Ο αντιμεταρρυθμιστής Αντώνης Σαμαράς

21.6.13

Του Ιάσονα Καρανίκα

Ένα χρόνο μετά την εκλογή της, η κυβέρνηση του Αντώνη Σαμαρά δεν έχει κάνει καμία απολύτως συγκεκριμένη μεταρρύθμιση, παρά την προκλητικά μεγαλόστομη ρητορική, ενώ με τον ορισμό που δίνει στην έννοια, στρέφει τον κόσμο εναντίον των μεταρρυθμίσεων.

Ακόμα και η σύγκριση με την «αποτυχημένη» θεωρητικά κυβέρνηση Παπανδρέου είναι πολύ δυσάρεστη για τον Πρωθυπουργό. Από την εποχή εκείνη μπορεί κανείς να θυμηθεί τουλάχιστον...



...τον Καλλικράτη, το νόμο Ραγκούση για την ιθαγένεια, το νόμο Διαμαντοπούλου για τα ΑΕΙ και τα ΤΕΙ, τις νομοθετικές  αλλαγές για τη μείωση της γραφειοκρατίας στην ίδρυση νέων επιχειρήσεων, τη «Διαύγεια», τη μείωση της σπατάλης στην Υγεία, το ενιαίο βαθμολόγιο,  κ.α. Ανεξάρτητα από το τι γνώμη έχει κανείς για κάθε μεταρρύθμιση, είναι δεδομένο ότι η αδράνεια Σαμαρά δεν αποτελεί λύση.

Οι μεταρρυθμίσεις που δεν έγιναν

Παρά τη συντονισμένη προσπάθεια να παρουσιαστεί ένα “success story” και ένα “greekovery”, εν όψει και των γερμανικών εκλογών, η κατάσταση παραμένει τραγική, με ευθύνη του κ. Σαμαρά. Η ύφεση βαθαίνει και η ανεργία ξεπερνά το 27%, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ. Οι πολιτικές παρεμβάσεις στο έργο της φορολογικής διοίκησης, τις οποίες αναφέρει σχετική έκθεση του ΔΝΤ, στερούν έσοδα από το κράτος. Το ίδιο ισχύει και για την έλλειψη προσωπικού στις αρμόδιες υπηρεσίες. Ταυτόχρονα, η απόλυση των λεγόμενων επίορκων και ακατάλληλων δημοσίων υπαλλήλων, η οποία θα έπρεπε να είναι αυτονόητη, εξελίσσεται σε σήριαλ πολλών επεισοδίων. Τέλος, η έντονη, σχεδόν προκλητική, ρητορική περί αποκρατικοποιήσεων βρίσκεται σε πλήρη δυσαρμονία με τις πραγματικές ενέργειες της Κυβέρνησης, που τώρα τελευταία άρχισε να ασχολείται με το θέμα, χωρίς όμως πάντα να πετυχαίνει τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Αποκαλυπτική για το τι απτό  (δεν) είχε γίνει από τότε που ανέλαβε η Κυβέρνηση Σαμαρά μέχρι τις αρχές του 2013 είναι η έκθεση του ΔΝΤ (Ιανουάριος 2013) που εύστοχα και σχεδόν ειρωνικά αναφέρει: “Privatization rhetoric needs to be matched with results”. Δεν φαίνεται να έχει συντελεστεί μεγάλη πρόοδος από τότε, καθώς εκτός από το ναυάγιο ΔΕΠΑ, προβλήματα παρουσιάζονται και στην υπόθεση ΟΠΑΠ.

Σε κάθε περίπτωση όμως οι αποκρατικοποιήσεις δεν μπορούν να υποκαταστήσουν την ανάγκη μεταρρυθμίσεων στον κρατικό μηχανισμό, που συστηματικά αποφεύγει η Νέα Δημοκρατία. Ούτε καν ένα αξιόπιστο σχέδιο για τη δίκαιη φορολόγηση των ακινήτων και την αντικατάσταση του ΕΕΤΗΔΕ δεν μπόρεσε στον ένα χρόνο λειτουργίας της να παρουσιάσει η Κυβέρνηση, με αποτέλεσμα να επανέλθει το γνωστό «χαράτσι» με άλλη αυτή τη φορά ονομασία, παρά τις μεγαλόστομες  διακηρύξεις  για τον ενιαίο φόρο ακινήτων που δήθεν θα αντικαθιστούσε το «χαράτσι» από το 2013. Μάλιστα τώρα η τρόικα πιέζει για επέκταση του ΕΕΤΑ και για το 2014, κρίνοντας προφανώς ότι ούτε καν για το 2014 δεν είναι ικανή η Κυβέρνηση να παρουσιάσει ένα ρεαλιστικό σχέδιο.
Μία μεταρρύθμιση μπορεί κανείς να «αναγνωρίσει» στην Κυβέρνηση αυτή: με το πολυνομοσχέδιο του Απριλίου (Ν4152/2013)επανήλθε η δυνατότητα προσλήψεων για stage εκτός ΑΣΕΠ μέσω του ΟΑΕΔ, η οποία είχε καταργηθεί το 2009 από τον κ. Ραγκούση. Οι «κακές γλώσσες» συνδέουν αυτή τη ρύθμιση με την αντικατάσταση του διοικητή του Οργανισμού από γαλάζιο συνδικαλιστή.
Ας μην παραλείψουμε βέβαια και την ιστορικής σημασίας επανίδρυση του Υπουργείου Μακεδονίας Θράκης, χάρη στην οποία ήδη πνέει στη Βόρειο Ελλάδα και ιδίως στη Δυτική Μακεδονία ένας άνεμος ανάπτυξης. Ίσως μετά από αυτή τη μεγάλη επιτυχία το επόμενο βήμα να είναι η ίδρυση Υπουργείου Μεσσηνίας και Πύλου, ώστε σε περίπτωση κατάργησης του Μουσείου της Ακρόπολης, οι εργαζόμενοι να προσληφθούν σε υπηρεσίες κοντά στον τόπο καταγωγής τους.

Μια «δήθεν-μεταρρύθμιση» ως  προκάλυμμα 

Ο κ. Σαμαράς λοιπόν, προκειμένου να προφυλάξει τον εαυτό του από τη δίκαιη οργή του λαού αλλά και των δανειστών για τις κωλυσιεργίες του, προέβη σε ένα εγκληματικό ολίσθημα, το οποίο φανέρωσε ακόμα περισσότερο τον βαθιά αντιμεταρρυθμιστικό του χαρακτήρα. Αποφάσισε να «σκηνοθετήσει» μια μεγάλη «δήθεν-μεταρρύθμιση», που ταυτόχρονα θα προκαλούσε  κύμα αντιδράσεων  και πόλωση, ώστε μέσα στο κλίμα παροξυσμού να κρύψει την τεράστια ανεπάρκειά του. Αποφάσισε να κλείσει την ΕΡΤ και μάλιστα με τρόπο επίτηδες προκλητικό και αντισυνταγματικό. Δεν είχε βέβαια  προηγηθεί η παραμικρή προσπάθεια εξυγίανσης του εν λόγω οργανισμού ή κάποια σχετική διαβούλευση. Ήταν προβλέψιμο ότι μια τέτοια κίνηση, με την σκληρότητα και τον παραλογισμό  που τη διακρίνει θα προκαλούσε τόσο μεγάλες αντιδράσεις που κανείς από τους επιζητούντες τις μεταρρυθμίσεις δεν θα αντιλαμβανόταν το σταδιακό «ξεφούσκωμα» του εικονικού “success story”. Είναι άραγε τυχαίο που η πράξη αυτή έγινε δύο ημέρες πριν την ανακοίνωση της ΕΛΣΤΑΤ για περεταίρω αύξηση της ανεργίας κατά 1,4% το πρώτο τρίμηνο του 2013;

Λαϊκισμός η επίκληση δημοσιονομικού οφέλους

Η κίνηση αυτή κάθε άλλο παρά συμβάλλει στη δημοσιονομική προσαρμογή. Με την κατάργηση της ΕΡΤ προκύπτει μια τεράστια μαύρη τρύπα για τον κρατικό προϋπολογισμό. Όσο και αν φαίνεται περίεργο  η ΕΡΤ είχε κέρδη και μάλιστα κέρδη 41εκ. ευρώ κατά το πρώτο τρίμηνο του 2013, όπως αναφέρει η εφημερίδα l’Humanité, 4 φορές μεγαλύτερα από τις ζημίες άλλων μεγάλων ιδιωτικών καναλιών.

Επίσης με την κατάργηση του «χαρατσιού» -όπως το χαρακτήρισε ο Κυβερνητικός Εκπρόσωπος-της ΕΡΤ, ο ΛΑΓΗΕ χάνει 75εκ. ευρώ, αφού εισέπραττε έως τώρα το 25% του τέλους.  Αν προσθέσει κανείς σ’ αυτά τους φόρους (εισοδήματος, ΦΠΑ κλπ) και τις εισφορές της ΕΡΤ στα Ταμεία, ποσό που φαίνεται να ξεπερνά τα 80εκ. ευρώ, αντιλαμβάνεται ότι προκύπτει μια τεράστια μαύρη τρύπα πάνω από 200εκ ευρώ, που θα πρέπει να καλυφθούν από νέα μέτρα. Δώρον άδωρον λοιπόν η εντελώς λαϊκίστικη κατάργηση του τέλους ΕΡΤ, αφού από κάπου αλλού θα πρέπει να αναπληρώσει η Κυβέρνηση τα χαμένα έσοδα. Επίσης κάποιος θα πρέπει να πληρώσει και τις τεράστιες αποζημιώσεις  που η Κυβέρνηση υποσχέθηκε στους εργαζόμενους (βέβαια αν αντί για τους 3.000 της ΕΡΤ είχαν απολυθεί 3.000 επίορκοι δεν θα πληρώναμε αποζημιώσεις), οι οποίοι έως τώρα αμείβονταν από το τέλος που η Κυβέρνηση βιάστηκε να καταργήσει θριαμβολογώντας. Σ’ αυτά βέβαια δεν προσθέσαμε τις ποινικές ρήτρες από αθέτηση συμβάσεων της ΕΡΤ και τα επιδόματα ανεργίας για τους απολυμένους. Και αν όντως η Κυβέρνηση προσδοκά να επαναπροσλάβει μέρος των εργαζόμενων στη νέα «ΝΕΡΙΤ», είναι προφανές ότι θα πρόκειται για βλακώδη σπατάλη, αφού αντί να απολυθούν κάποιοι πραγματικά πλεονάζοντες υπάλληλοι και να αποζημιωθούν, η Κυβέρνηση καταφέρνει να είναι ο πρώτος εργοδότης στον κόσμο που απολύει και αποζημιώνει υπαλλήλους για να τους επαναπροσλάβει στη συνέχεια, έχοντας όμως ξοδέψει τα χρήματα για την αποζημίωση, την οποία θα γλύτωνε αν δεν έκλεινε την ΕΡΤ.

Μήπως τελικά η όλη υπόθεση έχει να κάνει με «εκκαθαρίσεις» στο χώρο της δημόσιας τηλεόρασης, που έκλεισε γιατί «οι υπάλληλοι της ΕΡΤ είχαν ανοίξει πόλεμο με την Κυβέρνηση» (Αδ. Γεωργιάδης) και όχι για πραγματικούς δημοσιονομικούς λόγους;

Στρέφοντας την κοινή γνώμη κατά των μεταρρυθμίσεων

Το κυριότερο όμως είναι ότι πάνω που η κοινή γνώμη ήταν έτοιμη για τις απαραίτητες τομές,  ο κ. Σαμαράς καταφέρνει με μια κίνηση «αυτογκόλ» να ταυτίσει στη συνείδηση πολλών τις αποκρατικοποιήσεις και τις μεταρρυθμίσεις με τον αυταρχισμό που επέδειξε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Πράγματι, μετά από αυτό ποιος θα εμπιστευτεί τις προθέσεις του Πρωθυπουργού, ακόμα και για την πλέον αναγκαία αλλαγή;

Πολλοί που εδώ και καιρό ανυπομονούσαν για τις πρώτες αλλαγές που δεν έρχονταν βιάστηκαν να πιστέψουν τα τεχνάσματα του Πρωθυπουργού, νομίζοντας ότι πράγματι πρόκειται για μια απ’ τις μεγάλες τομές που ο κ. Σαμαράς τόσο καιρό υποσχόταν αλλά αρνούνταν πεισματικά να κάνει.  Ωστόσο η πλειοψηφία του λαού αντιλήφθηκε την απάτη της Κυβέρνησης και στράφηκε εναντίον της. Πώς λοιπόν τώρα, έχοντας χάσει κάθε κύρος και έχοντας δείξει την πραγματική ακροδεξιά του ταυτότητα θα μπορέσει ο Πρωθυπουργός να κερδίσει την απαραίτητη συναίνεση για τις μεταρρυθμίσεις που είναι απαραίτητες;

Έχοντας αναλώσει όση δυναμική υπήρχε για τις μεταρρυθμίσεις σε μια ανούσια,  άδικη , υποκριτική και αποπροσανατολιστική πολιτική μάχη κατά της «βρωμερής ΕΡΤ», ο Πρωθυπουργός χάνει τις κοινωνικές δυνάμεις που θα μπορούσαν να τον στηρίξουν σε πραγματικές πολιτικές τομές. Δίνει έτσι λαβή σε όσους εξαρχής αντιστρατεύονταν τις μεταρρυθμίσεις, χαρίζοντάς τους τον ρόλο του υπερασπιστή της Δημοκρατίας, για την οποία ο ίδιος δεν έδειξε τον προσήκοντα σεβασμό.