι ψήφοι στην...
....καρδιά της Αθήνας, 10.000 καρφιά στο ήδη κακοποιημένο σώμα της Δημοκρατίας, έστω αυτής της λειψής, ανάπηρης, προβληματικής και διαπλεκόμενης Δημοκρατίας μας – από τον Χρυσό Αιώνα του Περικλή, η Αθήνα να κινδυνεύει να βρεθεί στον αιώνα της Χρυσής Αυγής), μιας πόλης δέσμιας μιας ανήμπορης δημοτικής αρχής, μιας δημαρχίας δίχως όραμα, δίχως φαντασία, δίχως έμπνευση, δίχως αληθινή αγάπη για την Αθήνα – μιας πόλης-ομήρου μιας αφυδατωμένης, στείρας αντίληψης για την αυτοδιοίκηση.
Για να σκεφτούμε, λοιπόν. Από τη μια ο Νικήτας Κακλαμάνης, από την άλλη ο Γιώργος Καμίνης. Ο Ν. Κακλαμάνης, ο δήμαρχος της πιο βρόμικης, τριτοκοσμικής πρωτεύουσας της Ευρώπης, μιας πρωτεύουσας δίχως καν τα στοιχειώδη πεζοδρόμια για να περπατήσεις, που αποδοκιμάστηκε άγρια ακόμη κι απ’ αυτούς που τον ψήφισαν το 2006 (από 46% τώρα 34, 9% στον πρώτο γύρο και σε απόλυτα νούμερα από 126.877 ψήφους τώρα μόλις 65.000 περίπου – κι απ’ αυτούς ποιος ξέρει πόσοι το έπραξαν με μισή ή με βαριά καρδιά). Ο Ν. Κακλαμάνης που δεν χάνει ευκαιρία να προβάλει το αλαζονικό πρόσωπο της εξουσίας, μιας εξουσίας κενής από κάθε γνήσιο ενδιαφέρον για το καλό της πόλης, μιας εξουσίας που υφίσταται για να προωθεί κυρίως τα νιτερέσα μιας ομάδας ημετέρων και των παρατρεχάμενών της, μιας αλλοτριωμένης και αναίσθητης εξουσίας που το μόνο που βρήκε να αρθρώσει για τον πρόσφατο συγκλονιστικό θάνατο του άστεγου συνανθρώπου μας στον Ταύρο –που αποκοιμήθηκε μες στον κάδο απορριμμάτων για να συνθλιβεί ως άνθρωπος-σκουπίδι στις δαγκάνες του απορριμματοφόρου– ήταν ότι συνέβη έξω από τα όρια του δήμου του και άρα γιατί, λοιπόν, ασχολήθηκε ο Γιώργος Καμίνης; (αλλά έξεστι Κλαζομενίοις ασχημονείν).
Και από την άλλη, ο Γιώργος Καμίνης. Ένας άνθρωπος χαμηλών τόνων, ένας ενεργός πολίτης, ένας αποτελεσματικός δημόσιος λειτουργός και υπέρμαχος των δίκαιων συμφερόντων των πολιτών, όπως απέδειξε επανειλημμένα από τη θέση του ως Συνήγορος του Πολίτη. Που δεν τάζει θαύματα, που δεν κάνει ταχυδακτυλουργίες με μαγικές εικόνες, που δεν ωραιοποιεί, που δεν το «παίζει» πολιτικός – ένας συμπολίτης μας που εμφανίζεται όπως θα όφειλε ο καθένας που διεκδικεί δημόσιο ρόλο: ως ο εαυτός του (και όχι ως αγιογραφία του εαυτού του).
Για να το σκεφτούμε, λοιπόν: Καμίνης ή Κακλαμάνης; Συνέχιση μιας μακριάς αλυσίδας δημάρχων της συντηρητικής παράταξης –αλυσίδας κυριολεκτικά και μεταφορικά για την άμοιρη πόλη– που έκαναν την πολιτική, με το αζημίωτο φυσικά, περατζάδα τους από το δήμο Αθηναίων τις τελευταίες δυο-τρεις δεκαετίες, δημαρχεύοντας ανέμπνευστα, άκεφα και αναποτελεσματικά, ή ένα παράθυρο στην ελπίδα, στην προοπτική μιας καινούργιας πνοής για τη χειμαζόμενη πόλη;
Είναι στ’ αλήθεια το ίδιο, Κακλαμάνης και Καμίνης; Είναι, ιδιαίτερα για την Αριστερά, ένα ψευτοδίλημμα (τα γνωστά και βαρετά, να μην τα ξαναλέμε…) ή μια υπαρκτή και ζοφερή πραγματικότητα από τη μια και η υπόσχεση ανατροπής και ανάσχεσης της παρακμής από την άλλη; Ποια αριστερή, προοδευτική λογική μπορεί να θέλει επιτέλους να εκδικηθεί τόσο αστόχαστα –με την αποχή ή με λευκό και άκυρο– την Αθήνα, παρατείνοντας και για τα επόμενα χρόνια τη σημερινή της κατάντια, το καθημερινό μαρτύριο για τους κατοίκους και τους επισκέπτες της, παραβλέποντας –ε, ναι!– το προφανές: τη διαφορά ήθους και ύφους (ακόμη κι αν αγνοήσουμε τις τόσο χτυπητές διαφορές στα προγράμματα των δύο); Τη διαφορά, διάολε, της αισθητικής (εκτός κι αν πιστεύει κανείς ότι η αισθητική δεν συνιστά πολιτική στάση και επιλογή, ιδίως σήμερα);
Μένω σε αυτά – αν και θα μπορούσαν να ειπωθούν χιλιάδες ακόμη, χιλιάδες πικρά και άσχημα και μίζερα, όπως η Αθήνα των ημερών μας. Έχουμε μια ευκαιρία, αυτή την Κυριακή, να αλλάξουμε ρότα, γιατί το καράβι μπατάρει επικίνδυνα σε φουρτουνιασμένα και θολά, μαύρα νερά.
Μια ευκαιρία να αλλάξουμε τον καπετάνιο – και το πλήρωμα…
Ας μην τη σπαταλήσουμε – αυτή τη φορά.
*Ο Θέμης Δημητρακόπουλος είναι μέλος της Πανελλαδικής Πολιτικής Επιτροπής της Δημοκρατικής Αριστεράς