Σαχινίδης: Η λύση δεν είναι η επιστροφή στον εθνικό κεϋνσιανισμό αλλά η μετάβαση στον ομοσπονδιακό κεϋνσιανισμό

10.6.14


Την ώρα που κάποια δήθεν Κεντροαριστερά επιβεβαιώνει την ύπαρξη της μέσα από τη νομή της εξουσίας, κάποιοι λίγοι προσπαθούν να προσφέρουν ένα ιδεολογικό πλαίσιο σε όσους πολίτες εξακολουθούν να πιστεύουν στις ιδέες της Σοσιαλδημοκρατίας.

Ένας από αυτούς είναι ο Φίλιππος Σαχινίδης, ο οποίος σε σημερινό άρθρο του στην Εφημερίδα των Συντακτών, εκτός των άλλων, αναφέρει:

Στις νομισματικές ενώσεις, το πρόβλημα της ύφεσης σε χώρες, αντιμετωπίζεται μέσω μεταβιβάσεων από τον κεντρικό προϋπολογισμό, που στην περίπτωση όμως της Ευρωζώνης δεν υπάρχει. Εναλλακτικά, απαιτείται μεγαλύτερος συντονισμός δημοσιονομικών πολιτικών. Αυτό προϋποθέτει, σύγκλιση απόψεων για την καταπολέμηση της ύφεσης, που δεν έχει επιτευχθεί ακόμη στην Ευρωζώνη, αφού προσεγγίζει ιδεοληπτικά την κρίση ως κρίση χρέους και προτείνει ως λύση πολιτικές λιτότητας και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.

Επομένως, η λύση για την κρίση δεν είναι η επιστροφή στον εθνικό κεϋνσιανισμό αλλά η μετάβαση στον ομοσπονδιακό κεϋνσιανισμό. Επιλογή, στην οποία εναντιώνονται, κυρίως, οι ισχυρές χώρες της Ευρωζώνης. Ο συσχετισμός δυνάμεων έχει σημασία, καθώς απαιτείται αλλαγή Συνθηκών για να προχωρήσουμε στη δημιουργία ομοσπονδιακού προϋπολογισμού στην Ευρωζώνη.

Άλλο κομβικό σημείο στη συζήτηση για την αντιμετώπιση της κρίσης, είναι η ενίσχυση των μισθών. Με αυτό τον τρόπο υποστηρίζεται ότι θα επιτευχθεί η υποκατάσταση της κατανάλωσης των εργαζομένων, που στηρίζονταν σε δανεισμό, με κατανάλωση που θα στηρίζεται σε ικανοποιητικές αμοιβές.

Η πρόταση αυτή, σε συνδυασμό με την πρόταση για την αύξηση των κατώτατων μισθών ενσωματώνεται στις προτάσεις του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος, με την επισήμανση ότι η αύξηση των μισθών πρέπει να αντανακλά αύξηση της παραγωγικότητας, ώστε να μην υπονομευτεί η ανταγωνιστικότητα των χωρών της Ευρωζώνης.

Οι Σοσιαλιστές του Βορρά, στο αίτημα των χωρών του Νότου να πληθωρίσουν οι Βόρειοι τις οικονομίες τους με υψηλότερες αυξήσεις μισθών, απαντούν ότι αυτή η πολιτική δεν θα ωφελήσει το Νότο, αλλά χώρες τρίτες, έξω από την Ευρωζώνη.

Η αναθεώρηση του Καταστατικού Χάρτη της ΕΚΤ, ώστε η νομισματική πολιτική να υπηρετεί, όχι μόνο τη σταθερότητα των τιμών αλλά και την αύξηση της απασχόλησης, πρέπει να αποτελέσει μέρος του διεκδικητικού πλαισίου της ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας.

Η άποψη αυτή, έχει ενταχθεί στη συζήτηση κάποιων Σοσιαλιστικών Κομμάτων χωρίς όμως να την υιοθετούν ως κεντρική τους θέση. Η ΕΚΤ επέδειξε στην πράξη ευελιξία μόνο όταν βρέθηκε αντιμέτωπη με ενδεχόμενη κατάρρευση τραπεζικών συστημάτων χωρών της Ευρωζώνης. Ακόμη και σήμερα, συντηρεί ένα πληθωρισμό πολύ κάτω από το ανώτατο όριο, με αποτέλεσμα, χώρες σε πρόγραμμα να εξωθούνται σε πολιτικές αποπληθωρισμού και ύφεσης.

Μετά την πρόσφατη κρίση, είναι πλέον αναγκαία η αλλαγή στάσης των Σοσιαλδημοκρατών στο ζήτημα ελέγχου των χρηματοοικονομικών αγορών. Τα Σοσιαλιστικά Κόμματα έχουν κάνει προτάσεις, όπως: καθιέρωση του φόρου χρηματοπιστωτικών συναλλαγών, ενίσχυση της εποπτείας των χρηματαγορών και στηρίζουν τις πρωτοβουλίες για την Ευρωπαϊκή Τραπεζική Ενοποίηση.

Όμως οι παρεμβάσεις που υιοθετήθηκαν, μάλλον δεν περιορίζουν την υπερβολική ανάληψη κινδύνων από το χρηματοπιστωτικό σύστημα, ώστε να αποφευχθούν νέες «φούσκες» στο μέλλον. Ούτε είναι επαρκείς, για να αποτρέψουν την επανάληψη του φαινομένου τα κέρδη να πηγαίνουν στους ιδιώτες και οι ζημιές στους φορολογούμενους.

Πολλές από τις παραπάνω προτάσεις πολιτικής, μπορούν να συμβάλουν στην αποκατάσταση της σχέσης της Σοσιαλδημοκρατίας με τα κοινωνικά στρώματα, που την εγκατέλειψαν αλλά προϋποθέτουν την αναθεώρηση των Συνθηκών για την Ευρώπη. Τα αποτελέσματα, όμως, των Ευρωεκλογών οδηγούν προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση, δηλαδή, σε λιγότερη Ευρώπη.

Αυτό σημαίνει, ότι η Σοσιαλδημοκρατία, για να καταστεί ξανά πλειοψηφική δύναμη ενεργοποιώντας τη συμμαχία «παραγωγών» και «αδυνάτων» και να δρομολογήσει αλλαγές Συνθηκών, πρέπει τώρα να επεξεργαστεί προοδευτικές προτάσεις πολιτικής με το υφιστάμενο πλαίσιο Συνθηκών.