Η θέση της Παραπολιτικής για τη Συμφωνία των Πρεσπών: Έντιμος συμβιβασμός, ανέντιμες κραυγές

17.1.19


Μετά από χρόνια στασιμότητας, η Ελλάδα και η Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, όπως αυτές εκπροσωπούνται από τις δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις τους, κατάφεραν να φτάσουν στην επίτευξη μιας συμφωνίας, η οποία στην πραγματικότητα αποτελεί έναν οδικό χάρτη για την οριστική επίλυση του ονοματολογικού ζητήματος της γειτονικής χώρας μέσα στα επόμενα χρόνια.

Θα περίμενε κανείς, ότι 8 ολόκληρα χρόνια μετά την έναρξη της εθνικής περιπέτειας των μνημονίων, κάποιοι θα ένιωθαν την ανάγκη να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων και να προτάξουν το μεσοπρόθεσμο εθνικό συμφέρον έναντι του κομματικού. Κάτι τέτοιο όμως δεν συμβαίνει. Με ευθύνη κυρίως των πολιτικών και δημοσιογραφικών ελίτ, το επίπεδο διεξαγωγής του δημοσίου διαλόγου στη χώρα μας είναι ιδιαίτερα χαμηλό, κομμένο και ραμμένο στα μέτρα των πολλών πολιτικών βιογραφικών που γέμισαν με ψευτοπατριωτικά παράσημα.

Το σύγχρονο Μακεδονικό πρόβλημα

Η σύγχρονη διένεξη της Ελλάδας με την Π.Γ.Δ.Μ ουδεμία σχέση έχει με την ένοπλη αντίσταση των ελληνικών πληθυσμών της Μακεδονίας εναντίον των Βούλγαρων κομιτατζήδων. Σε αντίθεση με τις ανερμάτιστες αναλογίες που επιχειρούν οι μακεδονομάχοι των τηλεπαραθύρων, το μόνο που εύλογα προκύπτει από την ιστορική αναδρομή στον Μακεδονικό Αγώνα της πρώτης δεκαετίας του 20ου αιώνα είναι ότι ο γεωγραφικός χώρος της Μακεδονίας υπήρξε, κατά τους τελευταίους αιώνες, πεδίο εθνικών ανταγωνισμών. Στη σύγχρονη εποχή, η Μακεδονία ουδέποτε υπήρξε «μια και ελληνική» και ουδέποτε αποτέλεσε κάτι τέτοιο επίσημη θέση του σύγχρονου ελληνικού κράτους.

Το Μακεδονικό πρόβλημα του καιρού μας αφορά αυστηρά και μόνο το ζήτημα της ονομασίας της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, το οποίο προέκυψε μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας. Αρχικά, υπό το όνομα «Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας» και από το 1963 και μετά ως «Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας», η σημερινή Π.Γ.Δ.Μ αποτέλεσε από τον Αύγουστο του 1945 μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1991 μια εκ των 6 ομόσπονδων συνιστωσών της τότε Γιουγκοσλαβίας, μαζί με τη Σερβία, την Κροατία, τη Σλοβενία, τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη και το Μαυροβούνιο.

Στις 8 Σεπτεμβρίου του 1991, η «Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας» κήρυξε την ανεξαρτησία της με το όνομα «Δημοκρατία της Μακεδονίας», ημερομηνία που ουσιαστικά σηματοδοτεί την έναρξη της διένεξης της νέας χώρας με την Ελλάδα.

Εθνικός διχασμός, εθνική ήττα

Αποφεύγοντας μια λεπτομερειακή αναδρομή στα γεγονότα των τελευταίων τριών δεκαετιών, μπορεί κανείς βάσιμα να ισχυριστεί ότι η Ελλάδα έχασε, ουσιαστικά από την πρώτη στιγμή, τη διπλωματική μάχη με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία.

Αντί το εθνικό πολιτικό σύστημα να διακρίνει τότε μια ευκαιρία για την Ελλάδα στο νέο τοπίο που διαμορφωνόταν στα Βαλκάνια μετά την κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας, η πολιτική ηγεσία της εποχής αναλώθηκε σε έναν κωμικό κομματικό αλλά και εσωκομματικό εμφύλιο που αποδυνάμωσε σημαντικά την εθνική ισχύ στις διαπραγματεύσεις. Αντί τότε να τεθούν τα θεμέλια της κυριαρχίας μιας ισχυρής Ελλάδας στα Βαλκάνια, τέθηκαν τα θεμέλια ενός νέου και τελικά πανίσχυρου εθνικιστικού μηχανισμού, ο οποίος, ιδιαίτερα στη Βόρεια Ελλάδα, εξακολουθεί να επιβάλει την ατζέντα του στο δημόσιο διάλογο.

Αντί να επικρατήσουν οι ψύχραιμες φωνές της εθνικής αυτοπεποίθησης, επικράτησαν οι δημαγωγοί και οι τυχοδιώκτες. Αντί να γεμίσουν οι πόλεις της Π.Γ.Δ.Μ με ελληνικές επιχειρήσεις και παραρτήματα των ελληνικών δημόσιων πανεπιστημίων, γέμισαν οι ελληνικές πλατείες με Βουκεφάλες και βυζαντινές σημαίες. Η απάντηση στον αλυτρωτισμό των γειτόνων ήταν ένας νεόκοπος ελληνικός αλυτρωτισμός, ο οποίος μάλιστα συχνά διακρίνει μεταξύ και των ίδιων των Ελλήνων. Όχι τυχαία, ιδιαίτερη ευαισθησία για το όνομα της Π.Γ.Δ.Μ αναγνωρίζεται στους κατοίκους της Βόρειας Ελλάδας, λες και η κληρονομιά της αρχαίας ελληνικής Αθήνας ανήκει λίγο παραπάνω στους σημερινούς Αθηναίους. Δισέγγονα και τρισέγγονα Μακεδονομάχων παρελαύνουν στα τηλεοπτικά παράθυρα ως αυθεντίες, λες και η θυσία των προγόνων τους κατοχυρώνει με κάποιον τρόπο την… αρμοδιότητα τους να τοποθετηθούν για το όνομα της Π.Γ.Δ.Μ.

Διαχείριση της εθνικής ήττας

Μπορεί η Ελλάδα να κατάφερε να αποτρέψει τον Οργανισμών Ηνωμένων Εθνών από το να αναγνωρίσει τη γειτονική χώρα με το συνταγματικό όνομα αλλά σήμερα περισσότερες από 130 χώρες την αναγνωρίζουν με τη συνταγματική της ονομασία, κοινώς ως σκέτο «Δημοκρατία της Μακεδονίας». Οι πολίτες της αναγνωρίζονται ως «Μακεδόνες» και η γλώσσα τους ως «μακεδονική».

Παρά τα όσα δημόσια αρνούνται να παραδεχθούν οι κατά καιρούς ηγέτες της, η Ελλάδα, από την ενδιάμεση συμφωνία του 1995 κι έπειτα, προσερχόταν στις διαπραγματεύσεις αναζητώντας έναν έντιμο συμβιβασμό, ο οποίος με το πέρασμα του χρόνου γινόταν όλο και πιο δύσκολος. Όσο εντός Ελλάδας επικρατούσε η θανάσιμη λογική του «άσε το γι’ αργότερα», τόσο η Π.Γ.Δ.Μ κατάφερνε να δημιουργεί πολιτικά και διπλωματικά τετελεσμένα, σημαντικότερο εκ των οποίων ήταν φυσικά η αναγνώριση της από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής τον Οκτώβρη του 2004.

Το ελληνικό βέτο του 2008 στο Βουκουρέστι βαφτίστηκε ως «εθνική νίκη» ενώ στην πραγματικότητα αποτέλεσε μια πλήρη απόδειξη της εθνικής ήττας. Έχοντας απομονωθεί διπλωματικά, η μόνη επιλογή που απέμενε στην Ελλάδα ήταν η άσκηση του δικαιώματος αρνησικυρίας (βέτο) για την είσοδο της Π.Γ.Δ.Μ στο ΝΑΤΟ. Το βέτο στο Βουκουρέστι μπορεί να έλαβε τη δική του ξεχωριστή θέση στην παραληρηματικού τύπου μυθολογία της ελληνικής Δεξιάς αλλά κυρίως έδειξε ότι ήδη από το 2008 η διεθνής κοινότητα είχε πάψει να ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τις ελληνικές ενστάσεις.

Όπως όμως κι αν «διαβάσει» κανείς το βέτο του Βουκουρεστίου, το μόνο βέβαιο είναι ότι για πρώτη φορά το ελληνικό πολιτικό σύστημα υιοθέτησε ως εθνική θέση τη σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό για όλες τις χρήσεις, εγκαταλείποντας τις παλιές δοξασίες περί ελληνικής αποκλειστικότητας στον όρο «Μακεδονία».

Εποχή Ζάεφ

Κάποιοι καλοπροαίρετα, αλλά και κάποιοι εκ του πονηρού, αναρωτιούνται γιατί έπρεπε να ξεκινήσουν πάλι οι διαπραγματεύσεις για το Μακεδονικό, μετά από τόσα χρόνια στασιμότητας. Η εξήγηση είναι ιδιαίτερα απλή. Οι διαπραγματεύσεις ξεκίνησαν ξανά λόγω της εκλογής μιας μετριοπαθούς φιλοευρωπαϊκής κυβέρνησης στην Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία κι όχι λόγω κάποιας πρωτοβουλίας της ελληνικής πλευράς. Ανεξάρτητα από την τελική έκβαση τους, θα ξεκινούσαν με οποιαδήποτε ελληνική κυβέρνηση, με ή χωρίς ΣΥΡΙΖΑ.

Όσο παράδοξο κι αν ακούγεται, ο κωμικός εθνικισμός του Νικολά Γκρουέφσκι, που κυριάρχησε στην Π.Γ.Δ.Μ από το 2006 μέχρι το 2016, εξυπηρετούσε απόλυτα το ευθυνοφοβικό ελληνικό πολιτικό σύστημα. Όσο εμφανώς έφταιγαν «οι άλλοι», τόσο δεν υπήρχε κανένας λόγος τα πολιτικά κόμματα να εξηγήσουν στον ελληνικό λαό ότι η τελική διευθέτηση του Μακεδονικού ζητήματος θα περιείχε αναγκαία ορισμένους επώδυνους συμβιβασμούς για την Ελλάδα.

Σε μια εποχή αυξημένου διεθνούς ενδιαφέροντος για τα Δυτικά Βαλκάνια, θα ήταν παράδοξο για τις κυβερνήσεις χωρών όπως οι ΗΠΑ και η Γερμανία να μην στηρίξουν μια φιλοευρωπαϊκή κυβέρνηση όπως αυτή του Ζόραν Ζάεφ, πόσο μάλλον σε μια εποχή που η Ρωσία διεκδικεί έναν ιδιαίτερα δυναμικό ρόλο στην περιοχή και η Τουρκία, κυρίως μέσω επενδύσεων σε υποδομές, αυξάνει διαρκώς την επιρροή της. Κατά συνέπεια, οι πιέσεις προς την Ελλάδα θα ήταν σε κάθε περίπτωση μεγάλες, είτε σε εποχές «κανονικότητας» είτε στη σημερινή δημοσιονομική κατάσταση.

Έντιμος συμβιβασμός

Επί της ουσίας, η συμφωνία Τσίπρα-Ζάεφ φέρει αναμφίβολα θετικό πρόσημο καθώς κινείται απόλυτα εντός του πλαισίου του έντιμου συμβιβασμού που αναζητά τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα, ειδικά μετά το αδιέξοδο του Βουκουρεστίου.

Η εθνική γραμμή περί σύνθετης ονομασίας με γεωγραφικό προσδιορισμό και για όλες τις χρήσεις (ergao mnes) έγινε δεκτή από την πλευρά της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας, η οποία αποδέχθηκε να επικυρώσει την αλλαγή του ονόματος αλλά και του συνόλου της εθνικής αφήγησης της μέσω μιας ιστορικής συνταγματικής αναθεώρησης. Τυφλωμένοι από τον, συνήθως επικερδή, εθνικιστικό παροξυσμό αρκετοί Έλληνες αποτυγχάνουν να κατανοήσουν ότι στα μάτια ενός τρίτου παρατηρητή η Ελλάδα αναγκάζει μια χώρα να αλλάξει το όνομα της, ενημερώνοντας μάλιστα σχετικά τις δεκάδες χώρες που την έχουν ήδη αναγνωρίσει ως «Δημοκρατία της Μακεδονίας».

Μιας και οι ελληνικές υποχωρήσεις ως προς τη γλώσσα και την εθνότητα ήταν πιθανότατα προεξοφλημένες ήδη από τους προηγούμενους γύρους των διαπραγματεύσεων, η βασική αδυναμία της συμφωνίας είναι ότι δεν πρόκειται ακριβώς για… συμφωνία με άμεση εφαρμογή αλλά για έναν οδικό χάρτη με αρκετά δύσκολες στροφές στην πορεία προς την επίτευξη της λύσης του ονοματολογικού. Πρόκειται για ένα ρίσκο που αναλαμβάνει η ελληνική κυβέρνηση, εκτιμώντας πιθανότατα ότι ο Ζάεφ θα καταφέρει να κερδίσει όσες εσωτερικές πολιτικές μάχες χρειαστούν.

Αν ο Ζάεφ καταφέρει να κερδίσει το δημοψήφισμα και να περάσει τη συνταγματική αλλαγή, τότε θα είναι μάλλον απίθανο να ναυαγήσει η συμφωνία. Το ρίσκο έγκειται στην περίπτωση που ο Ζάεφ δεν τα καταφέρει. Θα τιναχτούν όλα στον αέρα; Ο διεθνής παράγοντας θα πιέσει την Ελλάδα να αποδεχθεί μισά βήματα από την πλευρά της Π.Γ.Δ.Μ; Ο διεθνής παράγοντας θα αναγνωρίσει τον παραγωγικό ρόλο της Ελλάδας στις διαπραγματεύσεις και θα κορυφώσει τις πιέσεις προς την πλευρά της Π.Γ.Δ.Μ; Κανείς δεν μπορεί να εκτιμήσει σήμερα τι πραγματικά θα συμβεί.

Για μια σοβαρή Ελλάδα, τα κέρδη θα είναι πολλά

Όπως και να έχει, στις Πρέσπες γράφτηκε Ιστορία και πλέον οι προκλήσεις για την Ελλάδα είναι εντελώς διαφορετικές. Αν ο Ζάεφ τα καταφέρει μέχρι τέλους, μια σοβαρή και ενωμένη Ελλάδα θα έχει πολλά να κερδίσει από την υλοποίηση της συμφωνίας.

Κατά τις τελευταίες δεκαετίες, το Μακεδονικό αποτέλεσε ένα σημαντικό κεφάλαιο της εθνικής εξωτερικής πολιτικής, με τη χώρα να ξοδεύει διπλωματικό κεφάλαιο και να αναγκάζεται να συντηρεί ταυτόχρονα πολλά διαφορετικά ανοιχτά μέτωπα. Αν ανοίξει ο δρόμος για την ευρωατλαντικήπροοπτική της Π.Γ.Δ.Μ, η Ελλάδα θα πρέπει να προχωρήσει σε μια ριζική αναδιάρθρωση της εξωτερικής πολιτικής της, εστιάζοντας πια στο μέτωπο των ελληνοτουρκικών σχέσεων, εκεί όπου οι κίνδυνοι είναι υπαρκτοί και ως τέτοιο σαφώς μεγαλύτεροι από αυτούς που θα μπορούσαν ποτέ να τεθούν στο μέτωπο της Π.Γ.Δ.Μ.

Παράλληλα, αν πράγματι ξεκινήσει η διαδικασία ενσωμάτωσης των Δυτικών Βαλκανίων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η Ελλάδα θα έχει τη χρυσή ευκαιρία να βγει από την απομόνωση και να λειτουργήσει ως παράγοντας προόδου και συνεργασίας στην περιοχή. Οι πρόσφατες περιπολίες των ελληνικών F-16 στον εναέριο χώρο του Μαυροβουνίου, του νεότερου μέλος του ΝΑΤΟ, και της Αλβανίας είναι ενδεικτικές του ρόλου που θα μπορούσε να διεκδικήσει μια ισχυρή Ελλάδα στην περιοχή. Εξάλλου, η σταδιακή εναρμόνιση της Π.Γ.Δ.Μ με τις αρχές και τις αξίες της Ε.Ε είναι ικανή από μόνη της να μειώσει σημαντικά το ενδεχόμενο να κυριαρχήσουν ξανά στο εσωτερικό της πολιτικοί τύπου Γκρουέφσκι.

Στο εσωτερικό πεδίο, η οριστική διευθέτηση του ονοματολογικού ζητήματος με την Π.Γ.Δ.Μ θα οδηγήσει σταδιακά στην αποδυνάμωση όλων εκείνων των εθνικιστικών μηχανισμών που τρέφονταν από την εκκρεμότητα με τη γειτονική χώρα, κάτι παραπάνω από αναγκαίο σε μια χώρα που εδώ και 6 χρόνια παρακολουθεί αμήχανη την ανέλιξη μιας νεοναζί συμμορίας σε τρίτη πολιτική δύναμη της χώρας.

Θεμιτό ρίσκο προόδου κόντρα στη μιζέρια των εκκρεμοτήτων

Κατά την προσωπική μου άποψη, ο Αλέξης Τσίπρας και ο Νίκος Κοτζιάς ορθώς επέλεξαν να αναλάβουν το ρίσκο μιας επισφαλούς αλλά θετικής συμφωνίας, η οποία ενδεχομένως να καταφέρει να βάλει τέλος σε ένα ζήτημα που έπρεπε να έχει διευθετηθεί άμα τη γενέσει του. Δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι στο μέλλον θα μπορούσαν οι συνθήκες να μεταβληθούν προς το καλύτερο, ούτε η λογική της ανοιχτής εκκρεμότητας των τελευταίων ετών ισχυροποίησε με κάποιο τρόπο τις εθνικές θέσεις.

Η στάση της Νέας Δημοκρατίας απέναντι στη συμφωνία είναι εθνικά ανεύθυνη και επιβεβαιώνει την άρνηση της ιστορικής κεντροδεξιάς παράταξης να συγκρουστεί με τις επίκτητες ψυχώσεις της. Ένας εμφύλιος στη Νέα Δημοκρατία στέρησε από τη χώρα τη δυνατότητα να διαπραγματευτεί με σοβαρότητα στις αρχές της δεκαετίες του ’90 και η προσπάθεια αποτροπής ενός νέου εσωκομματικού διχασμού στη Νέα Δημοκρατία ωθεί τον Κυριάκο Μητσοτάκη στο να υιοθετήσει μια στρατηγική εθνικού διχασμού -αντιγράφοντας σε μεγάλο βαθμό τον Αλέξη Τσίπρα της περιόδου 2009-2015.

Μάλλον αναπάντεχα, με την ισοπεδωτική ρητορική της Νέας Δημοκρατίας επέλεξε να ταυτιστεί και η κοινοβουλευτική ομάδα της Δημοκρατικής Συμπαράταξης, με τη Φώφη Γεννηματά να περιφρονεί την προοδευτική παρακαταθήκη του ΠΑΣΟΚ στην εξωτερική πολιτική. Γι’ αυτό και αξίζει να σταθεί κανείς στη θαρραλέα στάση του Σταύρου Θεοδωράκη, ο οποίος φαίνεται ότι προτιμά ο κύκλος του Ποταμιού στην πολιτική ζωή του τόπου να κλείσει με αξιοπρέπεια κι όχι με αποκρουστικά παρωχημένες παλαιοκομματικές πρακτικές μικρομεγαλισμού.

Όχι στα συγχωροχάρτια, όχι στη μιζέρια

Χωρίς αυτό να αποτελεί συγχωροχάρτι για τις ιστορικές ευθύνες του Αλέξη Τσίπρα για τον εθνικό διχασμό των τελευταίων ετών, αξίζει κανείς να αναγνωρίσει στο σημερινό πρωθυπουργό ότι κατά τη διαχείριση του Μακεδονικού ζητήματος επέδειξε σύνεση και εθνική υπευθυνότητα.

Ίσως για πρώτη φορά στα 3,5 χρόνια της πρωθυπουργίας του, ο Αλέξης Τσίπρας επέλεξε να υπερασπιστεί προσωπικά μια συμφωνία με υψηλό πολιτικό κόστος και μάλιστα σε μια εποχή που το κόμμα του χάνει σημαντικό έδαφος στις δημοσκοπήσεις. Όπως φαίνεται κι από τη στάση που τελικά τήρησε η Νέα Δημοκρατία, ο Αλέξης Τσίπρας θα μπορούσε να αγνοήσει την ευκαιρία που προέκυψε με την εκλογή Ζάεφ και να αποφύγει να ανοίξει ένα τόσο ευαίσθητο ζήτημα, χωρίς κανείς να του ζητήσει τα ρέστα. Δεν το έκανε όμως κι αυτό πρέπει να του αναγνωριστεί.

Αν μάλιστα ο σημερινός πρωθυπουργός δεν παρέμενε στην εξουσία χάρη σε μια οργουελικού τύπου συμπόρευση με τον εθνολαϊκιστικό τυχοδιωκτισμό του Πάνου Καμμένου, θα μπορούσε κανείς να είναι πιο γενναιόδωρος ως προς την εποικοδομητική στάση του. Δυστυχώς όμως, αποδεικνύεται ξανά ότι σε αυτόν τον τόπο, ακόμα κι όταν η ελπίδα γεννιέται, συνήθως θα τη συνοδεύουν αρκετοί αστερίσκοι επιφυλάξεων ως προς τις πραγματικές προθέσεις όλων των πρωταγωνιστών…

***Το άρθρο δημοσιεύθηκε τον περασμένο Ιούνιο στην Athens Voice, πολύ πριν την επικράτηση του τοξικού πολιτικού κλίματος των τελευταίων ημερών.