«Τα ελληνικά Πανεπιστήμια είναι για πέταμα και δεν παράγουν επιστήμονες»

22.11.13

Του Ιάσονα Καρανίκα

«Έχετε την εντύπωση ότι βγάζετε επιστήμονες τόσα χρόνια;» ρωτούσε επιτακτικά και με ύφος τιμητή ο σχολιαστής του Σκάι τον εκπρόσωπο των διοικητικών υπαλλήλων. Όταν άκουσα αυτήν την ερώτηση φαντάστηκα ασφαλώς ότι ο εν λόγω δημοσιογράφος, σε μια προσπάθειά του να δικαιολογήσει τη διαθεσιμότητα των διοικητικών υπαλλήλων υποβαθμίζοντας την αξία της δουλειάς τους, υπονοούσε ότι τους επιστήμονες δεν τους «βγάζουν» οι διοικητικοί, αλλά οι καθηγητές. Μου φάνηκε ανόητο το επιχείρημα, αλλά τελικά ο νεόκοπος αυτός τηλεσχολιαστής εννοούσε κάτι ακόμα χειρότερο, ότι δηλαδή τα ίδια τα ελληνικά πανεπιστήμια δεν παράγουν επιστήμονες. 


Όχι ότι παράγουν κακούς επιστήμονες, ή λίγους επιστήμονες, αλλά ότι δεν παράγουν καθόλου, δεν επιτελούν δηλαδή ούτε στοιχειωδώς τον σκοπό της ύπαρξής τους, κατά τρόπο ώστε εύλογα συμπεραίνει κανείς ότι το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να τα κλείσουμε, αφού ουδείς λόγος παραμένει για την λειτουργία τους. Ο δημοσιογράφος δηλαδή για να δικαιολογήσει τη διαθεσιμότητα επιχείρησε να βγάλει άχρηστους όχι μόνο τους διοικητικούς, αλλά συνολικά τα ΑΕΙ της χώρας, τα οποία δεν δίστασε να τα χαρακτηρίσει “για πέταμα”.

Η πραγματική εικόνα

Όσοι είμαστε φοιτητές γνωρίζουμε πολύ καλά τα πολλά προβλήματα που αντιμετωπίζει το δημόσιο πανεπιστήμιο. Σ’ αυτά περιλαμβάνονται οι μικρές βιβλιοθήκες, η έλλειψη επαρκούς πρόσβασης σε ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων (που τα τελευταία χρόνια επιδεινώθηκε λόγω των περικοπών), η έλλειψη άμεσης επαφής καθηγητή-φοιτητή (χαρακτηριστικό των περισσότερων ηπειρωτικών ιδρυμάτων), οι ανεπαρκείς επιδείξεις γραπτών, οι ενδημικές καταλήψεις, που από μαζικό και ακραίο μέσο αγώνα μετατράπηκαν σε τακτικό φαινόμενο χωρίς ουσιαστική κινηματική δυναμική, η βία, οι πελατειακές σχέσεις παρατάξεων σαν τη ΔΑΠ, κ.α. 

Είναι επίσης σαφές νομίζω, πώς ορισμένα από αυτά τα προβλήματα δεν καταδεικνύονται σχεδόν ποτέ από τα ΜΜΕ (π.χ. βιβλιοθήκες), ενώ άλλα, που μπορεί να μην είναι και τόσο καθοριστικά για την εκπαιδευτική διαδικασία (π.χ. βία μεταξύ των παρατάξεων), καταγγέλλονται δυναμικότατα, ίσως επειδή προκαλούν εντονότερες εντυπώσεις ή επειδή τυχαίνει η αντιμετώπισή τους να μην απαιτεί αύξηση της χρηματοδότησης προς την παιδεία.

Όσο όμως φανερά είναι τα προβλήματα του δημοσίου πανεπιστημίου, τόσο φανερή είναι η αναλήθεια της δήλωσης αυτού του δημοσιογράφου, που ούτε καν ως υπερβολή δεν στέκει. Την άποψη του δεν την συμμερίζονται ούτε αυτοί που συντάσσουν τις διεθνείς αξιολογήσεις των πανεπιστημίων (όσο και αν αυτές έχουν κατηγορηθεί ότι ευνοούν τα αγγλοσαξονικά πανεπιστήμια), ούτε οι καθηγητές των ξένων πανεπιστημίων που δέχονται μαζικά Έλληνες πτυχιούχους για μεταπτυχιακά, ούτε οι εργοδότες, ούτε οι ίδιοι οι φοιτητές που χάρη στο πρόγραμμα Erasmus έχουν τη δυνατότητα να συγκρίνουν το πανεπιστήμιό τους με άλλα ξένα ιδρύματα και τις περισσότερες φορές επιβεβαιώνουν το υψηλό επίπεδο σπουδών σε πολλές σχολές, όπως η Νομική. Στο ίδιο συμπέρασμα μας οδηγούν και οι διεθνείς διακρίσεις, όπως οι νίκες της Νομικής Σχολής Αθηνών -την οποία γνωρίζω καλύτερα- σε πολλούς διεθνείς νομικούς διαγωνισμούς, αλλά και οι εμπειρίες όσων συνέχισαν τις σπουδές τους σε κορυφαία ξένα ιδρύματα και επιβεβαιώνουν ότι είχαν προετοιμαστεί επαρκώς από το ελληνικό πανεπιστήμιο.

Η αλήθεια για το ελληνικό πανεπιστήμιο είναι ότι υπάρχουν τόσο καλά, όσο και κακά τμήματα. Αντίστοιχα και εντός του ίδιου τμήματος, συναντά κανείς τόσο φοιτητές με μέτρια κατάρτιση και βαθμούς, όσο και φοιτητές που δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτα από τους συναδέλφους τους σε μεγάλα πανεπιστήμια του εξωτερικού και που συχνά συνεχίζουν τις σπουδές τους εκεί ή γίνονται καθηγητές στο εξωτερικό. Αυτό σημαίνει ότι το δημόσιο δωρεάν πανεπιστήμιο, με όλα τα προβλήματά του, δίνει τη δυνατότητα στον φοιτητή που το επιθυμεί να ακολουθήσει μια επιτυχημένη πορεία.

Η συκοφάντηση

Παρ’ όλα αυτά, η άποψη που προβάλλεται πανταχόθεν είναι ότι τα πανεπιστήμια είναι άχρηστα. Δεν θα ήταν καθόλου υπερβολικό να κάνει κανείς λόγο για εκστρατεία συκοφάντησης της ανώτατης εκπαίδευσης στη χώρα μας. Δεν ξέρω αν αυτό σχετίζεται με την προσπάθεια ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων, αν είναι απόρροια της γενικότερης εθνικής μας ηττοπάθειας ή αν προέρχεται απλώς από αυτούς που απεχθάνονται καθετί δημόσιο και δεν θέλουν να το χρηματοδοτούν. Είναι όμως γεγονός ότι όποιος δεν έχει άμεση επαφή με τον χώρο της ανώτατης εκπαίδευσης μπορεί εύκολα να σχηματίσει εντελώς λανθασμένη εντύπωση για τα πανεπιστήμια. Σε θέματα βίας και ανομίας (τα οποία κάθε άλλο παρά ανύπαρκτα είναι) η τρίχα γίνεται μονίμως τριχιά. Θυμάμαι ότι πριν εισαχθώ στο Πανεπιστήμιο η εντύπωσή μου γι’ αυτό ήταν ότι πρόκειται για τέτοιο άντρο ανομίας, που απορούσα πραγματικά πώς γίνεται μάθημα. Ύστερα ανακάλυψα ότι οι ξυλοδαρμοί και οι μολότοφ δεν αποτελούν καθημερινό φαινόμενο και πως ο μέσος φοιτητής δεν αισθάνεται φόβο όταν πηγαίνει το πρωί στο μάθημα.

Από το ελληνικό πανεπιστήμιο δεν λείπουν βίαια φαινόμενα, δεν λείπουν όμως ούτε αυτοί που επικοινωνιακά τα διογκώνουν σε υπέρμετρο βαθμό. Πριν από λίγα χρόνια με έκπληξη παρακολουθούσα στην τηλεόραση συμφοιτήτριά μου, μέλος κομματικής νεολαίας (χωρίς να το δηλώνει), που παρουσιαζόταν ως εκπρόσωπος του κινήματος κατά των καταλήψεων, καίτοι ουδεμία σχέση είχε με αυτήν την πρωτοβουλία, να δηλώνει ότι δέχεται απειλές κατά της ζωής της, επειδή αντιτάσσεται στις καταλήψεις. Ασφαλώς τα πραγματικά μέλη αυτής της κίνησης ουδέποτε έκαναν τέτοιες δηλώσεις και, εξ’ όσων γνωρίζω, ουδέποτε δέχθηκαν τέτοιες απειλές. Το ίδιο έργο παίχτηκε και πριν λίγες μέρες στην εκπομπή του κ. Πρετεντέρη, όπου παρουσιάστηκε ότι ένας εκ των προσκεκλημένων φοιτητών απέστειλε ανώνυμη επιστολή με την οποία έλεγε ότι φοβάται να εμφανιστεί στον αέρα και να πει τις απόψεις του για την απεργία των διοικητικών γιατί έτσι θα απειλούνταν η ζωή του.

Στο χορό της συκοφάντησης συμμετέχει και μια άλλη κατηγορία ανθρώπων. Πρόκειται για πανεπιστημιακούς που παρόλο που οι ίδιοι έχουν διανύσει ολόκληρη την ακαδημαϊκή τους πορεία, από το προπτυχιακό μέχρι το διδακτορικό, στο ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο, επιμένουν να ισχυρίζονται και να πιστεύουν ότι ναι μεν αυτοί οι ίδιοι είναι πολύ αξιόλογες προσωπικότητες τις οποίες πρέπει όλοι να ακούμε με προσοχή, αλλά το πανεπιστήμιο εντός του οποίου διαμορφώθηκαν ακαδημαϊκά είναι τόσο άχρηστο, που πρέπει να το λοιδορούν όπου σταθούν κι όπου βρεθούν. Πρόκειται για τυπικό δείγμα εγωισμού, αλαζονείας, νοσηρού ατομικισμού και βαθιά αντικοινωνικής νοοτροπίας, κατά την οποία τα επιτεύγματά του τα πιστώνει κανείς αποκλειστικά και μόνο στον εαυτό του, ξεχνώντας τους κοινωνικούς θεσμούς που τον στήριξαν, παρά μόνο αν είναι να τους χρεώσει κάποια αποτυχία του.

Εκτός από τα ΜΜΕ, την ίδια εικόνα παρουσιάζουν και οι δρόμοι γύρω από τα Πανεπιστήμια. Είναι άραγε τυχαίο ότι οι δρόμοι γύρω από σχολές στην Αθήνα έχουν μετατραπεί σε κέντρα διακίνησης ναρκωτικών; Περνώντας κανείς είτε από την οδό Μασσαλίας είτε από την οδό Τοσίτσα ή Στουρνάρη, εύλογα συμπεραίνει ότι για να έχουν συγκεντρωθεί όλοι οι ναρκομανείς και οι έμποροι ναρκωτικών της Αθήνας έξω από πανεπιστημιακά ιδρύματα, θα χρησιμοποιούν ως «ορμητήριο» το «άσυλο ανομίας». Η αλήθεια όμως είναι ότι οι άνθρωποι αυτοί, παρότι συχνάζουν έξω από τα σχολές μας σχεδόν ποτέ δεν εισέρχονται εντός του πανεπιστημιακού χώρου, ούτε τώρα, ούτε πριν την κατάργηση του ασύλου. Γιατί λοιπόν όλες οι πιάτσες των ναρκωτικών βρίσκονται έξω από τα πανεπιστημιακά ιδρύματα παρά τις συνεχείς και έντονες διαμαρτυρίες των πρυτανικών αρχών;

Οι φίλοι και οι εχθροί του δημοσίου πανεπιστημίου

Ασφαλώς όλα αυτά τα ερωτήματα δεν μπορούν να απαντηθούν με αξιόπιστο τρόπο από ένα απλό φοιτητή. Μένει όμως ως συμπέρασμα ότι στην ελληνική κοινωνία προβάλλεται για το Πανεπιστήμιο μια εικόνα πολύ χειρότερη από την πραγματική, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν προβλήματα. Λεπτή είναι η διαφορά μεταξύ της καταγγελίας των νοσηρών φαινομένων με στόχο την εξάλειψή τους και της συκοφάντησης. Είναι όμως μια διαφορά υπαρκτή, και σημαντική για όποιον θέλει να ξεχωρίσει τους φίλους από τους εχθρούς του δημοσίου πανεπιστημίου. Μια διαφορά που εδράζεται στις προθέσεις, αλλά είναι και εξωτερικά διακριτή. Οι φίλοι του δημοσίου πανεπιστήμιου δίνουν έμφαση στα έργα και στις προτάσεις, αντί της καταγγελίας και όταν καταγγέλλουν τα προβλήματα, το κάνουν χωρίς εμπάθεια και κυρίως χωρίς να υπερβάλλουν σ’ αυτά που λένε, με στόχο να γίνει το πανεπιστήμιο καλύτερο και όχι για λόγους προσωπικών αντιπαραθέσεων.