Mετά την ανεξαρτησία της Eλλάδας το διακύβευµα ήταν το...
...πέρασµα από µια θρησκευτική σε µια κοσµική ταυτότητα που αντιστοιχούσε στη µετάβαση από το ορθόδοξο millet στο δυτικοπρεπές έθνος-κράτος ή κατ’ άλλους µια σταδιακή µεταστροφή από µια εσωστρεφή πολιτισµική ταυτότητα προσανατολισµένη στην Aνατολή σε µια εξωστρεφή και πολιτική στραµµένη προς τη ∆ύση. Aς µην ξεχνούµε άλλωστε ότι το σύνταγµα της Eπιδαύρου (1822) όριζε τους Ελληνες µε βάση το θρήσκευµα και όχι τη γλώσσα ή την εθνότητα, ενώ λίγα χρόνια αργότερα (1833) η Eλληνική Eκκλησία ήταν η πρώτη από όλες τις βαλκανικές που διακήρυξε το αυτοκέφαλο.
Η κοινή καταγωγή δεν είχε πάντοτε µεγάλη σηµασία όσο το πώς και γιατί κάποιες οµάδες ταυτίζονταν µε το ελληνικό έθνος. Ενας Αρουµάνος (Βλάχος) ή Αρβανίτης θα µπορούσε να θεωρηθεί Ελληνας µε την προϋπόθεση ότι ήταν χριστιανός και υποστήριζε τις ελληνικές θέσεις. Oι έλληνες καθολικοί στα νησιά του Aιγαίου αρνήθηκαν να συµµετάσχουν στον αγώνα της Aνεξαρτησίας, ενώ οι ορθόδοξοι αλβανόφωνοι της Υδρας και των Σπετσών συµµετείχαν. Στα Bαλκάνια παλαιότερα οι εθνικοί χαρακτηρισµοί δήλωναν ενίοτε επαγγελµατικούς παρά εθνοτικούς ή γλωσσικούς διαχωρισµούς. Oι νοµάδες βοσκοί ονοµάζονταν βλάχοι, ενώ οι έµποροι ταυτίζονταν µε τους Ελληνες. H φυλετική καταγωγή έπαιζε µικρό ρόλο στην επιλογή ταυτότητας.
Η εξαιρετική ανάλυση του Δημήτρη Τζιόβα συνεχίζεται στο ΒΗΜΑ εδώ.