Η Χαρά Κεφαλίδου στην Παραπολιτική: "Δεν φταίει το μνημόνιο"

9.6.11

Η Χαρά Κεφαλίδου εκλέχθηκε για πρώτη φορά βουλευτής Δράμας με το ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του 2009. Την "ανακαλύψαμε" τυχαία, από ένα εξαιρετικό άρθρο της στην Καθημερινή (εδώ).

Σήμερα, μιλάει στην Παραπολιτική για το μνημόνιο που δεν...φταίει και για τα δυο ΠΑΣΟΚ. Ακολουθεί ολόκληρη η συνέντευξη:

Τον περασμένο Ιανουάριο ζητήσατε να πάψουν οι βουλευτές να αμείβονται για τη συμμετοχή τους στα θερινά τμήματα της Βουλής, να τροποποιηθεί ο θεσμός της βουλευτικής ασυλίας αλλά και να καταργηθεί η extra βουλευτική σύνταξη. Μήπως χαλάτε την πιάτσα;Μήπως γι’ αυτό η πρόταση σας δεν έτυχε ιδιαίτερης δημοσιότητας;

Μπορεί να μην έτυχε δημοσιότητας ως δική μου πρόταση, αλλά είμαι ικανοποιημένη που πλέον όλος ο κόσμος μιλάει για τέτοια πράγματα – κι έχει απόλυτο δίκιο εδώ που τα λέμε. Τι χρειάζονται όλα αυτά τα προνόμια, είτε υπάρχει κρίση είτε όχι; Πόσο σοβαροί είμαστε όταν από τη μια δήθεν φοβερίζουμε διάφορες προνομιούχες τάξεις ότι θα τους κόψουμε τα σκανδαλώδη προνόμια, κι από την άλλη φυλάγουμε ως κόρη οφθαλμού τα δικά μας;Ο βουλευτής πρέπει να παίρνει έναν αξιοπρεπή μισθό ανάλογα με τις δυνατότητες της χώρας και τέρμα. Μπόνους, έξτρα, σύνταξη και βέβαια ασυλία, απλώς δίνουν τροφή σ' όλους όσους μας θεωρούν βολεμένους και δικαιώνουν την αγανάκτηση του κόσμου. Αν δεν του φτάνουν, να βρει άλλη δουλειά και να βγάλει όσα χρήματα θέλει, εκεί που το....


...να θέλεις περισσότερα είναι απόλυτα θεμιτό: στην πραγματική οικονομία.

Ως βουλευτής του ΠΑΣΟΚ, ψηφίσατε το μνημόνιο αλλά και μια σειρά άλλων νομοθετημάτων που εντάσσονται στο κυβερνητικό σχέδιο για τη σωτηρία της χώρας. Το έχετε μετανιώσει; Έχετε «δεύτερες σκέψεις» όπως κάποιοι συνάδελφοι σας;

Καθόλου δεύτερες σκέψεις. Δεν φταίει το μνημόνιο, αλλά το ότι το υπογράψαμε έχοντας λίγο-πολύ προαποφασίσει να μην το τηρήσουμε. Όπως τόσες άλλες φορές, διαλέξαμε τον εύκολο δρόμο της παράτασης αντί για τον δύσκολο δρόμο της σοβαρής προσπάθειας. Για όσα δεν είχαμε τα κότσια να πούμε και να κάνουμε, έφταιγε το μνημόνιο. Το μνημόνιο ήταν προϋπόθεση για να πάρουμε δανεικά και να μην πτωχεύσουμε. Οι όροι του ενδεχομένως θα μπορούσαν να είναι καλύτεροι, αλλά αυτό δεν αλλάζει την ουσία. Διαπραγμάτευση μπορεί να γίνει οποιαδήποτε στιγμή, αρκεί να δώσεις απτές αποδείξεις αποφασιστικότητας και σοβαρής προσπάθειας.
Όλοι αυτοί που μάχονται το μνημόνιο για να αισθανθούν καλύτερα, δεν κατάλαβαν ότι οι Ευρωπαίοι θέλουν – για τους δικούς τους λόγους- να τα καταφέρουμε ίσως περισσότερο απ’ ό,τι το θέλουμε εμείς. Η ώρες-ώρες σκληρή και οριακά εκβιαστική στάση τους εξηγείται ως αντιστάθμισμα της δικής μας εκβιαστικής κρημνοβασίας του τύπου «ή με δανείζεις, ή γκρεμίζεσαι κι εσύ μαζί μου». Υπήρξαμε στο παρελθόν κακομαθημένοι εταίροι, ας το παραδεχτούμε. Τώρα ζητούμε από τους Ευρωπαίους πολίτες, που ζορίζονται κι αυτοί πολύ, να δείξουν αλληλεγγύη και να μας ελεήσουν. Δεν ξέρω αν εμείς θα κάναμε κάτι διαφορετικό αν βρισκόμασταν στη θέση τους.

Πρόσφατα, ο ηγέτης της Κούβας Ραούλ Κάστρο δήλωσε «Καμία χώρα ή κανένας δεν μπορεί να ξοδεύει περισσότερα από όσα έχει. Δύο και δύο κάνουν τέσσερα. Ποτέ πέντε, πόσο μάλλον έξι ή εφτά όπως μερικές φορές προσποιόμασταν ότι κάνει». Γιατί κάτι που αποδέχεται ένας κομμουνιστής ηγέτης μοιάζει να μην γίνεται αποδεκτό από ένα κομμάτι του πολιτικού μας συστήματος;

Προφανώς ο Κάστρο ζει σε μεγαλύτερη αρμονία με την πραγματικότητα, αντίθετα με εμάς που επιμένουμε ακόμη και τώρα να αμφισβητούμε την ορθότητα των φυσικών νόμων. Την ακολουθία «λαϊκισμός – ελλείμματα – δάνεια – χρέη – χρεοκοπία», την έχουμε επαναλάβει τόσες φορές στην ιστορία μας, που θα περίμενε κανείς κάτι να ‘χουμε μάθει. Το γεγονός ότι δεν μάθαμε τίποτε, με προβληματίζει πολύ. Δεν νομίζω ότι εφεξής μπορούμε να επαφιέμεθα στον πατριωτισμό των πολιτικών ή των πολιτών, αφού έχει αποδειχθεί ότι, την κρίσιμη στιγμή, κανένας τους δεν μπορεί να υπερβεί τον ατομισμό του και να σκεφτεί τη χώρα και το μέλλον.
Αξίζει να σκεφτούμε σοβαρά και να εισαγάγουμε στη διοίκηση του κράτους μηχανισμούς αυτομάτου ελέγχου, μηχανισμούς που θα προλαβαίνουν τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό. Ένας τέτοιος μηχανισμός θα ήταν, για παράδειγμα, η αυτόματη προσαρμογή των μισθών στα έσοδα. Φανταστείτε μια επιταγή μισθοδοσίας που θα γράφει στη γωνία πόσα ευρώ μοιράζονται αυτόν το μήνα και σε πόσους. Πρέπει η συμπεριφορά του κράτους να είναι προβλέψιμη, ώστε να μπορούμε να το διοικήσουμε. Βλέπετε, τώρα με τις υποχρεώσεις του μνημονίου, να υποχόμαστε αποτελέσματα που είναι αδύνατο να πετύχουμε. Αυτό δεν γίνεται επειδή η κυβέρνηση λέει ψέματα, αλλά επειδή οι εξαιρέσεις είναι πιο πολλές από τους κανόνες, επειδή το κράτος δεν είναι διοικήσιμο.

Πόσο δύσκολο είναι για μια βουλευτή επαρχίας να «κοινωνήσει» στην εκλογική του περιφέρεια το αναγκαίο των μεταρρυθμίσεων του μνημονίου; 

Ο κόσμος καταλαβαίνει την κατάσταση πολύ καλά, αλλά τον μπερδεύουμε με τις εξαιρέσεις. Όταν ακόμη και σήμερα υπάρχουν πολιτικοί που εξακολουθούν να τάζουν και να υπόσχονται, ο κάθε ψηφοφόρος νομιμοποιείται να ελπίζει και να σκέφτεται: "αφού βόλεψες εκείνους, θα βολέψεις κι εμένα". Αν εμείς είχαμε στοιχειώδη συνέπεια λόγων και έργων, αποφασιστικότητα, ταχύτητα στις αντιδράσεις μας, και υγιά εμμονή στην εφαρμογή των ορθών μέτρων που νομοθετούμε, ο κόσμος θα το εκτιμούσε. Το απλό και προφανές το κάνουμε δύσκολο και σκοτεινό με την ατολμία, τις παλινωδίες και τις ανακολουθίες μας.

Ποιος ο ρόλος των ΜΜΕ σε όλο αυτό το κλίμα «μιζέριας» και εθνικής αυτοταπείνωσης; Πώς κρίνετε τη στάση τους σε σχέση με την κρίση;

Τα ΜΜΕ έχουν μεγάλο μερίδιο ευθύνης για τη μιζέρια και την αυτοταπείνωση, όπως είχαν και την προηγούμενη τριακονταετία για την καλλιέργεια της εικονικής πραγματικότητας που νομιμοποίησε τις παράλογες απαιτήσεις και εμπέδωσε τον ευδαιμονισμό και την καταχρέωση των νοικοκυριών. Τότε μας έπεισαν ότι την καλοπέραση την αξίζουμε, τώρα μας τρομοκρατούν αντί να μας ενημερώνουν και να μας προβληματίζουν. Η τακτική της τεχνητής διόγκωσης των ζητημάτων μπορεί να πουλάει, ταυτόχρονα όμως αποδεικνύεται κοινωνικά επιζήμια . Θέλω να πιστεύω ότι αυτού του τύπου η προσέγγιση από τα ΜΜΕ δεν έχει μέλλον γιατί αποτελεί μέρος του προβλήματος, όχι της λύσης.

Είναι πλέον σαφές ότι υπάρχουν δυο ΠΑΣΟΚ. Αυτό που πιστεύει στην αναγκαιότητα του μνημονίου και σ’αυτό που δείχνει μια προτίμηση στην επιβίωση του πολιτικού συστήματος που ταυτίστηκε με την χρεοκοπία. Σε ποια από τα δυο ΠΑΣΟΚ ανήκετε; Θεωρείται αυτή τη σύγκρουση χρήσιμη ή αυτοκτονική για τη χώρα;

Εγώ θα έλεγα οτι υπάρχει το ΠΑΣΟΚ του σήμερα και το ΠΑΣΟΚ του χθες. Σίγουρα ανήκω στο ΠΑΣΟΚ του σήμερα, αλλά εκείνο που μας λείπει είναι το ΠΑΣΟΚ του αύριο. Το ίδιο ισχύει και για τη ΝΔ και τα άλλα κόμματα, με την εξαίρεση βέβαια του αχρονικού και αταλάντευτου ΚΚΕ.
Το πολιτικό σύστημα που ταυτίστηκε με τη χρεοκοπία δεν το χρειάζεται κανείς. Σε κάθε άλλη χώρα, αυτές οι τραυματικές εμπειρίες θα είχαν χαραχτεί ανεξίτηλα στη συλλογική μνήμη, ώστε να μην ξαναπέσει η χώρα στην ίδια παγίδα. Η δική μας μνήμη όμως είναι τόσο ασθενής και οι ιστορικές μας αναφορές τόσο επιμελώς αυτοεξυπηρετικές, που δεν θα εκπλαγώ αν σε λίγο δεν θυμόμαστε τίποτε. Η χώρα μας έχει στο παρελθόν της περισσότερες χρεοκοπίες από όσα ευρωπαϊκά κύπελλα ποδοσφαίρου, αλλά η συλλογική μας μνήμη έχει κολλήσει στο 2004.

Όλοι μιλούν για ανάπτυξη, αλλά ανάπτυξη δεν βλέπουμε. Ποιά νομίζετε ότι είναι η συνταγή της ανάπτυξης που είναι και ο μόνος ασφαλής δρόμος για να βγούμε από τη μιζέρια και την κρίση;

Τα περασμένα χρόνια ορίσαμε την ανάπτυξη μυωπικά και ευκαιριατζήδικα, ως ποσοτικό δείκτη. Φτάσαμε έτσι, τη μια χρονιά να τρίβουν όλοι τα μάτια τους με την «ανάπτυξη» της ελληνικής οικονομίας και, δυο χρόνια αργότερα, να μην έχουμε ψωμί να φάμε. Προφανώς αυτό που είχαμε βαφτίσει ανάπτυξη δεν ήταν αυτό που εννοεί η κοινή λογική. Δεν παράγουμε τίποτε, έχουμε πρωτογενή ελλείμματα επί σειρά ετών, εισάγουμε όλο και περισσότερα και κρισιμότερα για την επιβίωσή μας αγαθά, η επιχειρηματικότητα είναι υπό συνεχή διωγμό, το δημόσιο παριστάνει τον εργοδότη και τον επιχειρηματία, κοκ.
Κατά τη γνώμη μου η ανάπτυξη μπορεί να έρθει μόνο από τη δραστηριοποίηση του ιδιωτικού τομέα, αφού μόνο ο ιδιωτικός τομέας έχει το όραμα και την ευελιξία για να κινηθεί γρήγορα. Οι επιχειρηματίες δεν χρειάζονται επιδοτήσεις (αυτές είναι που τους κατέστρεψαν), αλλά ελευθερία μέσα σε ένα σαφές και σταθερό πλαίσιο. Αν αλλάξουμε τα σκουριασμένα θεσμικά πλαίσια, αν καταργήσουμε τους γραφειοκρατικούς κυκεώνες, αν απομακρύνουμε τα παράσιτα από επάνω τους, είναι πάρα πολλές οι επιχειρήσεις που θα μπορέσουν να εξελιχθούν και να φέρουν απασχόληση και φόρους. Για ξεκίνημα νομίζω ότι χρειαζόμαστε: ευέλικτες εταιρικές μορφές, γενίκευση της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης, απλούστατο κώδικα βιβλίων και στοιχείων, σταθερό φορολογικό περιβάλλον για δέκα χρόνια, και πολύ λιγότερο κράτος. Και δεν είναι ανάγκη να τα εφεύρουμε όλα αυτά, μπορούμε να τα πάρουμε έτοιμα από κάποια χώρα που τα έχει και να τα εφαρμόσουμε αύριο. Δεν είμαι οικονομολόγος, αλλά έχω την αίσθηση ότι θα δούμε αποτελέσματα πολύ γρήγορα, που θα τα εκτιμήσουν και οι πολίτες μας, και οι εταίροι μας, και οι αγορές.