Του Ξενοφώντα Κοντιάδη*
H
Νέα Δημοκρατία απέδωσε προεκλογικά ιδιαίτερη έμφαση στην αυστηροποίηση
των προϋποθέσεων απόκτησης της ελληνικής ιθαγένειας. Ήδη η νέα πολιτική
ηγεσία του υπουργείου Εσωτερικών έσπευσε να θέσει ως μείζονα
προτεραιότητα την αλλαγή του υφιστάμενου θεσμικού πλαισίου. Ωστόσο η
εφαρμογή του νόμου Ραγκούση ανέδειξε ότι κατ' ουσίαν ο φόβος περί αθρόων
ελληνοποιήσεων είναι πλασματικός. Από τα διαθέσιμα στοιχεία προκύπτει
ότι μετά τη θέσπιση του νόμου το 2010 ο αριθμός των πολιτογραφήσεων
μειώθηκε...
...περίπου στο ήμισυ σε σύγκριση με την τελευταία διετία πριν από
την εφαρμογή του (2008-09). Εξάλλου, οι πολιτογραφήσεις
πραγματοποιούνται πλέον με διαφανείς διαδικασίες και στη συντριπτική
τους πλειονότητα αφορούν ομογενείς.
Στις προθέσεις του υπουργείου Εσωτερικών περιλαμβάνεται η υιοθέτηση του
αυστηρότερου μοντέλου χορήγησης ιθαγένειας που ισχύει στην Ευρώπη και η
αύξηση του απαιτούμενου χρόνου νόμιμης παραμονής στην Ελλάδα ως
προϋπόθεση για την υποβολή αίτησης. Όμως από συγκριτικά στοιχεία
προκύπτει ότι η Ελλάδα χορηγεί τις λιγότερες ιθαγένειες μεταξύ των
κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποδεικνύοντας ότι η κινδυνολογία
περί καταχρήσεως του θεσμού της πολιτογράφησης συνιστά έναν μύθο που
υποκρύπτει ιδεολογικές σκοπιμότητες, υποθάλποντας τα υφέρποντα
ρατσιστικά σύνδρομα της μεταμνημονιακής ελληνικής κοινωνίας.
Το πρόβλημα του ελέγχου και της διαχείρισης της παράνομης μετανάστευσης
είναι εντελώς διαφορετικής τάξεως από τους όρους και τη διαδικασία
χορήγησης ιθαγένειας. Η πολιτογράφηση των νομίμως διαμενόντων μεταναστών
μετά τη συμπλήρωση μιας επταετίας, καθώς και των παιδιών που γεννήθηκαν
στην Ελλάδα από γονείς που συμπλήρωσαν πέντε χρόνια νόμιμης διαμονής,
συγκροτεί ένα ρυθμιστικό πλαίσιο πλήρως εναρμονισμένο με τα ισχύοντα
στην Ευρώπη. Προσθέτοντας δύο ή τρία χρόνια στις χρονικές αυτές
προϋποθέσεις, δεν μεταβάλλεται ουσιωδώς η φιλοσοφία του νόμου.
Επιδεικνύεται, όμως, μια αντίληψη καχυποψίας και επιφυλακτικότητας, που
δεν συνάδει με μια ανοικτή πολιτεία.
Αντίθετα, αποτρέπει ανθρώπους που έχουν ενσωματωθεί στην ελληνική
κοινωνία από την επιδίωξη να εμβαθύνουν τη σχέση τους με τη χώρα,
αποδεχόμενοι, πέρα από τα δικαιώματα, τα βάρη και τις υποχρεώσεις που
φέρουν οι Έλληνες πολίτες. Υποκύπτοντας σε ακροδεξιά ιδεολογήματα, η
τροποποίηση του νόμου για την ιθαγένεια δεν θα φέρει πίσω τους χαμένους
ψηφοφόρους της Κεντροδεξιάς και της Κεντροαριστεράς.
Ωστόσο, το κυριότερο μειονέκτημα μιας νομοθετικής μεταβολής θα είναι η
επιβεβαίωση της ανασφάλειας δικαίου που καλλιεργείται από την πολυνομία,
τις θεσμικές παλινωδίες και την ευκαιριακή λογική του νομοθέτη. Όταν
νόμοι που αφορούν κυριαρχικές αρμοδιότητες του κράτους αλλάζουν ανά
διετία, με βάση εκλογικούς σχεδιασμούς, τότε ουδείς μπορεί να ελπίζει σε
ένα σταθερό νομικοδιοικητικό περιβάλλον. Πρόκειται για άλλο ένα
στοιχείο που κατατάσσει μια χώρα σε κράτος-παρία, όπου οι κάτοικοι
διαβιούν σε καθεστώς μόνιμης αβεβαιότητας, άρα ενεργούν και αναλόγως, ως
πολίτες-παρίες.
* Ο Ξενοφών Κοντιάδης είναι Καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνικής και Εκπαιδευτικής Πολιτικής της Σχολής Κοινωνικών Επιστημών (με έδρα την Κόρινθο) του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Έθνος" στις 28 Αυγούστου του 2012.