Η αναμέτρηση των δύο Ελλάδων

13.11.10

Toυ Γιώργου Νικολού

Προσπαθώ τις τελευταίες μέρες αυτή της επίπονης και ιδιότυπης προεκλογικής περιόδου να αποκρυπτογραφήσω την πραγματική σημασία της υποψηφιότητας του Γιώργου Καμίνη για το Δήμο Αθηναίων. Αντίθετα, λοιπόν, με τις διακηρύξεις τόσο του ιδίου όσο και των δυνάμεων που τον υποστηρίζουν (Δημοκρατική Αριστερά, ΠΑΣΟΚ, Οικολόγοι Πράσινοι, Πορτοκαλί) –τη εξαιρέσει της παλαιοκομματικής υφής μεταστροφής της στάσης του κυβερνώντος κόμματος διά στόματος του πρωθυπουργού- έχω καταλήξει στο συμπέρασμα πως η υποψηφιότητα του πόρρω απέχει από έναν απλώς αυτοδιοικητικό χαρακτήρα: η αντιμετώπιση που πρόκειται να επιφυλάξουν οι Αθηναίοι στον τέως Συνήγορο του Πολίτη, πέρα απ’ τις αμβλυμμένες τοπικές παραμέτρους της επιλογής τους, θα αποτελέσει μια αξιόπιστη βάσανο για τον τρόπο με τον οποίο οι πολίτες συλλαμβάνουν πλέον το πολιτικό φαινόμενο στη μετά την κρίση εποχή.

Βλέπετε, το εκλογικό σώμα έχει διδαχθεί μετά τις πυκνές πολιτικές εξελίξεις και τις διαδοχικές απογοητεύσεις των τελευταίων ετών να κοιτά με διπλή καχυποψία τους υποψηφίους που δεν αναγνωρίζει με την πρώτη ματιά. Αναρωτιέται τι κρύβουν, αναζητά τα υπόγεια κίνητρά τους, ψάχνει τις καταβολές τους, ξετινάζει την προσωπική τους διαδρομή. Κι αυτό γιατί δυσκολεύεται να πιστέψει ότι οποιοσδήποτε επιτυχημένος επαγγελματίας σε ιδιωτική ή δημόσια θέση θα την εγκατέλειπε εύκολα, προκειμένου να...


...κατέλθει στον πολιτικό στίβο διακατεχόμενος από αγνά και ανιδιοτελή κίνητρα και διατηρώντας τα. Εξ ου και τα ποικίλα ερωτήματα που αιωρούνται εδώ και καιρό πάνω απ’ την υποψηφιότητα Καμίνη και τίθενται διαρκώς σε επίπεδο καθημερινών συζητήσεων: «Κι αυτός τώρα τι θέλει; Ψάχνει τρόπο να τρυπώσει στην πολιτική; Ποιο υπουργείο θα αναλάβει μεθαύριο;». Εξάλλου, η ρητή και κάθετη άρνηση των ίδιων των υποψηφίων συνήθως μόνο να εντείνει το αίσθημα της καχυποψίας πετυχαίνει.

Δεν συνειδητοποιεί, όμως, ο μέσος –και ευεπίφορος στη συνωμοσιολογία- Έλληνας εκλογέας ότι έτσι καταδικάζει εν τη γενέσει τους όλες εκείνες τις προσπάθειες που κατατείνουν στο διαφορετικό, διέπονται από πνεύμα καινοτόμο, δεν κατατρώγονται από συμπτώματα μικροκομματισμού και θέτουν ως πρωταρχικό τους στόχο την κοινωνική προσφορά. Αποκλείοντας, έτσι, ταυτόχρονα κάθε πιθανότητα ανανέωσης του πολιτικού δυναμικού , ανάδειξης νέων δυνάμεων και αποστολής μηνυμάτων μεταλλαγής σε κατεστημένα πολιτικά μορφώματα. «Εικόνα σου είμαι κοινωνία και σου μοιάζω», θα αντιτάξει εύκολα κάποιος. Γιατί θα πρέπει οι πολίτες να διακρίνουν τον καλοπροαίρετο ερασιτεχνισμό απ’ την πολιτική επιτηδειότητα; Ο φαύλος κύκλος, όμως, κάπου κάπου σπάει από αυθόρμητα εγχειρήματα, που αναλαμβάνουν, πέρα από όλα τα άλλα, μέσα απ’ τη δράση τους και παιδευτικό ρόλο, εν όψει μελλοντικής ανατροπής παγιωμένων έως τότε συσχετισμών.

Για να επιστρέψω, ωστόσο, στην υποψηφιότητα του Γ. Καμίνη, δεν είμαι βέβαιος πως έχει γίνει πλήρως καταληπτό το εύρος της συναίνεσης και της σύνθεσης που περιβάλλει την προσπάθεια αυτή. Η στέγαση υπό τον αυτό συνδυασμό ανανεωτών αριστερών, δρώντων του οικολογικού κινήματος, οπαδών του πολιτικού φιλελευθερισμού, εκσυγχρονιστών σοσιαλδημοκρατών και ακτιβιστών του αστικού ιστού, όλων αποτόκων γνήσιων της νεωτερικότητας και συνάμα προδρόμων μιας αυθεντικής κοινωνίας των πολιτών, εκτός από πρωτόγνωρη είναι σημαδιακή αλλά και ενδεικτική συγκλίσεων που ενδέχεται να προκύψουν στο μέλλον, τουλάχιστον σε επίπεδο κοινής δράσης. Ο υποψήφιος Δήμαρχος συνηθίζει να λέει πως καθένας από αυτούς τους φορείς θυσίασε ένα κομμάτι της πολιτικής του αυτοτέλειας, προκειμένου να συμβάλει στη συγκρότηση ενός κοινού πλαισίου, ικανού να λειτουργήσει αντιπαραθετικά στο υφιστάμενο καθεστώς με νικηφόρες αξιώσεις. Για τα παρ’ ημίν πολιτικά ειωθότα, στα οποία η συνεργασία και η συναίνεση ταυτίζονται άνευ ετέρου με την προδοσία και το δωσιλογισμό, η κίνηση αυτή αποτελεί τομή πολλαπλής αντήχησης. Ακόμα περισσότερο, στο πρόσωπο της υποψηφιότητας του Γ. Καμίνη υλοποιείται η σύμπτωση δυνάμεων που επί χρόνια επισημαίνουν εμφατικά τόσο τα κακώς κείμενα που μας ταλανίζουν όσο και δυνατότητες διόρθωσης και θεραπείας τους. Δυνάμεις και συγκλίσεις που αν είχαν επέλθει νωρίτερα πιθανότατα δεν θα είχαμε οδηγηθεί ως εδώ. Όχι ως Αθήνα, ως Ελλάδα.

Οι προοπτικές αυτής ακριβώς της πρωτότυπης συνύπαρξης υπό την ηγεσία του Γ. Καμίνη, και δευτερευόντως το μαύρο χάλι της πρωτεύουσας, ήταν που μεταμόρφωσαν μια σειρά ψύχραιμων και μετριοπαθών διανοουμένων, δημοσιογράφων, σχολιογράφων κι άλλων ενεργών πολιτών σε ορκισμένους θιασώτες του εγχειρήματος. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς διέκριναν στο πρόσωπό του Έλληνα ombudsman τα περισσότερα ποιοτικά χαρακτηριστικά που απουσίαζαν από το ανθρωπινό δυναμικό του πολιτικού μας συστήματος και φρόντισαν να φανταστούν τα υπόλοιπα.

Στη δίμηνη περίοδο της προεκλογικής εκστρατείας αυτά επιβεβαιώθηκαν μέχρι κεραίας: από την αμηχανία της πρώτης συνέντευξης και την ειλικρίνεια της παραδοχής περί έλλειψης προγράμματος στην αρχική φάση μέχρι τη μετριοπάθεια, την εμμονική σχεδόν προσήλωση στη νομιμότητα και ξανά την εντιμότητα, με την ευθεία διαφοροποίηση από την επιπόλαιη πρωθυπουργική ρήση «Λεφτά υπάρχουν». Εξίσου σαφές κατέστη ότι δεν επρόκειτο για άνθρωπο των παραθύρων –και η αντίθεση αυτή γινόταν επώδυνα πιο φανερή απέναντι στο «χαρισματικό», με επικοινωνιακούς όρους, Νικήτα Κακλαμάνη. Η προάσπιση, άλλωστε, της νομιμότητας, η ακριβολογία και η αποφυγή επίκλησης αρμοδιοτήτων ανύπαρκτων δεν συμπιέζονται σε μονολεκτικές απαντήσεις, βολικές μεν για τα δελτία των οκτώ, αλλά παντελώς απρόσφορες για τη χρηστή διοίκηση μιας πόλης τεσσάρων εκατομμυρίων κατοίκων. Παράλληλα, όμως, γίναμε και μάρτυρες μια προσπάθειας ειλικρινούς και ποτισμένης με μεράκι, που εντεινόταν μέρα με τη μέρα, να πειστούμε ότι μια άλλη Αθήνα είναι εφικτή, ότι το όραμα μιας διαφορετικής πόλης παραμένει ζωντανό. Όχι απαραίτητα μιας Βαρκελώνης, ενός Παρισιού ή μιας Βιέννης. Αλλά σε πρώτη φάση μιας πόλης καθαρής, φιλόξενης, με αυτόνομο και αναγνωρίσιμο χαρακτήρα, αλληλέγγυας προς τους κοινωνικά ασθενέστερους, που θα ευνοεί την παντός είδους ανάπτυξη και δεν θα υποθάλπτει την ανομία και το φόβο.

Σ’ αυτή την προσπάθεια συντάχθηκαν, εκτός του επικεφαλής της, μια σειρά ανθρώπων που δεν είχαν αναμειχθεί έως σήμερα με την ενεργό πολιτική, και μάλιστα σε μια περίοδο καθολικής σχεδόν απαξίωσης της ενασχόλησης με τα κοινά: ο αρχιτέκτονας Αλέξανδρος Τομπάζης, η εικαστικός Ευφροσύνη Δοξιάδη, η συγγραφέας Ρέα Γαλανάκη, ο κριτικός τέχνης Μάνος Στεφανίδης. Την υποψηφιότητα χαιρέτισαν μεταξύ άλλων οι Τίτος Πατρίκιος, Πέτρος Μάρκαρης, Νίκος Δήμου, Λένα Διβάνη, Θάνος Βερέμης, Γιάννης Πανούσης, Σταύρος Ξαρχάκος, Άγγελος Δεληβοριάς, ενώ μηνύματα στήριξης απηύθυναν οι δήμαρχοι Παρισιού και Βερολίνου, Μπερτράν Ντελανοέ και Κλάους Βοβεράιτ, αντίστοιχα. Δεν πρόκειται απλώς για επίκληση στην αυθεντία, αλλά για την πολιτική ενεργοποίηση –στα όρια ενός συμπαθούς όσο και αμήχανου ακτιβισμού- μιας ολόκληρης γενιάς διανουμένων που θεώρησαν ότι ήταν χρέος τους να πάρουν θέση τόσο έναντι της επιδεινούμενης αδιαφορίας για την κατάντια της πρωτεύουσας όσο και για μια υποψηφιότητα που υπερβαίνει τα κομματικά στεγανά και διαπερνά οριζοντίως τις παραταξιακές δομές.

Αύριο το ταξίδι αυτό φθάνει πια στο τέλος του. Προσωπική μου άποψη είναι ότι στην εκστρατεία δεν δόθηκε ενδεχομένως όσο θετικό περιεχόμενο επέτρεπε ο πλούτος του συνδυασμού και των προγραμματικών ιδεών , αλλά υπήρξε μεγαλύτερη επικέντρωση στην προβολή της κακοδιαχείρισης και της ανεπάρκειας της απερχόμενης δημοτικής αρχής. Ο κόσμος, όμως, ξέρει ότι δεν θέλει τον Κακλαμάνη. Το δήλωσε με εκκωφαντικό τρόπο ήδη από τον πρώτο γύρο. Αυτό που έμοιαζε να λέει είναι πως του λείπει η θετική προοπτική. Επιχειρήματα του τύπου «κανείς δεν θα ‘ναι χειρότερος απ’ τον Κακλαμάνη», όχι μόνο δεν περιποιούν τιμή για την υποψηφιότητα του Γ. Καμίνη, όχι μόνο την απογυμνώνουν απ’ την ιδιαιτερότητα της συναινετικής και διακομματικής της συγκρότησης, αλλά, κι αυτό είναι το χειρότερο, την καθιστούν ένα ακόμα ψηφοδέλτιο του συρμού, ένα απ’ όλ’ αυτά κόντρα στα οποία υποτίθεται ότι συγκροτήθηκε ως δημιουργική αντίδραση. Γι’ αυτό και το παρόν κείμενο δομήθηκε εξ ολοκλήρου σε διάσταση κατάφασης και όχι αποδόμησης.

Είναι, όμως, η τροπή που πήραν τα πράγματα την τελευταία εβδομάδα τέτοια, η αδιόρατη ενότητα ύφους που συνέχει τους ανθρώπους που στοιχήθηκαν πίσω απ’ τον καθέναν εκ των δύο υποψηφίων τόσο πρόδηλα διαφορετική και η καθοριστική φύση του διλήμματος, όπως σημειώθηκε εξ αρχής, τόσο προεχόντως πολιτική, που επιβάλλουν μια παρέκκλιση.

Την Κυριακή, είναι περισσότερο διαυγές από ποτέ, ότι αναμετρώνται δύο Ελλάδες. Απ’ τη μια η χώρα που ανακαλύπτει αδιαλείπτως την κρυφή γοητεία του ανορθολογισμού, που αρέσκεται να αποδίδει έως και τα καιρικά φαινόμενα στο Σόρος, που συνηθίζει να καλύπτει τις δικές της ανεπάρκειες με την εφεύρεση εσωτερικών εχθρών και δούρειων ίππων, η χώρα του αυριανισμού και του εθνικολαϊκισμού, της επίπλαστης διαφωνίας προς συντήρηση του κομματικού καρτέλ, της υποκρισίας και της τεχνητής καλοπέρασης, της πολυτελούς διαβίωσης και των δανεικών, του ρουσφετιού και της αδιαφάνειας, του άνετου χαριεντισμού- και συνάμα του πιο βαθέος κοινωνικού συντηρητισμού- και της τηλεοπτικής ατάκας. Κι απέναντι της μια χώρα με το ίδιο όνομα, μονάχα ολότελα διαφορετική στο περιεχόμενο. Μια χώρα εργατική και συγκροτημένη, που έχει μάθει να ζει όσο τη φτάνει το μηνιάτικο. Μια χώρα που αντιπαραθέτει στην υπερέκθεση μετριοφροσύνη κι επαγγελματισμό. Μια χώρα που τον προοδευτισμό της δεν έχει μάθει να τον διαλαλεί, αλλά τον σέβεται έμπρακτα, μέσα απ’ την καθημερινή προάσπιση ατομικών και συλλογικών δικαιωμάτων. Μια χώρα στην οποία η λογοδοσία έχει θέση και η κακοδιαχείριση τιμωρείται, μια χώρα που προτού ζητήσει τα ρέστα απ’ τους Γερμανούς -κι απ’ τους όποιους Γερμανούς- αναγνωρίζει τα χάλια της στον καθρέφτη και ντρέπεται γι’ αυτά. Μια χώρα που, απορρίπτοντας την κλειστοφοβική περιχαράκωση, μετατρέπει τη διαφορετικότητα σε πλούτο και συναίνεση και την κοινωνική της δικαιοσύνη δεν την εξαντλεί σε προεκλογικά τριχίλιαρα.

Την Κυριακή ο Νικήτας Κακλαμάνης, επί δεκαπενταετία βουλευτής, πρώην Υπουργός και νυν Δήμαρχος αναμετράται με τον επί οκταετία Συνήγορο του Πολίτη και καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου Γιώργο Καμίνη. Τα σκεπασμένα ράντζα απέναντι στις 12.000 αιτήσεις που δέχεται ετησίως και για τις οποίες διαμεσολαβεί στη Διοίκηση ο ΣτΠ. Ένας άνθρωπος που ασχολήθηκε με το συνδικαλισμό απ’ τα 19 του απέναντι στον εκπρόσωπο ενός απ’ τα λίγα θεσμικά αντίβαρα της εξουσίας που θέσπισε το άρτι χρεωκοπήσαν πολιτικό σύστημα της Μεταπολίτευσης, ο οποίος εισέρχεται στην πολιτική στην ηλικία των 56 ετών δίχως καμιά πρότερη κομματική περγαμηνή. Ο επαγγελματίας της πολιτικής κόντρα στον λειτουργό της κοινωνικής προσφοράς. Η συντριπτική εν προκειμένω σημειολογία δεν θα μπορούσε να αποτυπώσει πιο εύστοχα την αντιπαράθεση ανάμεσα στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης και στην προσδοκία μιας Ελλάδας απαλλαγμένης από τις ασθένειες και τα συμπλέγματα που η πρώτη μας κληροδότησε απλόχερα. Και αυτή η εκλογή δεν θα μπορούσε να σηματοδοτήσει με τρόπο πιο κρυστάλλινο και καταλυτικό την οριστική ρήξη με το παρελθόν.

Αλλά ξέχασα, ο Καμίνης είναι ο υποψήφιος του Μνημονίου…