Παραθέτω τα βασικά σημεία της εισήγησης του Πασχάλη Αγανίδη στο συμπόσιο του ΙΣΤΑΜΕ για τη 3η Σεπτεμβρίου:
Η απόπειρα για μία προσέγγιση της ιδεολογικής ανασυγκρότησης της Κεντροαριστεράς και της σχέσης της με τις «μεταρρυθμίσεις» είναι αντιμέτωπη με δύο σημαντικά προβλήματα:
α) την επίμονη υπεροχή των (νεο)φιλελεύθερων αντιλήψεων και των «λογικών αναπόφευκτων» στη διαχείριση της ευρωπαϊκής κρίσης που κρατούν την σοσιαλδημοκρατία παγιδευμένη σε μία ιδεολογική αμηχανία. Η διάψευση της αρχικής προσδοκίας ότι η κρίση του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού διαμόρφωνε συνθήκες για αλλαγή υποδείγματος πολιτικής...
...οικονομίας, με το πέρασμα από την νεοφιλελεύθερη απορρύθμιση σε ένα νέο κύκλο σοσιαλδημοκρατικής ρύθμισης, άφησε την σοσιαλδημοκρατία ιδεολογικά έκθετη. Άλλωστε, μία γραμμική αντιμετώπιση της σχέσης «κράτος – αγορά» και της εναλλαγής παραδειγμάτων πολιτικής ήταν εξαρχής παρακινδυνευμένη.
β) την επικράτηση μίας ιδιότυπης «Ελληνικής Βαϊμάρης». Δεν πρόκειται για μία αυθαίρετη ιστορική συγκριτική ανάλυση, αλλά για σχήμα λόγου. Η κοινωνία δεν πλήττεται από τον πληθωρισμό του νομίσματος, αλλά από πληθωρισμό των λέξεων. Οι λέξεις έχουν χάσει την αξία τους από την πολλή χρήση και την αναξιοπιστία όσων διατυπώνουν αξίες που δεν μπορούν να ενσαρκώσουν. Παραδοσιακές πολιτικές αξίες έχουν απογυμνωθεί από το πραγματικό τους περιεχόμενο. Μία τέτοια λέξη π.χ. είναι η «Μεταρρύθμιση».
Η σχέση της κεντροαριστεράς με τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, δίνει τη δυνατότητα μίας κριτικής προσέγγισης για την ερμηνεία της εκλογικής, κοινωνικής και πολιτικής υποχώρησης της κεντροαριστεράς και κυρίως της ιδεολογικής της αποσταθεροποίησης. Αυτή η προσέγγιση, δεν επιχειρεί να ενσωματώσει μία πλήρη ανάλυση για τα δομικά προβλήματα του προγράμματος προσαρμογής. Λειτουργεί περισσότερο αφαιρετικά.
Κωδικοποιώ 4 βασικές εξηγήσεις.
1. Ιδεολογική αμηχανία. Η κεντροαριστερά και το ΠΑΣΟΚ έχουν ιστορική ευθύνη για το γεγονός ότι δεν αντιλήφθηκαν έγκαιρα την πιο προβλέψιμη κρίση. Εκτός από τους super star προγνώστες τύπου Ρουμπινί, στην Ελλάδα μέσα από την κίνηση της g700 διατυπώσαμε από το 2007 ότι έχουμε χρεοκοπήσει. Δυστυχώς, οι προτάσεις για μία έγκαιρη δραστική προσαρμογή στο ασφαλιστικό, στο εργασιακό, στο δημόσιο χρέος κλπ. αντιμετωπιζόταν αντανακλαστικά και φοβικά ως νεοφιλελεύθερες επιλογές.
2. Πολιτική υποχωρητικότητα. Στην μετά το μνημόνιο εποχή, όταν η κεντροαριστερά αντιλήφθηκε την αναγκαιότητα των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων επέδειξε μία ανεξήγητη πολιτική υποχωρητικότητα. Ακόμα και μεταρρυθμίσεις με εξισωτικό αποτέλεσμα (ασφαλιστικό, αλλαγές στις ΔΕΚΟ, άνοιγμα επαγγελμάτων), δεν κατάφερε να τις υπερασπιστεί και πολύ περισσότερο φάνηκε αδύναμη να αλλάξει τη γενική αντίληψη ότι πρόκειται για αλλαγές που επιβάλλονται απ΄ έξω. Συχνά, ο ίδιος ο χώρος χρησιμοποίησε αυτή τη ρητορική για να μεταθέσει αλλού την ευθύνη του κόστους και να μην διαταράξει τη διαχρονική του σχέση με μία παραδοσιακή κομματική πελατεία.
3. Νεοφιλελεύθερη – εγχειριδιακού τύπου μηχανική μεταρρυθμίσεων. Ακόμα και όταν η κεντροαριστερά κατανοούσε την αναγκαιότητα των αλλαγών και ανάλαβε την ευθύνη να τις υλοποιήσει με αποφασιστικότητα, υποτίμησε τη σημασία της «μεταρρυθμιστικής τεχνολογίας» (πώς προωθείς μία μεταρρύθμιση, γιατί, πότε και με ποιους) και υποτάχθηκε στη λογική του «διαίρει και βασίλευε». Είναι η λογική που συχνά υπαγορεύεται από μεταρρυθμιστικά εγχειρίδια για την προώθηση μεταρρυθμίσεων. Δίχως να υποτιμάται το γεγονός ότι η μεταρρύθμιση προϋποθέτει συγκρούσεις με όσους ωφελούνται από το status quo, διαπιστώθηκε μία σημαντική παρανόηση. Η σύγκρουση έγινε αυτοσκοπός, δεν συνοδεύτηκε από ένα διαλογικό πλαίσιο που να εξηγεί με επάρκεια γιατί γίνεται κάθε αλλαγή και, ακολούθως, οι μεταρρυθμίσεις εντυπώθηκαν στην κοινωνία περισσότερο ως απειλή και λιγότερο ως ευκαιρία. Ακόμα χειρότερα, πολλοί στον προοδευτικό χώρο νόμισαν ότι αρκεί να συγκρούεσαι με μία συντεχνία και έναν «–όπουλο» για να είσαι μεταρρυθμιστής, υποτιμώντας τη σημασία που έχει η εφαρμογή της ίδια της πολιτικής και το χειροπιαστό της αποτέλεσμα για το δημόσιο συμφέρον.
4. Το καθολικό «αφήγημα» της κρίσης. Μέσα σε ένα γενικό πλαίσιο αμηχανίας και παλινδρομήσεων, επιλέχθηκε ένα γενικό αφήγημα αιτιολόγησης του μνημονίου και των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που, όπως αποδεικνύεται, αποτέλεσε το βολικότερο «δώρο» για την κεντροδεξιά. Μία γενική εξήγηση για την «μεταπολιτευτική φούσκα», αν και προφανώς περιέχει τα βασικά αίτια του προβλήματος, απαλλάσσει το διάλογο και την κριτική από επιμέρους συμπεράσματα και διαβαθμίσεις. Έτσι, αφενός δαιμονοποιήθηκε μία ολόκληρη περίοδος προκαλώντας περισσότερες συσκοτίσεις παρά διαφωτίζοντας τους πολίτες, αφετέρου άφησε την κεντροαριστερά και το ΠΑΣΟΚ έρμαιο στις διαθέσεις όσων ερμηνεύουν την ιστορία και τους κοινωνικούς μετασχηματισμούς με μία απλή καμπύλη χρέους. Στο κόστος διαχείρισης της κρίσης, προστέθηκε μία άνευ προηγουμένου ιστορική απονομιμοποίηση.
Η συζήτηση για τις σχέσεις της κεντροαριστεράς με τις μεταρρυθμίσεις, ως ένα βαθμό, σκιαγραφεί τις ιδέες για την ιδεολογική και πολιτική της ανασυγκρότηση. Υπάρχουν δύο πρότυπα σκέψης που έχουν ενδιαφέρον να αναφερθούν, κυρίως για να τονισθεί ο λόγος της απόρριψής τους.
1. Η πρώτη κατεύθυνση ανασυγκρότησης έχει σημεία τομής με την πιο παραδοσιακή Αριστερά. Επιδιώκει μία θολή επιστροφή σε καθεστώτα κρατικής ρύθμισης και οικονομικού συντονισμού της παλιάς σοσιαλδημοκρατίας, παραβλέποντας σκόπιμα ή από άγνοια τις θεσμικές, πολιτικές και οικονομικές ορίζουσες της νομισματικής ένωσης και της διεθνούς πολιτικής οικονομίας. Η ανασυγκρότηση της σοσιαλδημοκρατίας με την επαναφορά σε συνθήκες εσωστρέφειας και αυτονομίας του «έθνους – κράτους» είναι αδύνατη και απευκταία. Η νέα σοσιαλδημοκρατία ή θα είναι «ευρωπαϊκή και διεθνής» ή δεν θα υπάρχει. Αναμφίβολα, δεν μπορούν να απορριφθούν από το διάλογο, προτάσεις θεσμικής ανασυγκρότησης της ευρωζώνης (δημοσιονομική ομοσπονδία, αλλαγή ρόλου ΕΚΤ, ευρωομόλογο κλπ). Σε κάθε περίπτωση, αυτή η κατεύθυνση πάσχει από «σχεδιομανία», επιφυλάσσοντας για το κράτος το ρόλο του κεντρικού διευθυντή που διευθύνει την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου με ένα προαποφασισμένο σχέδιο. Οι μεταρρυθμίσεις νοούνται κυρίως ως θεσμική και ιστορική αποκατάσταση του ρόλου του κράτους στην οικονομία.
2. Η δεύτερη κατεύθυνση είναι πιο ενδιαφέρουσα, αλλά εξίσου πάσχει. Σε γενικές γραμμές, κατανοεί την ανασυγκρότηση της κεντροαριστεράς μέσα από την επιμονή στην προώθηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, αλλά συνήθως επιφυλάσσει για την κοινωνία τον ρόλο του εξωτερικού παρατηρητή που μοιραία θα επιβραβεύσει ένα ελίτ κίνημα, προοδευτικού τεχνοκρατικού μεταρρυθμισμού. Κεντρικό ρόλο σ΄ αυτή την προσέγγιση διαδραματίζει ο «αντιλαϊκισμός». Ωστόσο, παρά τα προτάγματα του πολιτικού ορθολογισμού υπάρχει ο κίνδυνος μίας ανασυγκρότησης χωρίς «λαό», από τη στιγμή που δεν επινοείται ένας νέος «προοδευτικός λαϊκισμός» που θα συναρθρώνει πολλά και αντιτιθέμενα συμφέροντα σε κοινούς σκοπούς και θα καθιστά τη «μεταρρύθμιση» και την «αλλαγή» μία συλλογική, βιωματική διαδικασία συμμετοχής. Συχνά, σ’ αυτή την κατεύθυνση της ανασυγκρότησης διατυπώνεται η άποψη ότι η πολυσυλλεκτικότητα των κομμάτων έχει τελειώσει και ότι οι πολιτικοί χώροι απευθύνονται σε ειδικά ακροατήρια. Η νέα κεντροαριστερά ή θα είναι πολυσυλλεκτική ή δεν θα υπάρχει. Όχι, όμως, ως super market πελατειακών διευθετήσεων, αλλά ως αμοιβαίος συμβιβασμός διαφορετικών συμφερόντων για τη βελτίωση της συλλογικής ευημερίας.
Με αυτές τις σκέψεις, επισημαίνω ορισμένα σημεία που μπορούν να ανοίξουν ένα δημιουργικό διάλογο για τη σχέση της κεντροαριστεράς και των μεταρρυθμίσεων με σημείο αναφοράς το κοινωνικό κράτος. Ενδεικτικά:
1. Η Κεντροαριστερά πρέπει να επινοήσει το Κοινωνικό Κράτος. Η διατύπωση, μπορεί να μοιάζει αντιφατική ή ακατανόητη, αλλά χρησιμοποιείται κατά κυριολεξία. Για πολλά χρόνια υποστήριξε πολλά κοινωνικά κράτη, ανάλογα με τις θεσμικές διευκολύνσεις σε διάφορες επαγγελματικές ομάδες. Η άρση των θεσμικών ανισοτήτων και η αναδιανομή προς τα κάτω ευκαιριών είναι δεδομένη για την νέα κεντροαριστερά. Όπως, τόνισε ο Αρίστος Δοξιάδης, χρειαζόμαστε κοινωνικό κράτος για τους ανθρώπους και όχι για τις επαγγελματικές ομάδες.
2. Η Κεντροαριστερά πρέπει να προχωρήσει στη θεσμοποίηση της «Διαγενεακής Δικαιοσύνης».Π.χ.η αναθεώρηση του Συντάγματος είναι αφορμή για να εξετάσουμε την υιοθέτηση συνταγματικών δημοσιονομικών κανόνων που θα απαγορεύουν καταναλωτικά ελλείμματα και θα επιτρέπουν μόνο ελλείμματα για επενδύσεις/κοινωνικές επενδύσεις.
3. Η κεντροαριστερά πρέπει να προχωρήσει από τη μεταρρυθμιστική ισοπέδωση στη κοινωνική μεταρρύθμιση των δημόσιων αγαθών. Όχι με «σχεδιομανία» και δημοσιονομικές επεκτάσεις, αλλά με μικρές αλλαγές που αυξάνουν την άμιλλα και τον ανταγωνισμό στην παροχή υπηρεσιών.
4. Η κεντροαριστερά πρέπει να επανασυνδεθεί με την έκφραση των μεγάλων συλλογικοτήτων. Να δώσει φωνή στο θεσμικά αγνοημένο πρεκαριάτο, την επισφαλή νέα γενιά.
*Ο Πασχάλης Αγανίδης είναι οικονομολόγος και υποψήφιος διδάκτορας Πολιτικής Επιστήμης.