Αν ταυτίσουμε την Πολιτική με τη διαχείριση, πώς θα αλλάξει ριζικά η κοινωνιά;

9.5.14


Tου Ιάσονα Καρανίκα

Τις τελευταίες μέρες θυμήθηκα ξανά την επιτυχημένη σειρά «Παρά Πέντε», και όχι λόγω των τηλεοπτικών επαναλήψεων.

Μεταξύ άλλων η σειρά παρουσίαζε και μια εκλογική αναμέτρηση, στην οποία εκτός από τα δύο μεγάλα κόμματα, εμφανιζόταν για πρώτη φορά στις εκλογές με αξιώσεις επιτυχίας και ένα νέο κόμμα, ιδεολογικά απροσδιόριστο. Το νέο αυτό κόμμα εκπροσωπούσε το καινούργιο, την ανανέωση της πολιτικής, την ρήξη με τον κραταιό τότε δικομματισμό, με αποτέλεσμα και οι πρωταγωνιστές της σειράς να πιστέψουν σ’ αυτό. Όταν όμως το κόμμα βγήκε πρώτο και ο αρχηγός του έγινε πρωθυπουργός, αποκαλύπτεται ότι ο άνθρωπος αυτός δεν είναι παρά ο «κακός» του έργου, άγνωστος ως τότε, ο οποίος έχει εμπλακεί μεταξύ άλλων σε φόνους και οικονομικά σκάνδαλα και δεν διστάζει να χρησιμοποιεί τις πλέον μαφιόζικες μεθόδους για να πετύχει τους σκοπούς του. Έχοντας ήδη πριν την εκλογή του τεράστια δύναμη μέσω της διαπλοκής, εκμεταλλεύεται την πολιτική δυσαρέσκεια για να καταλάβει την εξουσία και να μπορεί έτσι να προωθεί ευθέως και αδιαμεσολάβητα τα διάφορα ύποπτα οικονομικά του συμφέροντα, πίσω από το προσωπείο του «νέου».

Το φανταστικό αυτό παράδειγμα, ίσως λίγο τραβηγμένο, δεν αποκλείεται να αποδειχθεί προφητικό εν μέρει. Η ιστορία άλλων χωρών, όπως η Γερμανία και η Ιταλία, έχει δείξει ότι η οργή απέναντι στο «παλιό» δεν μετουσιώνεται πάντοτε σε ένα καλύτερο «νέο». Ήδη, στις αυτοδιοικητκές εκλογές έχουν εμφανισθεί διάφορα ψηφοδέλτια  με αμφιλεγόμενους  υποψηφίους που προέρχονται από ύποπτους χώρους ή είναι υπόδικοι για σοβαρά εγκλήματα. Το νέο αυτό είδος πολιτικού δεν προσποιείται ότι προέρχεται από το λαό, αλλά ποντάρει απροκάλυπτα στην οικονομική του δύναμη, την συχνά με ύποπτο τρόπο αποκτηθείσα, και στον παραγοντισμό, ώστε να κερδίσει την υποστήριξη του απλού κόσμου, όπως ανέκαθεν έκαναν οι κάθε είδους «προστάτες». Η δυναμική κάποιων τέτοιων ψηφοδελτίων αποδεικνύει ότι πολλοί συμπολίτες μας θα ψήφιζαν και τον διάβολο τον ίδιο, αρκεί να μην είχε αναφορά στα παλαιά κόμματα. Το ίδιο φάνηκε και από την εκτίναξη της Χρυσής Αυγής, μιας εγκληματικής οργάνωσης με μαφιόζικες μεθόδους, που κατάφερε να πείσει πολλούς ότι θα τους απαλλάξει από την διαφθορά των πολιτικών.

Το νέο αυτό είδος πολιτικού μοιάζει να είναι το αντίστροφο των παλαιού τύπου διεφθαρμένων πολιτικών. Οι πολιτικοί του παρελθόντος άρχιζαν την πολιτική τους καριέρα αγωνιζόμενοι για κάποια ιδανικά, ή τουλάχιστον προσποιούμενοι ότι αγωνίζονται. Πολλοί είχαν αντιδικτατορική δράση και όλοι δήλωναν πίστη σε κάποια ιδεολογία. Αρκετοί από αυτούς –όχι βέβαια όλοι, όπως συνήθως λέγεται- διαφθείρονταν μετά την άνοδο στην εξουσία και από αγνοί ιδεολόγοι μεταβάλλονταν σε υπηρέτες της διαπλοκής. Το νέο είδος πολιτικού δεν χρειάζεται ποτέ να παραστήσει -έστω- τον αγνό ιδεολόγο. Ξεκινώντας την καριέρα του μέσα στη διαπλοκή, μεταπηδά στην πολιτική μόνο και μόνο για να υπηρετήσει ίδια επιχειρηματικά συμφέροντα ή να ξεπλυθεί από τις αμαρτίες του παρελθόντος.

Υπάρχει όμως και μία δεύτερη, πιο «ευγενής» έκφανση του απολιτίκ. Πρόκειται για την αντίληψη ότι έχει έλθει το τέλος των ιδεολογιών, ότι δεν έχει νόημα η διάκριση Δεξιάς-Αριστεράς και ότι το μόνο που χρειάζεται σήμερα είναι ένα κόμμα «της κοινής λογικής», που θα εκπροσωπεί το «αυτονόητο», θα δίνει έμφαση στην καλή διαχείριση της δημόσιας εξουσίας και θα απευθύνεται σε όλους τους λογικούς πολίτες, ανεξαρτήτως ιδεολογίας, κοινωνικής τάξης, προσωπικών και συλλογικών συμφερόντων κ.α. Χαρακτηριστικό τέτοιο παράδειγμα υπήρξε το κόμμα «Δράση», το οποίο πριν λίγα χρόνια ήταν ιδιαιτέρως της μόδας σε ορισμένους πολύ περιορισμένους κύκλους και φιλοδοξούσε να εκφράσει όλους τους σοβαρούς ανθρώπους, από τους σοσιαλιστές μέχρι τους φιλελεύθερους και τους κεντροδεξιούς, τουλάχιστον επισήμως. Στην ίδια κατηγορία μοιάζει να ανήκει εν μέρει και το Ποτάμι, αν και είναι  ακόμα νωρίς για να πει κανείς αν πράγματι ενστερνίζεται αυτές τις αντιλήψεις, η αν απλώς τις αξιοποιεί επικοινωνιακά για να συλλέξει ψηφοφόρους από κάθε πλευρά.

Όσο καλές και ειλικρινείς προθέσεις και αν έχουν οι εκφραστές αυτών των εκ πρώτης όψεως θελκτικών αντιλήψεων, κάνουν τρία μεγάλα λάθη. Το πρώτο λάθος είναι ότι αυτή η «μεταπολιτική» αντίληψη υποβαθμίζει την πολιτική σε μια απλή διαδικασία ορθολογικής διαχείρισης των κοινών, χωρίς αξιώσεις αλλαγής της κοινωνίας και καταλήγει να γίνεται βαθιά συντηρητική. Ασφαλώς ο περισσότερος κόσμος έχει κουραστεί από τα μεγάλα λόγια των πολιτικών που συχνά δεν τηρούνται και από τα αυστηρά ιδεολογικά δόγματα που συνήθως δεν επαληθεύονται. Παρ’ όλα αυτά, αποδεχόμενοι ότι η πολιτική δεν είναι παρά η αποτελεσματική και ορθολογική διαχείριση της παρούσας κατάστασης, ουσιαστικά αρνούμαστε τον χαρακτήρα της πολιτικής ως δύναμης αλλαγής της κοινωνίας. Περιορίζοντας όμως τον ρόλο της πολιτικής, περιορίζεται αυτομάτως η ίδια η δημοκρατία.

Δεύτερον, η αντίληψη περί «κόμματος της λογικής» είναι κατά βάθος ολοκληρωτική. Όταν ένα κόμμα δεν παραδέχεται ότι εκπροσωπεί συγκεκριμένη ιδεολογία και συγκεκριμένες αξίες, αναγορεύει τις αντιλήψεις του σε «αυτονόητες» και αντιμετωπίζει οποιονδήποτε διαφωνεί πολιτικά όχι ως πολιτικό αντίπαλο, αλλά ως εχθρό της λογικής και αρνητή του «αυτονόητου». Έχει έτσι το κόμμα αυτό την αξίωση να θεωρείται ως κοινή λογική η δική του λογική.

Τρίτον, αυτή η ανάγνωση της πολιτικής απέχει από την πραγματικότητα. Ο πολιτικός αγώνας δεν είναι μια διαμάχη μεταξύ λογικών και παραλόγων, αλλά μια διαμάχη μεταξύ ανθρώπων και συλλογικοτήτων που έχουν διαφορετικές αξίες και διαφορετικά συμφέροντα και δικαίωμα να τα εκπροσωπήσουν, στο πλαίσιο ενός δημοκρατικού πολιτεύματος. Από εκεί και πέρα, λογικοί και παράλογοι άνθρωποι υπάρχουν σε κάθε στρατόπεδο.

Τόσο η είσοδος διαφόρων αμφιλεγόμενων προσωπικοτήτων στην πολιτική, με όπλο την έλλειψη ιδεολογικής και κομματικής αναφοράς, όσο και η σύγχρονη τάση μετατροπής της πολιτικής σε μια τεχνοκρατική διαχείριση, χωρίς ιδεολογικό περιεχόμενο, αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, τις δύο όψεις του απολιτίκ. Η αποδυνάμωση της κρατικής εξουσίας, η αδυναμία των δημοκρατικών θεσμών να αλλάξουν τη ζωή του πολίτη, η επικράτηση νέων κέντρων εξουσίας, όπως οι αγορές, εις βάρος των δημοκρατικών θεσμών στερούν την πολιτική από την ουσία της. Όποιος προβάλλει το όραμα της κοινωνικής αλλαγής συνήθως αποτυγχάνει, πράγμα που εκλαμβάνεται από πολλούς ως προδοσία. Τραγικός ήρωας αυτής της κατάστασης είναι η σοσιαλδημοκρατία, ιδίως στην Ελλάδα. Η αποστέρηση της πολιτικής από την ιδεολογία και η μετατροπή της σε απλή διαχείριση είναι όμως μια βαριά ήττα της ίδιας της Δημοκρατίας και δεν θα πρέπει να την επιτρέψουμε.

--
Κατεβάστε την εφαρμογή της Παραπολιτικής για κινητά τηλέφωνα και tablet από το iTunes κι από το Google Play.