Η έννοια του συμβιβασμού έχει πάντα ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Πως συμβιβάζεται κανείς, πώς προδίδει αυτά που κάποτε ορκίστηκε να υπηρετεί, πως γίνεται πιο ελαστικός, πως αναδιατάσσει τρόπον τινά τις αρχές του;
Δυστυχώς για την αντιμετώπισή του ο συμβιβασμός δεν αποτελεί ένα στατικό μέγεθος. Ακόμα περισσότερο δεν ανταποκρίνεται στο καβαφικό gran rifiuto, οσοδήποτε ρομαντικό κι αν αυτό φαντάζει, ούτε είναι ζήτημα που επιδέχεται μονολεκτική απάντηση, καταφατική ή αρνητική. Ο συμβιβασμός αποτελεί μια διαρκώς παρούσα πρόκληση και μια αέναη διελκυστίνδα ανάμεσα στα παρορμήσεις και τις ηθικές επιταγές καθενός.
Νομίζω ότι πρόκειται για το πιο δυσεξήγητο φαινόμενο στα πράγματι δύσβατα μονοπάτια της πολιτικής. Πώς ο τάδε ή ο δείνα, φτασμένοι καθηγητές, δημοσιογράφοι, τεχνοκράτες, επιχειρηματίες, άνθρωποι αξιόλογοι και αμέμπτου ηθικής οδηγούνται στο σημείο να συναινούν σε κινήσεις που αντίκεινται εξόφθαλμα στις αρχές τους και δευτερευόντως στις ικανότητές τους.
Πώς ο Γιώργος Αλογοσκούφης έφερε την ελληνική οικονομία στα πρόθυρα της κατάρρευσης, πώς ο Προκόπης Παυλόπουλος άφησε την Αθήνα για ένα μήνα πολιορκημένη πόλη, πως ο Θεόδωρος Πάγκαλος διατελούσε υπουργός εξωτερικών τις ταπεινωτικές νύχτες για την Ελλάδα νύχτες των Ιμίων και της σύλληψης του Αμπντουλάχ Οτσαλάν, πως ο Ευάγγελος Βενιζέλος ήταν ο άνθρωπος που φρόντισε να παραγραφούν μερικά εκατομμύρια χρέη ομάδων της εκλογικής του περιφέρειας, πως ο Μιχάλης Σταθόπουλος χειρίστηκε τόσο αδέξια ένα θέμα πολιτικά αυτονόητο, όπως αυτό των ταυτοτήτων, πως ο Γεράσιμος Αρσένης και η Μαριέττα Γιαννάκου παρακολούθησαν τη διάθεσή τους να φέρουν μεγάλες τομές στο χώρο της εκπαίδευσης να γίνεται σκωπτικά σύνθημα στα στόματα μαθητών και φοιτητών, πως ο Τάσος Γιαννίτσης, άρτι αφιχθείς από την τριτοβάθμια εκπαίδευση, είδε το ασφαλιστικό του νομοσχέδιο να γίνεται κουρελόχαρτο; Ο Μανώλης Αναγνωστάκης γράφει «Όχι βέβαια πως ο Μάκης θα ‘σωζε τότε το ρωμέικο Εδώ δεν το σωσε ο… η ο …μη λέμε τώρα ονόματα,…». Και τα ονόματα είναι όντως πολλά, σελίδες ολόκληρες για την ακρίβεια.
Έτσι λοιπόν οδηγούμαστε προς τις εκλογές της 4ης Οκτωβρίου, τις «κρισιμότερες της Μεταπολίτευσης», όπως και όλες οι προηγούμενες άλλωστε πριν απ’ αυτές… Δεν έζησα την επάνοδο...
...στη δημοκρατική ομαλότητα το 1974, την ανανέωση της εντολής στον Καραμανλή το 1977 στο δρόμο προς την ΕΟΚ, το ρεύμα της Αλλαγής, πραγματική ρήξη με το παρελθόν, το 1981, την πολωτική σύγκρουση των παλαιών γνώριμων Ανδρέα Παπανδρέου και Κωνσταντίνου Μητσοτάκη το 1985. Ήμουν βρέφος για να θυμάμαι την τριπλή αναμέτρηση 1989-1990, στη δίνη του σκανδάλου Κοσκωτά και πολύ μικρός για να ανακαλέσω το θρίαμβο του αναβαπτισμένου μέσα από τη δικαστική και κυρίως την εκλογική διαδικασία Ανδρέα το 1993 και την αναμέτρηση του τεχνοκράτη Κώστα Σημίτη με τον «μπουλντόζα» πρώην δήμαρχο Αθηναίων, Μιλτιάδη Έβερτ. Οι πρώτες εκλογές των οποίων έχω συνείδηση και μνήμη είναι αυτές του 2000, με τον ελληνικό λαό να νεύει καταφατικά και συνάμα διστακτικά προς τον «αβέβαιο» εκσυγχρονισμό Το 2004 το ρεύμα νίκης της ΝΔ θύμιζε μέρες του ’81, συνοδευόμενο από μια απροσδιόριστη αίσθηση ευφορίας, που διαψεύστηκε αρκετά πριν τις αμήχανες εκλογές του 2007, πριν προλάβουν να τις σκιάσουν ακόμη οι 60 νεκροί των πυρκαγιών του Αυγούστου…
Σίγουρα η πείρα μου είναι μικρή, ωστόσο κοινά χαρακτηριστικά των εκλογών αυτών μπορούν να συναχθούν, έστω και ομαδόν. Εκλογές-ορόσημα, πολωτικές, καθοριστικές, σύγκρουση του παλιού με το νέο, εκσυγχρονισμός versus λαϊκισμός, εκλογικές αναμετρήσεις εν πάση περιπτώσει με κάποιο περιεχόμενο. Ειλικρινά όμως μου είναι αδύνατον να κατανοήσω τη σημασία και το περιεχόμενο αυτών των εκλογών, το «διακύβευμα» επί το δημοσιογραφικότερον… Όπως είναι κι άλλα πράγματα που αδυνατώ να καταλάβω, όπως με ποια αξιοπρέπεια ο Κώστας Καραμανλής ζητάει την ψήφο του ελληνικού λαού με τις ίδιες ακριβώς διακηρύξεις που τον έφεραν το 2004 στην εξουσία, για να συγκροτήσει στη συνέχεια την κατά γενική ομολογία και κατά προσωπική εκτίμηση χειρότερη κυβέρνηση της μεταπολίτευσης; Με ποιο πρόσωπο ζητάει λαϊκή εντολή για μεταρρυθμίσεις, όταν υπήρξε με θαυμαστή συνέπεια ο εν Ελλάδι πολιτικός εισηγητής της αρχής του wu wei, του μη πράττειν, όπως τη διακήρυξε ο Λάο Τσε, καθιστώντας παράλληλα το προεκλογικό «σεμνά και ταπεινά» το πιο σύντομο ανέκδοτο στα καφενεία της περιφέρειας;
Αδυνατώ να καταλάβω τι μήνυμα προσπαθεί να δώσει ο Γιώργος Παπανδρέου ωθώντας τον Κώστα Σημίτη εκτός, εξαντλώντας την ανανέωση του ανθρώπινου δυναμικού του κόμματος του στους Ραγκούση και Παπακωνσταντίνου, αποχωρώντας από τη συνταγματική αναθεώρηση κάτω από το διαφαινόμενο βάρος του πολιτικού κόστους, απαξιώνοντας συγκεκριμένα στελέχη και ταυτόχρονα αρνούμενος να λάβει επί της ουσίας θέση για το κυβερνητικό παρελθόν του ΠΑΣΟΚ, φοβούμενος ίσως την συνυφασμένη με αυτό εικοσαετή υπουργική του θητεία σε επίζηλα χαρτοφυλάκια.
Δυσκολεύομαι να αντιληφθώ την έλλειψη ανησυχίας του ΚΚΕ, όταν φτάνει να αποσπά περισσότερα εγκώμια από στελέχη μιας δεξιάς κυβέρνησης παρά από συγγενείς του πολιτικούς σχηματισμούς και να απευθύνεται ολοένα και περισσότερο στο ίδιο παρωπιδικό εκλογικό σώμα με το ΛΑΟΣ.
Αρνούμαι να πιστέψω ότι η συμπεριφορά του Αλέκου Αλαβάνου, μια κατά τα άλλα συνεπέστατη πορεία δημαγωγίας και λαϊκισμού, προσιδιάζει σε μέχρι πρότινος αρχηγό κοινοβουλευτικού κόμματος και όχι σε 10χρονο που κάνει μούτρα επειδή του πήραν το παιχνίδι του. Οι εποχές της παραίτησής του, μιας κίνησης έξω απ’ τα ειωθότα του δημόσιου βίου μας, που απογείωναν την ανοιχτή όσο και τυχοδιωκτικής σύστασης συλλογικότητα του ΣΥΡΙΖΑ μοιάζουν να έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί και οι πρόσφατες δηλώσεις Κοροβέση υπογραμμίζουν τη μέγιστη πολιτική αμηχανία που βιώνουν ορισμένοι γυρολόγοι του εξωκοινοβουλευτικού χώρου όταν καλούνται να εισέλθουν σε ένα ορισμένο πλαίσιο διαβούλευσης και να μην διαδηλώνουν μονάχα κραδαίνοντας ντουντούκες.
Για το ΛΑΟΣ η απορία μου δεν αφορά τόσο το ίδιο το κόμμα όσο τους ψηφοφόρους του, το ποιοι δηλαδή ψηφίζουν ένα κόμμα που από τη μια συνδυάζει τη φλογερά εθνικοπατριωτικά κηρύγματα του Αδώνιδος Γεωργιάδη και τις μισαλλόδοξες κορώνες του Θανάση Πλεύρη με τις επίσης …φλογερές κοινοβουλευτικές αγορεύσεις του Βαΐτση Αποστολάτου και τις εικαστικές παρεμβάσεις του Ηλία Ψινάκη, έστω κι αν τελικά η υποψηφιότητα του τελευταίου δεν ευδοκίμησε. Δεν είναι ότι ο Γιώργος Καρατζαφέρης δεν πείθει για την πρόθεση του να ανοιχτεί πράγματι σε ετερογενή κομμάτια του εκλογικού φάσματος, για τη σοβαρότητά του είναι που δεν πείθει.
Να ‘μαστε πάλι λοιπόν μπροστά στο αδιέξοδο, με το φάντασμα του νομοτελειακού συμβιβασμού να πλανάται πάνω από κάθε επόμενη προσπάθεια διακυβέρνησης Δεν πρόκειται για ζήτημα καχυποψίας, ούτε για ανακλαστική αναπαραγωγή μηδενιστικών και καφενειακών αντιλήψεων του τύπου «όλοι είναι διεφθαρμένοι, όλοι τα παίρνουν». Η σύγχρονη ελληνική κοινωνία του καθολικού συστήματος της συναλλαγής, των πελατειακών σχέσεων, των αμοιβαίων εκδουλεύσεων, του ρουσφετιού, του μπαχτσισιού, με ρίζες σαφώς εντοπιζόμενες στην τουρκοκρατία, που εν τούτοις επιβίωσαν των δύσκολων γι’ αυτές περιόδων του Καποδίστρια και του Τρικούπη, εφευρίσκοντας μάλιστα τρόπους να εξασφαλίσουν τη φαύλη διαιώνισή τους, αποτελούν ζωντανή πραγματικότητα και ταυτόχρονα τη γάγγραινα του πολιτικού μας συστήματος. Η ιστορική αναδρομή, καίτοι ανεπαρκής από μόνη της, είναι απαραίτητη για να νοηθεί και να αναλυθεί το φαινόμενο σε όλες του τις εκφάνσεις. Κι όσο κι αν κάποιος δικαιούται να αντιτάξει την ικανότητα ως σκέλους συναποτελούντος την έννοια της διακυβέρνησης μαζί με τη διαφθορά ή την εντιμότητα και την πολιτική ευθύτητα, όπου οι τελευταίες κάνουν δειλά την εμφάνισή τους, το ζήτημα παραμένει. Η θέση του διλήμματος άλλωστε «ή βλάκες είναι ή ηλίθιοι» παραγνωρίζει εμφανώς ότι οι δύο χαρακτηρισμοί δεν είναι ούτε κατ’ ελάχιστον αλληλοαποκλειόμενοι.
Κάπως έτσι όχι μόνο η μεταπολιτευτική δυναμική, αλλά και το ίδιο το πολιτικό δυναμικό φυλλορροούν επικίνδυνα. Ο Αλέκος Παπαδόπουλος, ο Χρήστος Βερελής, ο Στέφανος Μάνος(ξανά), ο Γιάννης Δραγασάκης, ο Κώστας Σημίτης, η Άννα Μπενάκη, οι εκλιπόντες Γιώργος Παπαδημητρίου και Μιχάλης Παπαγιαννάκης και παραλίγο σύσσωμη η ανανεωτική πτέρυγα του ΣΥΝ θα απουσιάζουν από την επόμενη Βουλή. Θα τους αντικαταστήσουν όμως επάξια η Βάνα Μπάρμπα, ο Γιώργος Ανατολάκης, η Άννα Νταλάρα, η Δάφνη Μπόκοτα και δίπλα σ’ αυτά τα ιερά τέρατα ίσως προσπαθήσουν κι ο Νίκος Αλιβιζάτος, ο Δημήτρης Παπαδημούλης κι ο Λουκάς Παπαδήμος. Αλλά είναι λίγοι-οι πρώτοι εννοώ φυσικά…
Οι επιτυχημένοι επιστήμονες και επιχειρηματίες του κοινωνικού βίου, κατά κανόνα άνθρωποι αυτοδημιούργητοι, καταπιάνονται ολοένα και λιγότερο με την πολιτική, πολύ δε περισσότερο την αποστρέφονται ως ενεργή δραστηριότητα, τρομοκρατούμενοι μόνο και στη σκέψη ότι θα μπορούσαν να είναι υποψήφιοι, σ’ ένα signum temporis που σίγουρα δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο. Δεν είναι μόνο το εργασιακό ασυμβίβαστο, που ειρήσθω εν παρόδω αίρεται από την επόμενη Βουλή, όσο το ασυμβίβαστο ανάμεσα στην τέλμα που δημιουργούν οι ίδιοι οι όροι άσκησης της πολιτικής απ’ τη μια και η απεγνωσμένη διάθεση για προσφορά και για παραγωγή αποτελεσμάτων απ’ την άλλη. Ευτυχώς υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που μας κάνουν να νιώθουμε περήφανοι για τη σύνθεση του Κοινοβουλίου, όπως ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ο Ανδρέας Λοβέρδος, η Άννα Διαμαντοπούλου, ο Ευάγγελος Βενιζέλος, ο Φώτης Κουβέλης, ο Μάκης Βορίδης. Παραμένουν ωστόσο λίγοι να φυλούν Θερμοπύλες σε οχυρά προ πολλού αλωμένα.
Όποια κυβερνητική πλειοψηφία κι αν προκύψει από τις εκλογές της 4ης Οκτωβρίου φοβάμαι πως πολύ δύσκολα θα έχει την πόρρω απέχουσα απ’ τα επίπεδα της κοινοβουλευτικής αυτοδυναμίας κοινωνική πλειοψηφία. Μια πλειοψηφία όχι απαραίτητα-όσο οξύμωρο κι αν ακούγεται αυτό- αριθμητική αλλά ποιοτική. Μια σύμπραξη όσων υγιών κοινωνικών δυνάμεων επιθυμούν πλέον να απαγκιστρωθούν από την προστατευτική και συνάμα περιοριστική σκελέα της μεταπολίτευσης και να προχωρήσουν στις απαιτούμενες τομές. Πρέπει να μπει τέλος στα νοσηρά φαινόμενα που η τελευταία εξέθρεψε συστηματικά οδηγώντας μας στο σημερινό αδιέξοδο. Με γνώμονα τη θετική της κληρονομιά, και δεν είναι μικρή, ενδεικτικά αναφέρω τον υγιή εκδημοκρατισμό, την ένταξή μας στην ΕΕ και μετέπειτα στην ΟΝΕ, τη σύσταση του ΕΣΥ, την πολιτική της εθνικής συμφιλίωσης, την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας, πρωτίστως σε επίπεδο κοινωνικών ερεισμάτων και δευτερευόντως επιχειρησιακά, τη δημιουργία των ανεξάρτητων αρχών σε μια ευρύτερη λογική αποκέντρωσης της κρατικής εξουσίας, όλες νότες μιας συνεπούς πορείας μετατροπής της Ελλάδας σε μια σύγχρονη αστική δημοκρατία. Απουσιάζει ακόμα ο επιθετικός προσδιορισμός «ορθολογιστική». Τον αναζητούμε εναγωνίως.
Ακόμα όμως κι αν μέσα απ’ τις κατάλληλες διεργασίες η ιδέα αυτής της ανάγκης για ρήξη με το παρελθόν καταστεί ηγεμονεύουσα μέσα στην κοινωνία, υπακούοντας στο δόγμα του Γκράμσι περί ανάγκης επικράτησης των ιδεών σε πρώτο επίπεδο και κατόπιν των φορέων που τις εκφράζουν, υπάρχει μια ακόμα κρίσιμη προϋπόθεση προκειμένου το ρεύμα αυτό της αλλαγής να αποδώσει μακροχρόνια αποτελέσματα. Κι αυτή δεν είναι άλλη από την εγκαθίδρυση δομών, κυρίως νομικής υφής, που θα καθιστούν αδύνατη την επάνοδο στο παλαιό καθεστώς. Δομών τέτοιων που θα προπαγανδίζουν και θα διαχέουν τις έννοιες της αξιοκρατίας, της κοινωνικής ισότητας και της συνακόλουθης ανέλιξης σε όλα τα επίπεδα του δημόσιου βίου.
Διότι ο Λάμπρος Κωνσταντάρας, ήδη από το 1965 ως υπουργός Μαυρογιαλούρος, σ’ ένα κινηματογραφικό έργο που αποπνέει με το τέλος του, έστω μανιχαϊστικά και υπεραπλουστευτικά, τουλάχιστον όμως εύγλωττα, μια αίσθηση αριστοτελικής κάθαρσης απευθύνεται ιδεατά σε κάποιον «χριστιανό, που θα εξαφανίσει μαζί με το σάπιο και τα σκουλήκια». Κι όμως ο χριστιανός αυτός, έστω κι αν τα εθνοπατριωτικά του κίνητρα αμφισβητήθηκαν πολλάκις ως «άγγλου πράκτορα», είχε προλάβει να κάνει την εμφάνισή του στην ελληνική ιστορία 90 χρόνια νωρίτερα. Όμως κάθε μεταρρυθμιστική προσπάθεια του Χαρίλαου Τρικούπη προσέκρουε στο φανατικό συντηρητισμό ενός επίσης χριστιανού, του Θεόδωρου Δηλιγιάννη που φρόντιζε με αξιοθαύμαστη επιμονή να καταργεί συλλήβδην όλα τα μέτρα που είχε λάβει ο Τρικούπης κατά τη διακυβέρνησή του την επαύριον της εκλογής του. Σας συγχαίρω μετά πολλής λύπης, όπως έγραφε προσφυώς επ’ ευκαιρία της εκλογής του στο Δηλιγιάννη, ο επιστήθιος φίλος του Τρικούπη Εμμανουήλ Ροΐδης. Συνεπώς το ζήτημα δεν είναι μόνο να βρεθεί ο αγνοών το πολιτικό κόστος Τρικούπης, αλλά και να αποτραπεί κατά το δυνατόν το ενδεχόμενο ανάδειξης ενός νέου Δηλιγιάννη και κυρίως δίχως τη δυνατότητα ανατροπής ενός κεκτημένου πλαισίου.
Αλλά έτσι κι αλλιώς, όπως γράφει και πάλι ο Αναγνωστάκης,
«Επιμένω να διηγούμαι και μάλιστα πολύ ωμά,
πράγματα που τα ξέρετε όλοι
Που τα ‘πα και τα ξανάπαν κι άλλοι πιο πριν πο-
λυ καλύτερα από μένα
Πράγματα ανιαρά, που δεν κινούν πια διόλου το
Ενδιαφέρον σας
Όπως η δολοφονία της Σάρον Τέιτ π.χ. η οι γάμοι
Της Τζάκυ ή το ψυγείο «Κελβινέιτορ».
Κι αν δεν ξέρετε ποια είναι η Σάρον Τέιτ ή το ψυγείο «Κελβινέιτορ» ανοίξτε το δελτίο του star. Θα τριγυρίζουν σίγουρα κάπου εκεί, σε κανένα ρετρό κιτς αφιέρωμα, δίπλα στη Τζούλια Αλεξανδράτου και τον εθνικό σταρ…
Κοινοποιήστε το στο Facebook