Γιαννίτσης: Είμαστε τριχοτομημένοι ως κοινωνία μεταξύ Δύσης, Ανατολής και Νότου

17.11.11

 Παραθέτω ένα απόσπασμα από την πρώτη και εξαρετική τοποθέτηση του Τάσου Γιαννίτση στη Βουλή με την ιδιότητα του Υπ.Εσωτερικών:

Ως κοινωνία πρέπει να αντιμετωπίσουμε και τα δύο μέτωπα. Υποστηρίζεται ότι είμαστε διχοτομημένοι μεταξύ δύσης και ανατολής. Το απόλυτο λάθος. Τριχοτομημένοι είμαστε μεταξύ δύσης, ανατολής και νότου. Η ανατολή βέβαια έδειξε ότι ξέρει να προχωράει. Κάνει πλέον άλματα, μας χαιρετάει από όλο και πιο μακριά και μας κοιτάζει σαρκαστικά στην ομφαλοσκόπησή μας.

Και όσοι πιστεύουν ότι θα υπερασπιστούμε τα εθνικά μας οράματα ακολουθώντας πορεία προς το Νότο, θα δοκιμάσουν στο πολιτικό πεδίο -δυστυχώς και όλοι οι υπόλοιποι- μια ακόμη πιο οδυνηρή έκπληξη από αυτή που είχαμε στο οικονομικό πεδίο. Και όταν λέω «Νότος» θα σας το πω πολύ ωμά ότι εννοώ τις παρυφές μεταξύ...


...Ανατολής και τρίτου κόσμου. Εννοώ την κατάσταση που βλέπουμε σήμερα στα αναρίθμητα κλειστά μαγαζιά με τα ξύλα στις πόρτες και στα παράθυρα σε όλη την Ελλάδα, στις χιλιάδες κλειστές μικρές ή μεγαλύτερες επιχειρήσεις, στους ανθρώπους σε κάθε φανάρι και σε ειδικές συνοικίες, στο σχεδόν ένα εκατομμύριο ανέργων και στον άγνωστο αριθμό νέων που φεύγουν από τη χώρα, σαν να είμαστε στη δεκαετία του ’50 και του ’60, ακριβώς την ίδια εικόνα που βλέπαμε σε γειτονικές χώρες, δεκαπέντε με είκοσι χρόνια πριν και λυπόμασταν για τον κόσμο τους. Όμως, το μέλλον το δικό μας δεν το λυπηθήκαμε καθόλου. Και το χειρότερο, υπάρχουν δυνάμεις που δεν το λυπούνται ούτε σήμερα.

(...)

Γίνεται πολύς λόγος για απώλεια της εθνικής κυριαρχίας. Όμως, η εθνική κυριαρχία, ξέρετε, δεν κερδίζεται με λόγια. Κερδίζεται με πολιτικές που προσφεύγουν στο μικρότερο δυνατό βαθμό στα δάνεια και στα χρέη, που χρησιμοποιούν τα δάνεια για επενδύσεις και ανάπτυξη και όχι για κατανάλωση και εφήμερη ευημερία. Η εθνική κυριαρχία κερδίζεται με πολιτικές που κατανοούν μέχρι πού είναι στρατηγικά σκόπιμο να φθάσει η δανειακή εξάρτηση από το παγκοσμιοποιημένο χρηματοπιστωτικό σύστημα για να μη λειτουργήσει αυτό σαν παγίδα.

Στη χώρα, όμως, ζούμε μια ιδιαίτερη πραγματικότητα, μια ιδιότυπη κατάσταση. Οι ίδιες φωνές που καταγγέλλουν την παγκοσμιοποίηση, τις τράπεζες, το χρηματοοικονομικό κεφάλαιο –και καλά κάνουν- οι ίδιες ζητούν πολιτικές που για να υλοποιηθούν απαιτούν νέα δάνεια, νέα χρέη, νέα αδιέξοδα, νέες και βαθύτερες εξαρτήσεις και απομειώσεις εθνικής κυριαρχίας μας. Και το τι σημαίνει «αποδυνάμωση της εθνικής κυριαρχίας» το γνωρίζουν όλοι, οπωσδήποτε όλοι σ’ αυτή την Αίθουσα.

Σε όσα χρόνια πάει η μνήμη μου πίσω, δεν θυμάμαι ούτε μία χρονιά που πολιτικές δυνάμεις, κοινωνικές οργανώσεις και πολλοί άλλοι να μην καταγγέλουν με ιδιαίτερο ροβεσπιερικό ή με άλλο ύφος την εκάστοτε Κυβέρνηση γιατί δεν προχωρεί σε περισσότερες δαπάνες για τη λειτουργία του κράτους, για την ανάπτυξη, για κοινωνικούς στόχους, για μισθούς, συντάξεις και πολλά άλλα. Με άλλα λόγια, γιατί οι εκάστοτε κυβερνήσεις δεν υπόσχονταν ότι θα χρεωθούν ακόμη περισσότερο, άρα γιατί δεν υπόσχονταν ότι θα οδηγούσαν ακόμη πιο γρήγορα στο σημείο που φθάσαμε. Το κυρίαρχο κλισέ ήταν ότι ο προϋπολογισμός ήταν αντικοινωνικός και αντιαναπτυξιακός -μαγικές λέξεις- όπως ότι κάθε φορά πηγαίναμε στο μεσαίωνα.

Κυρίες και κύριοι Βουλευτές, αν αυτό ήταν αληθινό, τόσοι μεσαίωνες στη σειρά θα έπρεπε να μας έχουν οδηγήσει στη λίθινη εποχή. Ευτυχώς αυτό κατά περίεργο τρόπο δεν συνέβη. Συνέβη, όμως, να φθάσουμε σε μια πρωτόγνωρη κρίση. Επί δεκαετίες πορευτήκαμε μια εύκολη και ανέμελη ζωή, όπου με εξαίρεση κάποιων φωνών -μεταξύ των οποίων σήμερα μπορώ να προσθέσω και τη δική μου- οικοδομούσαμε το βιοτικό μας επίπεδο μεταθέτοντας το λογαριασμό στο μέλλον. Ένα λογαριασμό που τον πληρώνουμε σήμερα σωρευτικά.

Στην ουσία πορευτήκαμε με απίστευτη απληστία -ο αγγλικός όρος είναι πασίγνωστος «greed» και έχει συνδεθεί με τις διεθνείς κεφαλαιαγορές- και αρπάζαμε από το μέλλον ό,τι μπορούσαμε προκειμένου να χαρούμε ένα καλύτερο σήμερα, για να έχουμε την ψευδαίσθηση ότι ήμασταν έξυπνοι, ικανοί, παραγωγικοί. Ήμασταν όλα αυτά σίγουρα, απλώς όχι όσο νομίζαμε. Την απληστία αυτή την ασκούσαμε βέβαια φορτώνοντας τον λογαριασμό σε παιδιά, εγγόνια αλλά και σε μας τους ίδιους ξεχνώντας ακόμη και το αυτονόητο ότι σήμερα ο μέσος όρος προσδόκιμου βίου είναι σχεδόν τα εβδομήντα οκτώ χρόνια και όχι τα είκοσι πέντε και άρα και εμείς θα συμμετάσχουμε στην πληρωμή του λογαριασμού. Φερθήκαμε με ακόμη μεγαλύτερο βαθμό απληστίας απ’ ό,τι οι άπληστες αγορές που καταγγέλλουμε με πάθος. Καταγγέλλουμε τις αγορές -και καλά κάνουμε- και από την άλλη θέλουμε να ακολουθήσουμε τα χνάρια της απληστίας τους.

Καταγγέλλουμε το παγκοσμιοποιημένο τραπεζικό σύστημα και την ίδια στιγμή προτείνουμε νέες επεκτατικές πολιτικές, δηλαδή στενότερες εξαρτήσεις από αυτό, πιστεύοντας ότι έτσι θα παράγουμε ανάπτυξη. Μια λέξη που έχει κακοποιηθεί πιο πολύ και από τις λέξεις «σοσιαλισμός, δημοκρατία, κοινωνική αλληλεγγύη» έννοιες που θα έπρεπε να προφυλάσσουμε ως κόρη οφθαλμού. Στην ουσία φερθήκαμε χειρότερα, ακόμη πιο παράλογα και άπληστα από τις αγορές. Γιατί μεταξύ αγορών και των δικών μας επιλογών, υπάρχει μια θεμελιακή διαφορά, ότι ενώ οι αγορές μέσα από την απληστία βγαίνουν κερδισμένες, εμείς μέσα από την απληστία βγήκαμε χαμένοι.