«Μπερλουσκόνι, ένας «πρόεδρος» που κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί για την ομάδα, το κόμμα, τη χώρα»

28.2.13


Του Αντώνη Καρπετόπουλου

Το αποτέλεσμα των ιταλικών εκλογών κάνει την Ευρώπη να ζει πάλι έντονες αγωνίες. Νικητής αυτών των εκλογών δεν υπήρξε, όμως ο κερδισμένος είναι ξανά ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι.

Φάνηκε να τελειώνει πολιτικά όταν παρέδωσε στους τεχνοκράτες του Μόντι την Κυβέρνηση, έριξε τον Μόντι κόντρα στα θέλω του επιχειρηματικού κόσμου της χώρας που ζητούσε ηρεμία, ξεκίνησε με τις δημοσκοπήσεις να του δίνουν ελάχιστα πάνω...



...από το 12%, κουβαλούσε στην πλάτη τα ανάθεμα του Βατικανού για τα «μπούγκα μπούγκα» πάρτι, έμοιαζε πολιτικά ξοφλημένος και εύκολος αντίπαλος για την Κεντροαριστερά, αφού και ο Γκρίλο έμοιαζε να έχει πέραση κυρίως σε απογοητευμένος πρώην ψηφοφόρους του. Κι όμως έκοψε την αυτοδυναμία της Αριστεράς, διέλυσε το Μόντι, επέστρεψε στο κέντρο της πολιτικής σκηνής. Δέχεται να κάνει Κυβέρνηση ακόμα και με την Αριστερά και δεν διστάζει να πάει και σε νέες εκλογές, αυτή τη φορά πολιτικά δυνατότερος. Η περίπτωσή του στην Ελλάδα μοιάζει ανεξήγητη: δεν είναι όμως.  

Για να καταλάβει κάποιος γιατί οι Ιταλοί ψηφίζουν το Μπερλουσκόνι πρέπει να γνωρίζει την αρχή της πολιτική του ιστορίας. Ο Μπερλουσκόνι δεν εμφανίστηκε το 1994 ξαφνικά, μετά την κατάρρευση λόγω των σκανδάλων των Χριστιανοδημοκρατών και των Σοσιαλιστών: προϋπήρχε τόσο σαν επιχειρηματίας και φίλος του Κράξι, όσο και σαν πρόεδρος της Μίλαν. Η Μίλαν στην ιστορία του μόνο τυχαία επιλογή δεν ήταν. Ο Μπερλουσκόνι την απέκτησε στα μέσα της δεκαετίας του ’80 και την βρήκε σε απόλυτη παρακμή. Είχε δύο υποβιβασμούς τα πέντε προηγούμενα χρόνια, είχε ένα υπόδικο μεγαλομέτοχο, τον Τζούσι Φαρίνα, που καταζητούνταν στο εξωτερικό, είχε ένα λαμπρό παρελθόν κι ένα ανύπαρκτο παρών. Ετρεχε για να τη σώσει ο Τζιάνι Ριβέρα και επιχειρηματικά θεωρούνταν μια εταιρία που βάδιζε στον όλεθρο.

Ο Μπερλουσκόνι, μέχρι να αποκτήσει τη Μίλαν, ήταν ένας ανερχόμενος επιχειρηματίας, βασιλιάς της ιδιωτική τηλεόραση και καλός φίλος όλων: ο αδερφός του Πάολο, ιδιοκτήτης μιας κατασκευαστική εταιρία που έκλεινε προνομιακές δουλειές με το δήμο του Μιλάνου, ήταν ο πλούσιος της οικογένειας. Το Σίλβιο ακολουθούσαν μύθοι που συντηρούσε κυρίως ο ίδιος.

Δήλωνε ότι δούλευε σε κρουαζιερόπλοια κάνοντας σόου πίστας, ότι έπαιζε κομπάρσος σε ταινίες β’ διαλογής, ότι κρύβονταν για χρόνια από τον πατέρα του επειδή είχε τοποθετήσει άστοχα τις αποταμιεύσεις της οικογένειας στο Χρηματιστήριο. Ο Ιντρο Μοντανέλι, ο Πάπας των πολιτικών σχολιαστών της Ιταλίας αρχικά φίλος και στη συνέχεια εχθρός του Μπερλούσκα, είχε πει ότι η μόνη προσφορά του Μπερλουσκόνι είναι ότι «γέμισε κώλους και βυζιά τα σπίτια των Ιταλών», φωτογραφίζοντας εξαιρετικά το χαμηλό επίπεδο των καναλιών του Σίλβιο που στα 80’ s δε μετέδιδαν δελτία ειδήσεων! Το πρώτο δελτίο ειδήσεων της μπερλουσκονικής τηλεόρασης μεταδόθηκε μόλις το 1991, όταν οι ιθύνοντές της αποφάσισαν ότι θα πρέπει το κανάλι Italia 1 να ασχοληθεί με την παρουσία των ιταλών στρατιωτών στον πόλεμο του κόλπου.

Ο Μπερλουσκόνι πρόσεξε τη Μίλαν περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη επιχείρησή του. Την έκανε αμέσως μέρος του holding των επιχειρήσεων του επιμερίζοντας τα χρέη της στις υπόλοιπες εταιρίες του, ενώ ταυτόχρονα χρησιμοποίησε το διαφημιστικό μπάτζετ των εταιριών του για να τη δυναμώσει. Ο στόχος του δεν ήταν να φτιάξει μια καλή ομάδα, αλλά μια διαφορετική ιταλική ομάδα. Η πρόσληψη του «προφήτη» Σάκι, η εταιρική στελέχωση από τεχνοκράτες, η απόκτηση των Ολλανδών στους οποίους ο κόουτς στηρίχθηκε για να παρουσιάσει ένα σύνολο που έπαιζε ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο, η διακήρυξή του ότι παραδοσιακός στόχος δεν είναι το πρωτάθλημα αλλά η ευρωπαϊκή διάκριση, υπήρξαν στον καιρό τους, για την Ιταλία σημάδια μιας επανάστασης.



Τα ίδια τα κανάλια του υπηρέτησαν το «σχέδιο Μίλαν» ιδανικά, όχι στοχοποιώντας διαιτητές ή αντιπάλους, αλλά προβάλλοντας το ωραίο της ποδόσφαιρο. Τον καιρό που η Μίλαν έφτανε στην κορυφή της Ευρώπης, η Ιταλία, μέσω των καναλιών του αφεντικού, ζούσε ένα είδος πολιτιστικής επανάστασης με κεντρικό θέμα το ποδόσφαιρο: θα τη ζήλευε και ο Μάο. Κάθε επιτυχία συνοδεύονταν από εξηγήσεις. Δεν υπήρχε τίποτα τυχαίο, όλα έπρεπε να φαίνονται προσχεδιασμένα, προγραμματισμένα, ιδιαίτερα και διαφορετικά. Η Μίλαν δεν ξόδευε «επένδυε», δεν έκανε μεταγραφές, αλλά «τρομερά κόλπα στο μεταγραφικό παζάρι», δεν είχε «προπονητές» είχε «επιστήμονες που διδάσκουν», δεν έπαιζε ποτέ άμυνα, αλλά «έκλεινε σωστά τους χώρους», δεν την κέρδιζε κανείς, απλά καμιά φορά έχανε γιατί δεν έκανε σωστά όσα μπορούσε.

Η αλήθεια είναι ότι ο Μπερλουσκλόνι στήριξε το επικοινωνιακό του παιχνίδι άψογα. Δεν έστησε πρωταθλήματα για να τα κερδίσει, δεν προκάλεσε αντιπάλους (π.χ άφησε τους Γιουβεντίνους το 1990 να αγοράσουν τον Μπάτζιο ξέροντας ότι θα ξεσηκωθεί η Φλορεντία εναντίον τους) , δεν ήθελε την εύνοια των διαιτητών (η Μίλαν έκανε ένα σερί 53 αγώνων χωρίς ήττα έχοντας χτυπήσει μόνο ένα πέναλτι!) και είδε την ομάδα του, όχι απλά να κερδίζει ευρωπαϊκά τρόπαια, αλλά να ισοπεδώνει αντιπάλους στους τελικούς.

Χάρη στο ποδόσφαιρο και το μεγάλο αδερφό που λέγεται τηλεόραση, ο μέσος Ιταλός συμπάθησε τον Μπερλουσκόνι, ένα ωραίο τύπο στον οποίο άρεσε η μπάλα, οι γκόμενες, οι ιστορίες και τα απλά λόγια: πολύ πριν γίνει πρωθυπουργός ο Μπερλουσκόνι είχε γίνει ο αγαπημένος πρόεδρος των ιταλών ποδοσφαιρόφιλων - ένας γενναιόδωρος μπον βιβέρ που έφτιαξε μια αξιοζήλευτη ομάδα, ίσως επειδή ήταν ένας άριστος επιχειρηματίας.

Το 1992-93 με την Επιχείρηση Καθαρά Χέρια του εισαγγελέα Αντόνιο Ντι Πιέτρο κατέρρευσε το ιταλικό πολιτικό σύστημα. Υποτίθεται ότι κατάρρευση πολιτικού συστήματος ζήσαμε και στην Ελλάδα: σας πληροφορώ ότι αυτό που έγινε εκείνη τη διετία στην Ιταλία δεν συγκρίνεται με ό,τι συνέβη εδώ και ίσως κάποτε σας γράψω την ιστορία αναλυτικά. Το ιταλικό σύστημα δεν κατέρρευσε εκλογικά, αλλά διαλύθηκε πριν καν φτάσουμε στις εκλογές του 1994 και την ίδρυση του Forza Italia από τον Μπερλουσκόνι: ο Κράξι πέθανε στην Τυνησία, ο Αντρεότι παραπέμπονταν σε δίκες με την κατηγορία των σχέσεων με τη Μαφία, κόμματα που κυβερνούσαν για πάνω από τριάντα χρόνια, όπως η Χριστιανοδημοκρατία και το Ιταλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα έσβησαν εντελώς.

Καθώς το ιταλικό κουμουνιστικό κόμμα μεταλλάσσονταν σε Συνασπισμό της Αριστεράς, ώστε να στεγάσει οικολόγους, ριζοσπάστες και εξωκοινοβουλευτικούς, αλλά και ανένταχτους κεντροαριστερούς, η ιταλική Δεξιά ήταν διαλυμένη καθώς οι μόνοι εναπομείναντες εκφραστές του χώρου, οι εθνικιστές φασίστες του Φίνι και η Αυτονομιστές του Βορρά του Μπόσι, ήταν αδύνατο να συνεννοηθούν: οι μεν μιλούσαν για τη μεγάλη Ιταλία και οι δε για την διάσπασή της! Χρειάζονταν κάποιος να λειτουργήσει συγκολλητικά: υπήρχε ένα 35% του ιταλικού λαού που δεν είχε σχέση με την Αριστερά και ήταν άστεγο.  

Όταν το 1994 ο Μπερλουσκόνι πολιτεύτηκε για πρώτη φορά (για να μην πάει φυλακή αφού οι εισαγγελείς είχαν ήδη μαζέψει τον αδερφό του για χρηματισμούς πολιτικών) κανείς στην Ιταλία δεν ένοιωσε την παραμικρή έκπληξη. Η κεντροδεξιά χρειάζονταν κάποιον που να μπορεί να υποσχεθεί πως ξέρει από διοίκηση. Ο Μπερλουσκόνι μίλησε για την ανάγκη να διοικηθεί επιτέλους η Ιταλία ως μια επιχείρηση. Ποια ήταν η πιο επιτυχημένη επιχείρηση εκείνων των χρόνων; Φυσικά η Μίλαν – στην οποία, χάρη στο Μπερλουσκόνι, τίποτα δεν έγινε τυχαία. Το έλεγε άλλωστε και η τηλεόραση!              
               
Ο Μπερλουσκόνι βάφτισε την κίνησή του Forza Italia – της έδωσε ως όνομα ένα ποδοσφαιρικό σύνθημα. Στην πρώτη του προεκλογική καμπάνια έδωσε ουκ ολίγα one man show προβάλλοντας τον αντισυστημισμό του: δεν ήταν άνθρωπος του συστήματος, αλλά αυτός που ένα νέο σύστημα, το σύστημα των δικαστών, όπως έλεγε, κυνηγάει – ακριβώς όπως η εφορία κυνηγάει το μικροεπιχειρηματία και το Κράτος τον φτωχό.

Το εντυπωσιακό είναι ότι ως πολιτικός «τσαλάκωσε» την εικόνα του προβάλλοντας ένα αυταρχικό χαρακτήρα: έπεισε τον κόσμο ότι μπορεί να είναι τζέντλεμαν στο ποδόσφαιρο, αλλά στην πολιτική θα ήταν σκληρός! Αποκαλούσε τους αντιπάλους του «αρχίδια», ζητούσε παρατηρητές του ΟΗΕ (!) για να μη γίνει νοθεία από τον παλιό κομματικό κόσμο, έφευγε από τα τηλεοπτικά ντιμπέιτ. Απέναντι σε όλα αυτά η Αριστερά απάντησε εντελώς αμήχανα.

Το 1996, δύο περίπου χρόνο μετά την ίδρυση του κόμματος του, ένας ιταλός αναγνώστης έστειλε ένα γράμμα στην εφημερίδα Corriere Della Serra, που απηχεί παραδοσιακά θέσεις της κεντροαριστεράς. Σε αυτή την επιστολή, που κάποιες πολιτικές εκπομπές των καναλιών του Μπερλουσκόνι ανέδειξαν _ και για αυτό και τη θυμάμαι ακόμα _ ο αναγνώστης είχε συγκεντρώσει το σύνολο των χαρακτηρισμών που είχαν αποδώσει στον Σίλβιο οι πολιτικοί του αντίπαλοι και οι εφημερίδες της ιταλικής Αριστεράς: ήταν συνολικά 298 σε λιγότερο από ένα χρόνο!

Οι πιο ήπιοι ήταν «κηφήνας», «μαύρος ιππότης» και «εκμαυλιστής» - οι πιο υπερβολικοί αναφέρονταν στα πολιτικά του σχέδια με όρους όπως «δικτατορία της αθλιότητας», «τηλεφασισμός» κτλ. Ο αναγνώστης αναρωτιόνταν μήπως κάποια στιγμή θα πρεπε η ιταλική Αριστερά να σταματήσει να ψάχνει αφοριστικούς χαρακτηρισμούς και να φροντίσει να του απαντήσει πολιτικά, αξιολογώντας και καταρρίπτοντας τις όποιες προτάσεις του: η Αριστερά δυσκολεύτηκε πολύ να το κάνει και ο Μπερλουσκόνι έχτισε κοινό. Οι απλοϊκές του προτάσεις ήταν περισσότερο κατανοητές από τη δαιμονοποίησή του.

Σχεδόν είκοσι χρόνια μετά την πρώτη εκείνη εμφάνισή του η ιταλική Αριστερά πάλι δυσκολεύονταν να τον αντιμετωπίσει. Οι κατηγορίες ότι του αρέσουν τα κοριτσάκια και οι επιθέσεις που του έκαναν οι φεμινίστριες ήταν βούτυρο στο ψωμί του: ποτέ του δεν ισχυρίστηκε ότι είναι υπόδειγμα οικογενειάρχη. Στην προεκλογική του καμπάνια έβριζε τη Μέρκελ, υπόσχονταν ότι θα καταργήσει τα χαράτσια, θύμιζε ότι μόνο αυτός μείωσε τους φόρους και ότι αυτός έριξε το Μόντι. Και μέσα στην προεκλογική δίνη άρχισε και η Μίλαν του να ξαναπαίζει καλά: κέρδισε μέχρι και τη Μπάρτσα. Για ένα λαό, που όπως όλοι οι λαοί προτιμά να ακούει για θαύματα παρά για θυσίες, αυτό κι αν ήταν ένα σημάδι ότι ο Καβαλιέρε κάτι εντυπωσιακό θα σκαρώσει. Το λένε άλλωστε και στην τηλεόραση…  

Όλα αυτά σε μας μοιάζουν παράξενα γιατί έχουμε συνηθίσει άλλου είδους πολιτικούς. Όμως ο Μπερλουσκόνι δεν είναι πολιτικός - είναι ένας «πρόεδρος» που κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί για την ομάδα, το κόμμα, τη χώρα. Τέτοιους δε γουστάρουν και στην Ελλάδα οι οπαδοί; Που είναι άραγε το λάθος;

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στις 26 Φεβρουαρίου του 2013 στο Sport.gr.