Aντισυνταγματικότητες: όχι στην ανεύθυνη πλειοδοσία

11.7.10

Tου Νικου Κ. Αλιβιζατου*

Δεν είναι η πρώτη φορά που, σε στιγμές μεγάλης έντασης, όσοι αντιτίθενται στην πολιτική της κυβέρνησης ή σε συγκεκριμένα μέτρα της επικαλούνται το Σύνταγμα για να εμποδίσουν τη θέσπιση και στη συνέχεια την εφαρμογή τους. Τέτοιου είδους διενέξεις είναι φυσιολογικές σε μια δημοκρατία: εδώ και χρόνια, σε Ευρώπη και Αμερική, κόμματα και οργανωμένες ομάδες εμπλέκουν τα δικαστήρια στην πολιτική αντιπαράθεση. Τα τελευταία δεν λένε όχι, καθώς εκτιμούν ότι έτσι ο ρόλος τους αναβαθμίζεται. Συνήθως παρεμβαίνουν όχι βέβαια για να ματαιώσουν τις προωθούμενες μεταρρυθμίσεις, αλλά για να αμβλύνουν τις οξύτερες «γωνίες» τους. Την αλήθεια αυτή, το ότι δηλαδή στο κοινοβουλευτικό πολίτευμα την οικονομική πολιτική την καθορίζει κατ' αρχήν η κυβέρνηση της πλειοψηφίας και οι δικαστές παρεμβαίνουν μόνο κατ' εξαίρεση, φαίνεται πως την ξεχνούν στη χώρα μας όσοι κατά σύστημα χρησιμοποιούν το Σύνταγμα περισσότερο ως ιδεολογικό όπλο παρά ως νομικό επιχείρημα. Και οι μεν επαγγελματίες της πολιτικής ενδεχομένως δικαιολογούνται, αφού γι' αυτούς το κυνήγι των εντυπώσεων είναι εν τέλει αυτό που μετράει. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και...

...με τους νομικούς, ιδίως όταν είναι έμπειροι. Διότι, όπως έχει αποδειχθεί, η καταχρηστική επίκληση της αντισυνταγματικότητας αποδυναμώνει το Σύνταγμα, περιορίζει την κανονιστικότητά του και έτσι, μεσοπρόθεσμα, λειτουργεί υπέρ των κρατούντων, όποιοι και αν είναι αυτοί. Είναι σαν τις διαδηλώσεις: αν για ψύλλου πήδημα κλείνεις το κέντρο της Αθήνας, στα μείζονα θα βρεθείς μόνος.

Μακριά από μένα η άποψη ότι τα μέτρα που προβλέπει το Μνημόνιο που συμφώνησε η χώρα μας με την περίφημη «τρόικα» είναι όλα συνταγματικώς άμεμπτα. Μερικά από αυτά είναι τόσο ισοπεδωτικά και ανεπιεική που μοιραία, αργά ή γρήγορα, θα πέσουν. Ισχυρίζομαι απλώς ότι ορισμένα προνόμια, όπως π. χ. το δικαίωμα συνταξιοδότησης μητέρων ανηλίκων προτού συμπληρώσουν καλά καλά τα σαράντα ή oι παροχές κάποιων «ευγενών» ταμείων, είναι τόσο σκανδαλώδη, ώστε η κατάργησή τους δεν είναι πράξη αυθαιρεσίας αλλά δικαιοσύνης. Διότι αποκαθιστά προκλητικές ανισότητες.

Η πρώτη, λοιπόν, αντίρρηση στην αγοραία επίκληση της αντισυνταγματικότητας έχει να κάνει με τον ισοπεδωτικό της χαρακτήρα: το Μνημόνιο περιέχει πολλά σκληρά μέτρα, τα οποία όμως δεν είναι εξ αυτού και μόνον του λόγου αντισυνταγματικά. Απεναντίας, μερικά από αυτά είναι αναγκαία, διότι θέτουν τέρμα σε αδικαιολόγητες ανισότητες.

Η δεύτερη αντίρρηση αναφέρεται στο πολυσυζητημένο «κοινωνικό κεκτημένο»: από τη δεκαετία του 1980 έχει επικρατήσει στον τόπο μας η λαθεμένη αντίληψη ότι μια σειρά κοινωνικών κατακτήσεων είναι «αδιαπραγμάτευτες». Οτι, βρέξει-χιονίσει, μισθοί και συντάξεις δεν μπορεί να θιγούν, αλλά να αναπροσαρμόζονται μόνο προς τα πάνω.

Εν τούτοις, ούτε το Σύνταγμα ούτε η ΕΣΔΑ προβλέπουν κάτι τέτοιο. Ετσι, το 1987, το Συμβούλιο της Επικρατείας (με εισηγητή έναν δικαστή στον οποίο κανείς δεν μπορεί να προσάψει συντηρητικές απόψεις, τον μετέπειτα πρόεδρό του, Βασ. Μποτόπουλο) επικύρωσε άνευ άλλου τινός το «πάγωμα» των μισθών από την κυβέρνηση Α. Παπανδρέου για να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Και τούτο, θεωρώντας θεμιτή την απαγόρευση των συνταγματικά κατοχυρωμένων συλλογικών διαπραγματεύσεων για περισσότερο από δύο χρόνια (ΣτΕ, Ολ., 2289/1987). Οσο για το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, αν και από παλιά θεωρεί ότι οι αποδοχές των εργαζομένων και οι συντάξεις τους προστατεύονται ως περιουσιακά δικαιώματα, αναγνωρίζει ότι σε αυτό το πεδίο τα κράτη-μέλη έχουν μεγάλα περιθώρια πρωτοβουλίας: όπως έχει κρίνει, καμιά διάταξη της Ευρωπαϊκής Σύμβασης «δεν αναγνωρίζει δικαίωμα στη συνέχιση της καταβολής ενός μισθού ορισμένου ύψους» (απόφαση Vilho Eskelineκ. ά. κατά Φινλανδίας, 19.4.2007). Αρκεί να πρόκειται για «εύλογη» περικοπή και όχι για «πλήρη κατάργηση» του συγκεκριμένου δικαιώματος (αποφάσεις KjartaAsmundsoκατά Ισλανδίας, 30.3.2005 και, πιο πρόσφατα, Moskal κατά Πολωνίας, 15.9.2009). Κοντολογίς, στο Στρασβούργο, εφ' όσον οι επιχειρούμενες περικοπές δεν οδηγούν σε μεγάλη πτώση του βιοτικού επιπέδου και κατ' επέκταση σε προσβολή της αξιοπρέπειας των ενδιαφερομένων (άρθρο 3 ΕΣΔΑ), αυτές είναι ανεκτές. Πολύ περισσότερο που τα δικαστήρια αποφεύγουν κατ' αρχήν να αμφισβητήσουν τους λόγους που επικαλούνται οι κυβερνώντες για να επιβάλουν τα επίμαχα μέτρα. Για παράδειγμα, όπως από παλιά δέχεται η νομολογία, το αν συντρέχει ή όχι έκτακτη ανάγκη εκτιμάται κατ' αρχήν από τη νομοθετική ή, κατά περίπτωση, από την εκτελεστική εξουσία, και μόνον η υπέρβαση «των ακραίων λογικών ορίων της εννοίας εμπίπτει στο πεδίο ελέγχου νομιμότητας τον οποίο ασκεί ο ακυρωτικός δικαστής» (ΣτΕ 1094/ 1987, 2199/2010). Παραπλήσια είναι και η θέση του Δικαστηρίου του Στρασβούργου, το οποίο παρεμβαίνει μόνον σε εντελώς οριακές περιπτώσεις (απόφαση Wieczorek κατά Πολωνίας, 8.12.2009). Το αν λοιπόν υπάρχει οικονομική κρίση και πόσο οξεία είναι αυτή εκτιμάται από τη δημοκρατικά εκλεγμένη πολιτική εξουσία και ο δικαστικός έλεγχος δεν μπορεί παρά να είναι εντοπισμένος. Αυτή είναι η τρίτη αντίρρησή μου στην πλειοδοσία της αντισυνταγματικότητας.

Η τέταρτη και τελευταία αναφέρεται στην πιο συζητήσιμη πτυχή της αρχής της αναλογικότητας, δηλαδή στο αν τα κρίσιμα μέτρα, πέρα από αναγκαία, είναι πρόσφορα και κατάλληλα για την αντιμετώπιση της κρίσης. Στην πτυχή αυτή κυρίως στέκονται όσοι αντιτίθενται στα επίμαχα μέτρα και αυτήν προβάλλουν κατά κόρο στα δικαστήρια για να ματαιώσουν την εφαρμογή τους. Δίχως άλλο, ο έλεγχος αυτός σχετικοποιεί τα όρια νομιμότητας και σκοπιμότητας και, κατ' αποτέλεσμα, ευνοεί τον δικαστικό ακτιβισμό. Εν τούτοις, γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο δεν πρέπει τα δικαστήρια να ασκούν τον έλεγχο αυτόν αδιακρίτως, αλλά μόνον σε εξόφθαλμες περιπτώσεις, όταν είναι φανερό ότι τα μέτρα πάρθηκαν αυθαίρετα και χωρίς μελέτη. Υπό την αντίθετη εκδοχή, αν δηλαδή ζητούσαμε από τους δικαστές να κρίνουν αν τα επίμαχα μέτρα είναι τα λιγότερο επαχθή (αν όχι και τα καταλληλότερα!) για τον περιορισμό των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, θα ήταν σαν να προσδοκούσαμε από αυτούς να υποκαταστήσουν όχι μόνον όσους πήραν τις κρίσιμες αποφάσεις, αλλά και τους τεχνικούς τους συμβούλους.

Η δικαστικοποίηση των πολιτικών διενέξεων είναι πλέον ρουτίνα στη σύγχρονη δημοκρατία. Η ανέξοδη, ωστόσο, επίκληση της αντισυνταγματικότητας επί δικαίων και αδίκων θυμίζει τον μύθο του βοσκού με τον λύκο: η φθορά του Συντάγματος είναι τόση, ώστε όταν πραγματικά θα το χρειαστούμε δεν θα μπορεί να παίξει τον ρόλο του.

* Ο κ. Ν. Κ. Αλιβιζάτος είναι καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην Καθημερινή.