Θα αργήσουμε πολύ να συμβιβαστούμε με τη νέα θέση μας στον κόσμο, με τη νέα πορεία που ξεκινάει η χώρα μας. Είναι η πρώτη φορά που η Ελλάδα είναι τόσο ηττημένη χωρίς ηρωικό άλλοθι, χωρίς πόλεμο, χωρίς φυσική καταστροφή, χωρίς να φταίει είτε ξένος παράγοντας είτε κάποιο μεγάλο και απατηλό εθνικό όραμα. Φτάσαμε στο αδιέξοδο λόγω των δικών μας αδυναμιών, της δικής μας ανικανότητας να διαχειριστούμε την ανεξαρτησία μας και να ανταποκριθούμε στις διεθνείς μας υποχρεώσεις. Σαν την Μπλανς Ντιμπουά, την πρώην όμορφη, αλκοολική χήρα στο «Λεωφορείο ο Πόθος» του Τένεσι Ουίλιαμς, πορευτήκαμε με τις αδυναμίες μας και με την ανάμνηση ενός λαμπρότερου παρελθόντος που μόνο εμείς θυμόμαστε. Εως τη στιγμή της απόλυτης αδυναμίας. Τότε, όπως η Μπλανς, αναγκαστήκαμε να υποκύψουμε στη μοίρα του αδύνατου και να συμβιβαστούμε με την ανάγκη να στηριχθούμε στην ελεημοσύνη των άλλων, στην «καλοσύνη των ξένων».
Παρόλο που αυτή ήταν η μόνη κατάληξη που θα μπορούσε να έχει η ξέφρενη πορεία των τελευταίων χρόνων, το σοκ της ήττας είναι πρωτόγνωρο για έναν λαό που έως τώρα ζούσε ατάραχος με τους μύθους του και αρνιόταν να απεγκλωβιστεί από τις κακές συνήθειές του. Το ότι οι μύθοι μας ήταν συγκρουόμενοι και αυτοαναιρούμενοι δεν μας προβλημάτιζε. Πώς ήταν δυνατό να είμαστε έθνος ανάδελφο και την ίδια ώρα να αισθανόμαστε ότι όλος ο κόσμος μας χρωστάει; Πώς μπορούσαμε να...
...είμαστε νοικοκυραίοι στο σπίτι μας και να μη μας νοιάζει ότι το κράτος σπαταλούσε και τα δικά μας χρήματα και αυτά που δανειζόταν; Πώς μπόρεσε ένας λαός που αμφισβητεί τα πάντα (και γι’ αυτό κατάφερε όσα κατάφερε στη μακραίωνη ιστορία του) να παραδοθεί άνευ όρων στη φαυλότητα μιας πολιτικής, οικονομικής και δημοσιογραφικής ελίτ που λεηλάτησε τη χώρα, ενώ μας κολάκευε με παραμύθια περί της ιδιαιτερότητάς μας και αγόραζε τη σιωπή μας με δανεική ευημερία;
Η συνέχεια στην Καθημερινή της Κυριακής εδώ.