«Με τη θεωρία και την επιστήμη ασχολούνται όσοι πρέπει, όχι οι πάντες»

7.5.13

Της Ελίνας Τζανουδάκη

Πως τα καταφέρνει η Γερμανία και έχει λιγότερο από 8% ανεργία στου νέους την ίδια στιγμή που πάνω από πεντέμισι εκατομμύρια νέοι κάτω των 25 στην Ευρώπη των 27 είναι άνεργοι;

Το χαμηλό ποσοστό οφείλεται στην υιοθέτηση ενός διττού μοντέλου που συνδυάζει τη θεωρητική γνώση με την πρακτική εμπειρία στην γερμανική βιομηχανία. Σε αντίθεση με την  υπόλοιπη Ευρώπη...


...όπου η εργασία-μαθητεία διαδέχεται την διαδικασία της εκμάθησης, στη Γερμανία αυτά τα δύο συμβαδίζουν. Η βασική αρχή του γερμανικού συστήματος, αδιανόητη για τους περισσότερους Ευρωπαίους, είναι η απόλυτη ισοτιμία του πιστοποιητικού κατάρτισης με το απολυτήριο της γενικής εκπαίδευσης. Ακόμα και ο μεταπτυχιακός τίτλος σπουδών πρακτικά ισούται με το πρώτο πτυχίο, ακριβώς γιατί το πτυχίο δεν είναι το μέτρο για τα πάντα. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο αριθμός των πτυχιούχων στη χώρα με το δεύτερο μικρότερο ποσοστό ανεργίας στους νέους σε ολόκληρο τον αναπτυγμένο κόσμο, είναι σχετικά μικρός. Ειδικά οι μεταπτυχιακές σπουδές έχουν σχεδόν εξωτικό χαρακτήρα.

Το μεγαλύτερο μειονέκτημα, αλλά και πλεονέκτημα του γερμανικού μοντέλου είναι η εξάρτησή του από την γερμανική οικονομία και την κατάσταση στην οποία βρίσκεται η αγορά εργασίας. Όταν πχ οι επιχειρήσεις επενδύουν σε ειδικευμένα αντικείμενα κατάρτισης για συγκεκριμένες θέσεις εργασίας τότε το διττό σύστημα αποτελεί εγγύηση για την αντιμετώπιση της ανεργίας των νέων και την έλλειψη ειδικευμένου εργατικού δυναμικού. Τα όριά του όμως δοκιμάζονται όταν η ανεργία εκτοξεύεται, όπως συνέβη στη Γερμανία το 2004. Τότε η κρίση ξεπεράστηκε μέσω της θέσπισης ενός Συμφώνου κατάρτισης που είχε την στήριξη όλων των εμπλεκόμενων φορέων, της γερμανικής κυβέρνησης, των εργοδοτών και των επαγγελματικών ομοσπονδιών. Αποτέλεσμα; Σήμερα η προσφορά ξεπερνάει τη ζήτηση.

Η εφαρμογή του γερμανικού μοντέλου στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου μοιάζει στην καλύτερη περίπτωση με ένα υπερβολικά φιλόδοξο σχέδιο και στη χειρότερη με όνειρο θερινής νυκτός. Και όχι μόνο, επειδή είναι δύσκολο σε συνθήκες ύφεσης να βρεθεί επιχείρηση που θα αναλάβει το κόστος της επαγγελματικής κατάρτισης, αλλά και γιατί εν μέσω κρίσης και γενικευμένης δυσαρέσκειας είναι εξαιρετικά δύσκολη η συνεργασία και η συναίνεση όλων όσων εμπλέκονται.

Συμπέρασμα: Τις επαγγελματικές προοπτικές δεν τις δημιουργούν οι πανεπιστημιακές σπουδές. Η τεχνική κατάρτιση και η καλλιέργεια δεξιοτήτων για την όσο το δυνατόν πιο παραγωγική άσκηση των σύγχρονων επαγγελμάτων δεν είναι υποτιμητική, ούτε είναι παιδί κατώτερου θεού όποιος δεν φοιτήσει στο πανεπιστήμιο. Με τη θεωρία και την επιστήμη, τη φιλοσοφία του Καντ, τον Χέγκελ και τον Χορκχάιμερ ασχολούνται όσοι πρέπει να ασχοληθούν, όχι οι πάντες. 

Διαβάστε εδώ το σχετικό άρθρο της Die Welt και εδώ το σχετικό αφιέρωμα στο προηγούμενο τεύχος του Economist.