Οι δικαστές είναι πιο ίσοι από τους άλλους, οι μισθοί τους ιερότεροι των υπολοίπων

7.1.14

Του Σταύρου Τσακυράκη*

Η υπ’ αριθ. 88/2013 απόφαση του λεγόμενου Μισθοδικείου, η οποία έκρινε ως αντισυνταγματικές τις μειώσεις των αποδοχών των δικαστικών αποτελεί μνημείο για τις επόμενες γενιές. Περιορίζομαι προς το παρόν να μεταφέρω δύο χαρακτηριστικά αποσπάσματα:

«Από τις προπαρασκευαστικές, όμως, εργασίες για την ψήφιση του ανωτέρω νόμου δεν συνάγεται ότι συντρέχει για την ανωτέρω μείωση άλλος λόγος από το γεγονός ότι οι μισθοί των δικαστικών λειτουργών, και ιδιαιτέρως των ανωτάτων βαθμών, ήταν μαθηματικώς, οι υψηλότεροι και ότι, ως εκ τούτου έπρεπε να μειωθούν, αναλογικώς, κατά μεγαλύτερο ποσοστό, ώστε να προστατευθούν όσοι “είναι στις χαμηλότερες μισθολογικές κλίμακες”, όπως αναφέρεται στο προαναφερθέν Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής. Εν όψει, όμως του κύρους και της αποστολής των οργάνων της δικαστικής εξουσίας κατά το Σύνταγμα, και ιδιαιτέρως εκείνων που κατέχουν τους ανώτατους βαθμούς- λαμβανομένου μάλιστα υπ’ όψη ότι κατά το άρθρο 37 παρ. 3 του Συντάγματος στον Πρόεδρο ενός εκ των Ανωτάτων Δικαστηρίων μπορεί να ανατεθεί, υπό τις οριζόμενες στην εν λόγω διάταξη προϋποθέσεις και για περιορισμένο χρονικό διάστημα, η εντολή σχηματισμού Κυβερνήσεως για να διενεργήσει εκλογές- δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι το κριτήριο, όπως το ανωτέρω είναι πρόσφορο για τον καθορισμό του ύψους των αποδοχών τους.»

Σε απλά ελληνικά η απόφαση κρίνει ότι δεν είναι ορθό σε εποχή δεινής κρίσης οι περικοπές στους υψηλόβαθμους και καλύτερα αμειβόμενους να είναι μεγαλύτερες από εκείνες των (σχετικά) χαμηλόμισθων. Οι υψηλότεροι μαθηματικώς (πώς αλλιώς άραγε) μισθοί δεν πρέπει να περικοπούν περισσότερο με το συντριπτικό επιχείρημα ότι το Σύνταγμα, υπό προϋποθέσεις, προβλέπει τη δυνατότητα να ανατεθεί σε Πρόεδρο Ανωτάτου Δικαστηρίου ο σχηματισμός κυβέρνησης για τη διενέργεια εκλογών.

Το παρακάτω απόσπασμα είναι ακόμη πιο τρομερό:

«Και τούτο διότι η νέα αυτή μείωση, συνδυαζόμενη προς την αναστολή, κατά το χρονικό διάστημα από 1.7.2011 έως 1.8.2012, της χορηγήσεως μισθολογικής προαγωγής [...] και τις διάφορες φορολογικές επιβαρύνσεις (με την αύξηση φορολογικών συντελεστών, επιβολή νέων φόρων και εκτάκτων εισφορών, μείωση αφορολογήτου ορίου στο φόρο εισοδήματος, κλπ), οι οποίες επιβλήθηκαν στους φορολογούμενους, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται οι δικαστικοί λειτουργοί, θα μπορούσε να δημιουργήσει σε αυτούς ανασφάλεια ως προς τη δυνατότητά τους να ανταποκριθούν στις φορολογικές και πάσης φύσεως οικονομικές υποχρεώσεις, ανειλημμένες πριν από την έναρξη της περικοπής των αποδοχών τους ή γεννηθείσες μεταγενεστέρως, και ανησυχία ως προς τις συνέπειες που τυχόν αδυναμία τους να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις αυτές θα μπορούσαν να έχουν στο κύρος αυτών των δικαστών και κατ’ επέκταση στο κύρος της ίδιας της δικαστικής λειτουργίας, λαμβανομένου υπόψη ότι, λόγω ακριβώς του λειτουργήματος που ασκούν, μη συνεπής εκ μέρους τους εκπλήρωση φορολογικών ή άλλης φύσεως οικονομικών υποχρεώσεων, εκτός από ποινικής, διοικητικής ή αστικής φύσεως συνέπειες, που μπορεί κατά νόμο να έχει, ενέχει ηθική απαξία, μεγαλύτερη δε από ό,τι έχει η μη εκπλήρωση τέτοιας φύσεως υποχρεώσεων από τους άλλους πολίτες, στους οποίους, άλλωστε, τέτοια συμπεριφορά εκ μέρους δικαστικών λειτουργών μπορεί να εμπνεύσει ανησυχία ως προς την ικανότητά τους να ασκήσουν με ανεξαρτησία και αμεροληψία τα καθήκοντά τους. Η ανασφάλεια δε και η ανησυχία αυτή, που προφανώς δεν συντελεί ώστε οι δικαστικοί λειτουργοί να είναι σε θέση να ασκούν απερίσπαστοι τα καθήκοντά τους και να ελαχιστοποιείται ο κίνδυνος επηρεασμού της ευθυκρισίας τους, επιτάθηκε ιδιαιτέρως από το γεγονός ότι η μείωση των αποδοχών τους θεσπίσθηκε με τον προαναφερθέντα νόμο 4093/2012 αναδρομικώς.»

Σε απλά ελληνικά οι περικοπές και οι φόροι μπορεί να επιβάλλονται στους άλλους αλλά όχι στους δικαστές, γιατί αυτό μπορεί να τους οδηγήσουν σε αδυναμία εκπλήρωσης των οικονομικών τους υποχρεώσεων (προγενέστερων ή μεταγενέστερων της κρίσης!!!). Η αδυναμία εκπλήρωσης των υποχρεώσεων με τις συνέπειες   (ποινικές, διοικητικές, αστικές) που συνεπάγεται δεν είναι ίδια με των κοινών θνητών. Πλήττει το κύρος της δικαιοσύνης και υπάρχει κίνδυνος για την ευθυκρισία τους.

Σταύρος Τσακυράκης είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο προσωπικό του blog εδώ.