Ακριβώς 40 χρόνια πριν , στις 19 Ιανουαρίου του 1969 έφυγε από τη ζωή ο 21χρονος Τσέχος φοιτητής Γιαν Πάλατς...
3 μέρες νωρίτερα είχε αυτοπυρποληθεί στην κεντρική πλατεία της Πράγας Βεντσεσλάς παρά τις αγωνιώδεις προσπάθειες των περαστικών να τον σώσουν...
Την ώρα που οι φλόγες έκαιγαν το κορμί του , ο Πάλατς φώναζε στους περαστικούς να σώσουν το γράμμα που είχε στην τσάντα του.
Το γράμμα τελικά σώθηκε και έγραφε τα εξής :
«Επειδή οι λαοί μας βρίσκονται στα πρόθυρα της απελπισίας αποφασίσαμε να διαμαρτυρηθούμε για να ξυπνήσουμε τη λαϊκή συνείδηση. Η ομάδα μας αποτελείται από εθελοντές πρόθυμους να πυρποληθούν για τον κοινό σκοπό. Επειδή μου έτυχε να τραβήξω τον αριθμό 1, έγραψα εγώ την πρώτη επιστολή και έγινα ο πρώτος ανθρώπινος δαυλός. Απαιτούμε την κατάργηση της λογοκρισίας και την απαγόρευση της "Zpravy" (σ.σ.: η εφημερίδα των σοβιετικών δυνάμεων κατοχής). Αν δεν γίνουν δεκτά τα αιτήματά μας εντός πέντε ημερών, στις 21 Ιανουαρίου 1969, κι αν ο λαός μας δεν παράσχει επαρκή υποστήριξη στα αιτήματά μας με κήρυξη γενικής απεργίας, θα ανάψει ο δεύτερος δαυλός». Υπογραφή: «Ο δαυλός Νο. 1».
Το πρωί της Πέμπτης 16 Ιανουαρίου, προτού βγει στην πλατεία Βεντσεσλάο με το τενεκεδάκι της βενζίνης ο Γιαν είχε γράψει την επιστολή ξαπλωμένος στο κρεβάτι του στο διαμέρισμα που μοιραζόταν με πέντε συμφοιτητές του. Εκανε τέσσερα αντίγραφα. Πέθανε 73 ώρες αργότερα στο νοσοκομείο από βαριά εγκαύματα τρίτου βαθμού. Οι φίλοι του, οι καθηγητές του, οι γονείς του τον περιέγραψαν ως νέο επιμελή με αίσθηση του χιούμορ και αρκετή δόση ειρωνείας. Οι σοβιετικές αρχές και οι προσκείμενοι σε αυτές επεχείρησαν να τον παρουσιάσουν ως ψυχοπαθή και πιθανότατα τοξικομανή.
Την ημέρα της κηδείας 600 άνθρωποι βγήκαν στους δρόμους παρά τα βαριά μαύρα σύννεφα που κάθε τόσο άνοιγαν τους κρουνούς του ουρανού. Αρκετοί αυτεξόριστοι επέστρεψαν από το εξωτερικό για να τιμήσουν τον νεκρό. Τυπικά πρωθυπουργός ήταν ακόμη ο Αλεξάντρ Ντούμπτσεκ (ο εμπνευστής της Ανοιξης), κρεβατωμένος την ημέρα εκείνη λόγω γρίπης, που αντικαταστάθηκε τον επόμενο Απρίλιο από τον «σκληρότερο» Γκούσταβ Χούζακ, ο οποίος ανέλαβε το δύσκολο έργο της «ομαλοποίησης». Εκείνες τις ώρες οι σοβιετικοί δυνάστες φάνηκαν διαλλακτικοί, δεν επενέβησαν στην τελετή. Η σορός εξετέθη επί δύο ημέρες σε λαϊκό προσκύνημα στο Πανεπιστήμιο Κάρλο, από όπου παρήλασε μέγα πλήθος ανθρώπων που έφθαναν από κάθε γωνιά της χώρας. Η νεκρώσιμη πομπή πέρασε ανενόχλητη από τους δρόμους της πόλης, κάτω από μαύρα κρέπια που σκέπαζαν τα παράθυρα όλων των σπιτιών.
Ηταν η 25η Ιανουαρίου. Τον επικήδειο εξεφώνησε μπροστά στο φέρετρο ο πρύτανης της Φιλοσοφικής Σχολής: «Η Τσεχοσλοβακία θα μπορεί να θεωρείται δημοκρατική χώρα μόνον όταν δεν θα χρειάζονται τέτοιου είδους θυσίες...». Στην πρόσοψη του αμφιθεάτρου είχε αναρτηθεί τεράστιο πανό με την περίφημη φράση του Μπρεχτ: «Δυστυχισμένος ο λαός που δεν έχει ήρωες, κι ακόμη πιο δυστυχισμένος αυτός που χρειάζεται ήρωες».
Το παράδειγμα του Γιαν Πάλατς το ακολούθησαν και άλλοι. Τουλάχιστον επτά αυτοπυρπολήθηκαν στην Τσεχοσλοβακία. Ηταν όμως τόσο αποτελεσματική η λογοκρισία που οι ειδήσεις πνίγηκαν εν τη γενέσει τους...
Δείτε εδώ όλα τα άρθρα της στήλης "Ξεφυλλίζοντας το ημερολόγιο"