Η αγορά, οι τιμές, τα εισοδήματα και η κοινωνική πολιτική

22.12.11

Του Πλάτωνα Τήνιου*

Η αγορά κάνει ταυτόχρονα δύο πράγματα:  Πρώτον, συντονίζει με αποκεντρωμένο όμως τρόπο τις αποφάσεις που λαμβάνουν εκατομμύρια, άσχετοι μεταξύ τους, άνθρωποι, με τρόπο ώστε το αποτέλεσμα να εξαντλεί τις τεχνολογικές δυνατότητες της παραγωγής. Δεύτερον, αποτελεί έναν απρόσωπο τρόπο καθορισμού της κατανομής του εισοδήματος – του ποιος είναι πλούσιος και ποιος είναι φτωχός.

Οι δύο ρόλοι συνδέονται και διαπλέκονται, τα δε προβλήματα της οικονομίας της αγοράς συνήθως προκύπτουν ως αποτέλεσμα μιας προσπάθειας να χειραγωγηθεί το πρώτον (ο συντονισμός της οικονομικής δραστηριότητας) από το δεύτερο (την διασφάλιση μεγαλύτερου μεριδίου της πίτας που παράγεται). Στο πλαίσιο αυτό κρίσιμο ρόλο παίζει η εφαρμογή απρόσωπων κανόνων δικαιοσύνης αλλά και μιας δραστήριας κοινωνικής πολιτικής – ώστε η κατανομή που προκύπτει από την λειτουργία της αγοράς να αποκτήσει μια ‘έξωθεν καλή μαρτυρία’.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με την σειρά.

Ο ‘πατέρας των σύγχρονων οικονομικών’ Ανταμ Σμιθ (στον ‘Πλούτο των Εθνών’ του 1776) ανέφερε ότι στις αγορές, αν αφεθούν ανεμπόδιστοι οι...


...συμμετέχοντες να προωθήσουν το συμφέρον τους όπως αυτοί το αντιλαμβάνονται, τότε λειτουργεί ένα ‘αόρατο χέρι’ που τους καθοδηγεί έτσι ώστε να διασφαλίζονται όλες οι δυνατότητες επωφελούς ανταλλαγής. Τον ρόλο των τιμών στον αποκεντρωμένο συντονισμό  ανακάλυψε από διαφορετική αφετηρία και ο μεγάλος Σοβιετικός μαθηματικός Leonid Kantorovich, κάτοχος του Βραβείου Στάλιν του 1949, στο πλαίσιο του πώς καλύτερα εκτελείται το 5ετές πρόγραμμα στην ΕΣΣΔ: για  κάθε πρόβλημα προγραμματισμού διατυπωμένου με ποσότητες υπάρχει πάντα ένα ‘σκιώδες’ απολύτως αντίστοιχο πρόβλημα, διατυπωμένου με ποσά – δηλαδή ποσότητες επί τιμών.  Ο έξυπνος σοβιετικός προγραμματιστής μπορούσε απλώς να ανακοινώσει τις τιμές και, στην συνέχεια, οι διευθύνοντες των εργοστασίων και κολχόζ από την Λευκορωσία στην απώτατη Σιβηρία, να αφεθούν μόνοι τους να αποφασίσουν τι να κάνουν στα δικά τους θέματα, χωρίς άλλη καθοδήγηση από την Μόσχα (ή παρότρυνση από την NKVD).

Ο Ανταμ Σμιθ, είχε συγγράψει ήδη από 1759 και την «Θεωρία των Ηθικών Πεποιθήσεων» (Τhe theory of Moral Sentiments) – θέτοντας έτσι σε προτεραιότητα την ηθική βάση της κοινωνίας. Η αγορά καθορίζει και τα εισοδήματα των παραγωγών – και συνεπώς εκεί πρέπει να αναζητηθεί και η ηθική νομιμοποίηση της κατανομής εισοδήματος. Ο Kantorovich και η Σοβιετική ένωση μπορούσαν να χρησιμοποιούν τις τιμές αφού τα εισοδήματα θεωρούνταν ότι  ήδη βρισκόντουσαν στο βέλτιστο σημείο (ο Στάλιν είχε ανακοινώσει ότι η ΕΣΣΔ είχε κατακτήσει το ανώτερο δυνατό σημείο, στον Κομμουνισμού μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο).

Στην Δύση σήμερα η κατανομή του εισοδήματος δεν μπορεί να νομιμοποιηθεί με τόσο άμεσο τρόπο, δηλαδή με μια απλή απόφαση συλλογικού οργάνου. Στην εποχή του Σμιθ, η ανάπτυξη της αγοράς υπήρξε μια τεράστια πρόοδος στις απολυταρχικές  πρακτικές του φεουδαλισμού. Όταν τα εναλλακτικό σενάριο ήταν η αυθαίρετη απόδοση τεράστιου πλούτου ή προνομίων σε κάποιο εκλεκτού της εξουσίας, ή ίσως με μια κανονιστική πράξη της εξουσίας, οι απρόσωποι κανόνες της αγοράς έμοιαζαν αυτονόητα με τεράστια πρόοδο προς την κατεύθυνση της δικαιοσύνης.  Στη φεουδαρχία το εισόδημα ως ανταμοιβή συνεισφοράς και το εισόδημα ως εξουσιαστική εξασφάλιση προσόδου δεν μπορούσαν να διακριθούν. Για τον λόγο αυτό επιστρατεύανε και την Εκκλησία – στον ρόλο του ΚΚΣΕ – για να απονείμει την θεία έγκριση στην προσωπική ευνοιοκρατία ή στην ωμή καταπάτηση.

Ορισμένες φορές, όμως, η λειτουργία της αγοράς οδηγεί σε αποτελέσματα τα οποία σαφώς επιβάλλουν διόρθωση.  Σε χώρες με μικρό πληθυσμό όπου ο μοναδικός πλουτοπαραγωγικός πόρος αποτελεί περιουσία του Κράτους, όπως η Σαουδική Αραβία, αν δεν ληφθούν επιπλέον μέτρα όλο το εισόδημα θα περιέρχετο στο Κράτος και τίποτε στον πληθυσμό. Η αναδιανομή εκ μέρους του μοναδικού εισοδηματία – του Κράτους - προς τον πληθυσμό αποτελεί αυτονόητη ενέργεια. 
Στην Δύση, ευτυχώς, δεν έχουμε ούτε το πρόβλημα του φεουδαλισμού, ούτε αυτό των πετρελαίων. Τα εισοδήματα προκύπτουν από τον μηχανισμό της αγοράς ως άμεσο αποτέλεσμα της διαδικασίας παραγωγής.  Τα εισοδήματα βρίσκουν τον δρόμο τους στην καθεμία και τον καθένα από εμάς, με τρόπο απρόσωπα ως άμεσο αποτέλεσμα της παραγωγικής διαδικασίας. Και συνεπώς η ηθική δικαιολόγηση της κατανομής δεν απαιτεί ούτε την νομιμοποίηση του ΚΚΣΕ ούτε και της Εκκλησίας.  Νομιμοποιείται ως συνδεόμενη με την συνεισφορά στην παραγωγή – δηλαδή ως δίκαιο μερίδιο στη συνολική ευημερία.

Βεβαίως, αυτό ισχύει μόνο ως γενικός κανόνας. Ορισμένες δεξιότητες μπορούν να βρίσκονται σε έλλειψη, ενώ η συμμετοχή στην παραγωγή – ιδίως αν θεωρείται ότι αυτή περιορίζεται μόνο στο τμήμα της που διακινείται με την διαμεσολάβηση χρήματος – μπορεί να οδηγεί σε αποτελέσματα και αποκλεισμούς που δύσκολα δικαιολογούνται ηθικά. Για τον λόγο αυτό μια ενεργός, ισχυρή και δραστήρια κοινωνική πολιτική είναι απαραίτητο και αναπόσπαστο τμήμα της οικονομίας της αγοράς. Δεν είναι μόνο μια  εκ των υστέρων διόρθωση αλλά πυλώνα του οικοδομήματος – αφού αυτή του προσφέρει την δικαιολογητική του βάση, με όρους δομικούς δηλαδή η κοινωνική πολιτική κρατά όρθιο το οικοδόμημα της οικονομίας της αγοράς.

Για να μπορεί όμως η κοινωνική πολιτική να προσδίδει την βάση δικαιοσύνης της αγοράς πρέπει και η ίδια να υπακούει σε κανόνες δικαίου και να αποτελεί δείγμα εφαρμογής ηθικών κανόνων. Η ιδιοποίηση των (θεωρητικά απρόσωπων) κανόνων της κοινωνικής πολιτικής για την εξασφάλιση προνομίων κάποιων σε βάρος άλλων, κάνει, λοιπόν, διπλό κακό: Καταργεί την νομιμοποίηση των αγορών, αλλά και νομιμοποιεί την αυθαιρεσία στην παρέμβαση στους ίδιους τους κανόνες της αγοράς.

Όταν διαβάζουμε ότι η Ελλάδα κατατάσσεται στην 109η θέση (μεταξύ 183 χωρών) στην επιχειρηματικότητα ή στην 90ή (μεταξύ 142) στην ανταγωνιστικότητα, δεν είναι η αγορά που φταίει, αλλά η ιδιοποίηση των κανόνων της για την εξασφάλιση προσόδων.  Εξίσου, όμως, και πιθανώς περισσότερο, φταίει η πειρατική κατάληψη της κοινωνικής πολιτικής και της κοινωνικής ρητορείας για την εξασφάλιση εισοδημάτων και προνομίων με μόνη πραγματική δικαιολογία την πρόσβαση στην εξουσία.

* Ο Πλάτων Τήνιος είναι οικονομολόγος, επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πειραιά. Το άρθρο δημοσιεύεται για πρώτη φορά στην Παραπολιτική, στο πλαίσιο του αφιερώματος με τον τίτλο "Τι είναι οι αγορές;".