Του Σταύρου Τσακυράκη*
Το 1995 σκέφτηκα να καλέσω τον Norberto Bobbio για μια ομιλία στην Αθήνα με θέμα το μέλλον της Αριστεράς. Αρνήθηκε την πρόσκληση λέγοντας ότι βρίσκεται προς το τέλος της ζωής του και δεν είχε τίποτα να πει για το μέλλον. Ήταν 86 χρονών και έζησε άλλα 8 χρόνια. «Κάνω τον απολογισμό της ζωής μου», είπε, «δεν βλέπω πια μπροστά αλλά πίσω».
Ο Bobbio μου έρχεται στο μυαλό, όποτε διαβάζω δηλώσεις των επιφανών γερόντων της εποχής μας, του Μίκη Θεοδωράκη και του Μανώλη Γλέζου. Σε αυτές δεν υπάρχει ίχνος απολογισμού της μακράς...
...και πολυτάραχης ζωής τους. Το παρελθόν είναι πάντα ένδοξο, γεμάτο επιτεύγματα. Δεν υπάρχει ποτέ η παραμικρή νύξη για τυχόν λάθη ή αστοχίες.
Αν περιορίζονταν απλώς να τα βλέπουν όλα καλώς καμωμένα, δεν θα ήταν κομψό να τους ταράξουμε υπενθυμίζοντας τις πολλές αμφισβητούμενες επιλογές της ζωής τους. Να, όμως, που δεν μας αφήνουν να σεβαστούμε την ηλικία τους. Δεν περιορίζονται στην αγιογραφία του παρελθόντος αλλά επιμένουν να θεωρούν ότι τους πέφτει ηγετικός ρόλος για το μέλλον. Συμμετέχουν σε πολιτικά κόμματα, κινήσεις και συνιστώσες, ανοίγουν μέτωπα, καταγγέλλουν εχθρούς, συντάσσουν κείμενα που επιδιώκουν να καθορίσουν την πορεία της χώρας.
Από πού άραγε αντλούν τη βεβαιότητα ότι κατέχουν την απόλυτη αλήθεια; Από τη συμμετοχή τους στο κομμουνιστικό κίνημα ή από την άσκηση εξουσίας με τα αστικά κόμματα στη Μεταπολίτευση (βουλευτές, υπουργοί, δήμαρχοι); Δεν ξεπερνάει κάθε μέτρο να νομίζουν ότι εναπόκειται σε αυτούς, σε τόσο προχωρημένη ηλικία, να διαγράψουν το μέλλον της Ελλάδας, αν όχι και όλης της ανθρωπότητας;
Κατά τη ταπεινή μου άποψη, οι επιφανείς γέροντές μας δεν εξέφρασαν καμία άξια λόγου πολιτική ιδέα τα τελευταία 60 χρόνια. Αντίθετα, κατά καιρούς υποστήριξαν απίστευτα πράγματα. Ο Μανώλης Γλέζος π.χ. είχε προτείνει αντί της Ευρωπαϊκής Ένωσης να ιδρύσουμε την Μεσογειακή Οικονομική Κοινότητα (με τον Καντάφι και την Αίγυπτο). Ο Μίκης Θεοδωράκης έχει πει ασυγχώρητα πράγματα εναντίον των Εβραίων.
Η τεράστια προσφορά του Μίκη Θεοδωράκη στη μουσική και η ηρωική πράξη του Λάκη Σάντα και του Μανώλη Γλέζου να κατεβάσουν τη ναζιστική σημαία από την Ακρόπολη, εξασφάλισε στους επιφανείς γέροντες μια ιδιόμορφη ασυλία σε όλους τους τομείς. Η παρουσίαση των πολιτικών τους απόψεων (ακόμη και των συγγραφικών τους έργων) ήταν συχνά δοξαστική, οι λιγοστές επικρίσεις πάντα διακριτικές, συνοδευόταν υποχρεωτικά από δήλωση αναγνώρισης της μεγάλης προσφοράς τους. Όπως κάθε ασυλία έτσι κι αυτή δεν πρόσφερε τίποτα καλό. Παραμόρφωσε την αποτίμηση των ανθρώπων, διέστρεψε τον δημόσιο διάλογο, τελικά ίσως ενθάρρυνε και τους ίδιους να χάσουν κάθε μέτρο.
*Ο Σταύρος Τσακυράκης είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο προσωπικό του blog.