Η δημοσιογραφία της δραχμής

27.1.12

Του Σταύρου Τσακυράκη*

Πώς κατάλαβε ο έγκριτος κ. Πρετεντέρης ότι ο Παπαδήμος συγκαταλέγεται στους κακούς; Από αυτά που είπε για την ανταγωνιστικότητα. Κατά τον Πρετεντέρη, ο πρωθυπουργός είπε ότι η Ελλάδα.

«έχει µείζον πρόβληµα ανταγωνιστικότητας. Ότι η έλλειψη ανταγωνιστικότητας οφείλεται στο μισθολογικό κόστος. Άρα, οι μισθοί "φούσκωσαν και πρέπει να ξεφουσκώσουν". Για όλα τα άλλα εµπόδια στην ανταγωνιστικότητα της χώρας ο πρωθυπουργός δεν...


...είπε λέξη. ∆εν προσφέρθηκε να µειώσει τη φορολογία των επιχειρήσεων ούτε να βελτιώσει το επιχειρηµατικό περιβάλλον µε τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Άρα, µπορώ να υποθέσω ότι η συνεισφορά του στον εθνικό διάλογο αφορά κυρίως την περικοπή των µισθών. ∆εν ξέρω τι διαφορετικό υποστηρίζει ο πρόεδρος του ΣΕΒ...»

Φυσικά ο κ. Παπαδήμος δεν είπε ποτέ ότι οι μισθοί «φούσκωσαν και πρέπει να ξεφουσκώσουν». Τα εισαγωγικά μάλλον υποδηλώνουν αυτό που κατάλαβε ο δημοσιογράφος και το απέδωσε στην δική του γλώσσα. Ασήμαντη ανακρίβεια, θα πείτε, μολονότι τα εισαγωγικά σημαίνουν κατά λέξη απόδοση. Αλλά υπάρχει και ανακρίβεια ουσίας. Ο Παπαδήμος μπορεί να μη γνωρίζει τα οικονομικά τόσο καλά όσο ο Πρετεντέρης, αλλά ότι υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που επηρεάζουν την ανταγωνιστικότητα το είχε ακούσει. Η πλήρης δήλωσή του είναι η εξής:
Η ανταγωνιστικότητα εξαρτάται, μεταξύ άλλων, από το μη μισθολογικό κόστος παραγωγής, όπως προσδιορίζεται από τις ασφαλιστικές εισφορές, το Φ.Π.Α. και άλλους φόρους, τα τιμολόγια δημόσιων υπηρεσιών. Εξαρτάται από τα εμπόδια που η γραφειοκρατία βάζει στην επιχειρηματικότητα, που πολλές φορές μάλιστα συνδυάζονται με διαφθορά. Εξαρτάται και από την ποιότητα των προϊόντων που παράγονται και των υπηρεσιών που προσφέρονται. Η κυβέρνηση προωθεί σειρά διαρθρωτικών αλλαγών, προκειμένου να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα, αντιμετωπίζοντας τους άλλους παράγοντες που την περιορίζουν.
Ο Παπαδήμος, λοιπόν, «για τα άλλα εμπόδια στην ανταγωνιστικότητα της χώρας» μίλησε, και είναι ανακριβές ό,τι του προσάπτει ο κ. Πρετεντέρης, με την προσθήκη μάλιστα ότι τα ίδια υποστηρίζει και ο πρόεδρος του ΣΕΒ. Η ειρωνεία είναι ότι ο ΣΕΒ μάλλον με τον Πρετεντέρη είναι και δεν υποστηρίζει τη μείωση των μισθών – αλλά το κύριο είναι να δοθεί ο χαρακτηρισμός, και όχι αν αυτός έχει βάση ή όχι. Με τον ΣΕΒ, λοιπόν, ο Παπαδήμος, και με την εργατιά ο Πρετεντέρης.
Εκτός από τον ΣΕΒ, υπάρχει κι άλλος χαρακτηρισμός από τον έγκριτο δημοσιγράφο. Σε άλλο σημείο του άρθρου του, γράφει ότι όσα υποστηρίζει ο πρωθυπουργός είναι περίπου αυτά που «θα υποστήριζε και ο κάθε απεσταλμένος του ΔΝΤ» – του παλαιού, διευκρινίζει, διότι το καινούργιο έχει «προσλάβει και υπαλλήλους που σκέφτονται λιγότερο μονόπλευρα». Όχι, ο κ. Πρετεντέρης δεν έγραψε ότι ο κ. Παπαδήμος είναι «εκπρόσωπος της Goldman Sachs». Σε αυτό τον πρόλαβαν άλλοι άλλοι διακεκριμένοι συνάδελφοί του.
Αλλά η λεπτότητα των σχολίων έχει κι άλλα. Αφού αποδίδει στον κ. Παπαδήμο την αντίληψη ότι «φούσκωσαν» οι πραγματικοί μισθοί την τελευταία 15ετία και πρέπει να ξεφουσκώσουν, το διακύβευμα καθεαυτό το θεωρεί περίπου εξωφρενικό. Γράφει:
«Αν ο Πρωθυπουργός της χώρας θεωρεί ότι µια αύξηση πραγµατικών µισθών 34% µέσα σε µια 15ετία αποτελεί «φούσκωµα» που πρέπει να «ξεφουσκώσει», αυτό είναι µάλλον πρόβληµα του ίδιου παρά της χώρας που τον έχει Πρωθυπουργό.»
Με άλλα λόγια η αύξηση μισθών κατά  τον Πρετεντέρη, εξαρτάται από τον χρόνο, όχι από τις παραγωγικές δυνατότητες της χώρας και αύξηση 34% σε μια 15ετία είναι προδήλως ελάχιστη. Επιπλέον ο οικονομολόγος κ. Παπαδήμος δεν καταλαβαίνει ότι οποιαδήποτε μείωση εισοδημάτων είναι οικονομικά καταστροφική.

«Αν δεν το καταλαβαίνει ο Πρωθυπουργός της χώρας, τότε είναι σίγουρα πρόβλημα του Πρωθυπουργού και όχι της χώρας που τον έχει Πρωθυπουργό.»
 
Ο αφελής, νόμιζα μέχρι τώρα ότι και φαγούρα να 'χει ο Πρωθυπουργός όλη η χώρα έχει πρόβλημα, αλλά να που δεν είναι έτσι. Η χώρα δεν έχει πρόβλημα. Ο Παπαδήμος έχει. Αν αυτός φύγει από τη μέση, τότε και οι μισθοί θα «φουσκώσουν» και οι φόροι θα μειωθούν. Όλα τα ζητήματα είναι θέμα βούλησης. Αν το Σουδάν έχει 100 δολάρια κατά κεφαλήν εισόδημα, μη νομίσετε ότι η χώρα έχει κάποιο πρόβλημα. Ψάξτε τον Σουδανό Παπαδήμο που θέλει τους μισθούς χαμηλούς και τον κόσμο εξαθλιωμένο.
Ας σοβαρευτούμε. Το πρόβλημα δεν είναι ένα κίτρινο άρθρο που πρώτα υποστηρίζει ανακρίβειες και πάνω σε αυτές στηρίζει απαράδεκτους χαρακτηρισμούς. Αμέτρητα είναι τέτοιου είδους άρθρα που δημοσιεύονται. Το πρόβλημα είναι ότι το υπογράφει ένας υποτίθεται έγκυρος και ασφαλώς μορφωμένος δημοσιογράφος. Το ερώτημα είναι γιατί ο κ. Γ. Πρετεντέρης καταφεύγει σε αυτού του είδους τη δημοσιογραφία, γιατί έχει προτεραιότητά του την υπονόμευση με κάθε μέσο του πρωθυπουργού κ. Λ. Παπαδήμου;

Το καλύτερο, βέβαια, θα ήταν να μας το πει ο ίδιος καθαρά και ξάστερα και όχι να μας αφήνει να το υποθέτουμε. Αγανακτούμε, και δικαιολογημένα, με τους πολιτικούς που, αυτή την κρίσιμη ώρα, αντί για καθαρές κουβέντες μιλούν με υπαινιγμούς, παίζουν παιγνίδια και προσβλέπουν στο προσωπικό τους συμφέρον. Αλλά το ίδιο δεν ισχύει με τους ανθρώπους που επί δεκαετίες πρωταγωνιστούν από την τηλεόραση στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης;

Η εξήγηση που δίνω για την ανοίκεια επίθεση στον κ. Λ. Παπαδήμο είναι η επιλογή Σαμαρά που εδώ και καιρό έχει κάνει ο κ. Γ. Πρετεντέρης. Ο Παπαδήμος πρέπει να υπονομευθεί, γιατί η ενδεχόμενη επιτυχία του μπορεί να αποτελέσει εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης. Γι' αυτό ο δημοσιογράφος, βασιλικότερος του βασιλέως, θέλει εδώ και τώρα εκλογές υπολογίζοντας ότι ο εκλεκτός του θα αναδειχθεί νικητής και ο ίδιος θα είναι πάλι «μέσα στα πράγματα».

Η επιλογή Σαμαρά εξηγεί την πλήρη υιοθέτηση της πολιτικής και της τακτικής του αρχηγού της Νέας Δημοκρατίας, που μπορεί να συνοψισθεί σε σφοδρή κριτική σε κάθε μέτρο που προτείνεται με πρόσχημα την ανάπτυξη και σε καλλιέργεια της ψευδαίσθησης ότι μια άλλη διαπραγμάτευση που μπορεί να μας γλιτώσει από τη λιτότητα είναι δυνατή. Αρκεί να διαβάσει κανείς τον γκουρού του νεοκεϋνσιανισμού, Νομπελίστα Πωλ Κρούγκμαν, για να καταλάβει ότι μια τέτοια πολιτική για την Ελλάδα αποκλείεται:

Ακόμη και με αναδιάρθρωση του χρέους, η Ελλάδα θα έχει μεγάλο πρόβλημα, αναγκασμένη να εφαρμόσει έντονη λιτότητα –προκαλώντας βαθιά ύφεση– μόνο και μόνο για να μειώσει το πρωτογενές έλλειμμα, χωρίς τους τόκους. Το μοναδικό πράγμα που θα περιόριζε την ανάγκη για λιτότητα θα ήταν κάτι που να βοηθά την οικονομία να επεκταθεί, ή να μη συρρικνωθεί τόσο πολύ. Κάτι τέτοιο θα μείωνε την οικονομική δυσπραγία, ενώ θα αύξανε τα φορολογικά έσοδα, ελαττώνοντας την απαραίτητη δόση δημοσιονομικής λιτότητας. Όμως, ο μόνος δρόμος για την ανάπτυξη είναι περισσότερες εξαγωγές, κάτι που μπορεί να επιτευχθεί μόνο εάν στην Ελλάδα πέσουν δραματικά τα κόστη και οι τιμές σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη. Εάν η Ελλάδα ήταν μια εξαιρετικά συνεκτική κοινωνία, με συλλογικές διαπραγματεύσεις για τον καθορισμό των μισθών, ένα είδος Αυστρίας του Αιγαίου, ίσως να ήταν εφικτό να επιτευχθεί κάτι τέτοιο μέσω της συλλογικά συμφωνημένης οριζόντιας μείωσης των μισθών – μέσω δηλαδή μιας «εσωτερικής υποτίμησης». Αλλά, όπως δείχνουν τα [...] γεγονότα, δεν είναι.

Ακόμη κι αν θέλαμε να ακολουθήσουμε μια επεκτατική οικονομική πολιτική δεν θα μπορούσαμε να το κάνουμε όσο είμαστε στο ευρώ. Μερικοί (π.χ. ο εκδότης Κουρής) είναι αλήθεια ότι προτείνουν ανοικτά να φύγουμε από το ευρώ και να τυπώσουμε δραχμές. Ο Σαμαράς και ο Πρετεντέρης δεν το λένε, αντίθετα ομνύουν στην ευρωπαϊκή μας συμμετοχή. Η εναντίωσή τους, όμως, σε κάθε μέτρο ή συμφωνία με τους εταίρους μας, καθιστά εκ των πραγμάτων αβέβαιη την παραμονή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αν δεν εμφανίζουν τους εταίρους μας να θέλουν την καταστροφή, τους εμφανίζουν ως ηλίθιους που δεν καταλαβαίνουν ότι απαιτούν μέτρα που φέρνουν την καταστροφή.

Το χειρότερο είναι ότι αυτή η πολιτική, εκ των πραγμάτων, αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο της δραχμής. Είναι χαρακτηριστικό ότι μόλις οι δημοσκοπήσεις έδειξαν πως η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού θέλει το ευρώ και την Ευρώπη, έσπευσε να βάλει τα πράγματα στη θέση τους. Τι είναι αυτή η θολούρα του «όλοι μαζί», έγραψε, «όλοι μαζί για να μη βγούμε από το ευρώ, να μη γυρίσουμε στη δραχμή, να πάρουμε τη νιοστή δόση, να μας δώσουν τα πολλά λεφτά, να κουρέψουμε το χρέος και ό,τι άλλο προκρίνει ο καθένας».

«Διότι αν είναι», συνεχίζει, «να βυθίσουμε ακόμη βαθύτερα τη χώρα στην ύφεση, να περικόψουμε κι άλλο τα εισοδήματα, να βάλουμε ξανά μαχαίρι στις κύριες και επικουρικές συντάξεις, να εγκαθιδρύσουμε εργασιακό Μεσαίωνα με κατάργηση κάθε συλλογικής σύμβασης, να μειώσουμε τον κατώτατο μισθό, να βάλουμε βαρύτερους φόρους στους μισθωτούς, να πολλαπλασιάσουμε τις έκτακτες εισφορές, να επιμείνουμε στην πολιτική της υπερφορολόγησης, να καταστρέφουμε τη ζήτηση και να φτάσουμε στο ενάμισι εκατομμύριο τους ανέργους, εγώ δεν είμαι μαζί».

Αν το δίλημμα είναι ευρώ και Μεσαίωνας ή δραχμή και ευημερία, η απάντηση βεβαίως είναι απλή. Αλλά με τη δραχμή μόνο ευημερία δεν θα έρθει. Είναι αλήθεια ότι, αριθμητικά, οι μισθοί θα φουσκώσουν. Το πραγματικό, όμως, εισόδημα των Ελλήνων θα συντριβεί. Κάποιοι, όσοι έχουν τα λεφτά τους στο εξωτερικό, μπορεί να επωφεληθούν. Όσοι πάλι χρωστούν τεράστια ποσά, μπορεί να ελπίζουν ότι κάποια διευθέτηση θα γίνει. Στην υπόλοιπη χώρα, απλούστατα, θα σκάσει ατομική βόμβα.

Μη νομίσετε, όμως, ότι όσοι παίζουν με το ενδεχόμενο της δραχμής θα αναλάβουν κάποια ευθύνη με την έλευση της καταστροφής. Θα τα ρίξουν όλα πάνω στους υποστηρικτές (κριτικούς ή μη) του μνημονίου ή και στον Παπαδήμο τον ίδιο. Οι ίδιοι που ροκανίζουν κάθε προσπάθεια της χώρας να βγει από το αδιέξοδο θα εμφανισθούν αμέτοχοι: κάποια φράση που έχουν εκστομίσει υπέρ του ευρώ θα βρουν για να πουν ότι οι ίδιοι δεν ήθελαν την καταστροφή.

Οι ευθύνες των πολιτικών για την κατάντια της χώρας μας είναι δεδομένες. Η κοινή γνώμη όχι μόνο το έχει αντιληφθεί αλλά, εξοργισμένη, τους απορρίπτει όλους συλλήβδην. Δεν είναι καιρός να αποδώσουμε ευθύνες και στους πρωταγωνιστές της ενημέρωσης; Σε όλους αυτούς που δεν πήραν είδηση για τον φοβερό εκτροχιασμό της χώρας τα τελευταία χρόνια και μετατράπηκαν, εν μία νυκτί, σε οικονομολόγους παγκόσμιας εμβέλειας; Σε αυτούς που συνεχίζουν να παίζουν «παιχνίδια εξουσίας» με την ίδια πάντα αλαζονεία και με τη βεβαιότητα ότι διαθέτουν το φως το αληθινό;


*Ο Σταύρος Τσακυράκης  είναι  αναπληρωτής καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Αθηνών. Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό The Books' Journal, στο τεύχος Φεβρουαρίου που κυκλοφορεί.