Ο άνθρωπος που θα γινόταν πρωθυπουργός

5.11.12

Γράφει ο Takis


Όταν το ταραχώδες εκείνο μεσημέρι του Ιουνίου του 2011 ο Γιώργος Παπανδρέου, πίσω απ’ τις κλειστές πόρτες, σχεδόν παρακαλώντας, ζήτησε από το Βαγγέλη Βενιζέλο να αναλάβει τα καθήκοντα του υπουργού οικονομικών, εκείνος δεν εκδηλώθηκε – αντίθετα έκανε κάτι ασύνηθες για τον ίδιο: παρέμεινε σιωπηλός. Η χαρά και η ικανοποίηση που ένιωθε από την εικόνα του άλλοτε κραταιού, αλλά τώρα πλέον καταπονημένου πολιτικά εσωκομματικού του αντιπάλου, θα μπορούσαν να συγκριθούν μόνο με αυτήν του στρατηγού Μοντγκόμερυ μετά τη μάχη στο Ελ Αλαμέιν. Η έκβαση εκείνης της μάχης ήταν κεφαλαιώδους σημασίας για τους συμμάχους. Το μέτωπο της Βορείου Αφρικής είχε....



...κλείσει, ο εχθρός είχε περιοριστεί στα όρια της Λιβύης, και οι σύμμαχοι θα μπορούσαν να σχεδιάσουν πλέον το επόμενο μεγάλο βήμα: να πατήσουν και πάλι πόδι στη Γηραιά Ήπειρο.

Βέβαια, η προσμονή της ώρας που θα πατήσεις πόδι στο Μέγαρο Μαξίμου, είναι μίας άλλης τάξεως ζήτημα, πλην όμως, η ευφορία που μπορεί να σου προκαλέσει είναι κατά κάποιο τρόπο συγκρίσιμη, όταν μάλιστα αυτό ήταν πάντοτε το όνειρο της ζωής σου. Η νίκη Βενιζέλου μετά από έναν «άνυδρο» επταετή αγώνα ήταν πλέον γεγονός. Η πρόταση Παπανδρέου ήταν στην ουσία μια πρόταση συνθηκολόγησης. Ο Βενιζέλος αντιλήφθηκε ότι τώρα αρχίζει το παιχνίδι γι’ αυτόν. Ο αντίπαλος βρισκόταν εξουθενωμένος στα «σχοινιά» και εξαρτιόταν πλέον απ’ τον ίδιο αν θα τον «αποτελειώσει» τώρα ή θα ήταν καλύτερα να το κρατήσει γι’ αργότερα. Το σφίξιμο της γροθιάς του δεν έγινε αντιληπτό από το συνομιλητή του. Αν υπήρχε μικρόφωνο στον εγκέφαλό του η ουρανομήκης κραυγή «yeeeees!!! τον καθάρισα το μουστάκια» που θα ακουγόταν, θα ήταν ικανή να συγκλονίσει τα θεμέλια της ιαπωνικής γέφυρας Ακάσι.

Επί της ουσίας όμως, αν εξαιρέσουμε τη χαρά της στιγμής, η συνάφεια μεταξύ Βενιζέλου και Στρατηγού Μοντγκόμερυ εξαντλείται στο ότι κατέληξαν κι οι δυο παλτά. Αυτό όμως το λέμε τώρα, εκ των υστέρων. Τότε ο Βενιζέλος αισθανόταν κάτι μεταξύ Τσώρτσιλ και του συνεπώνυμού του Ελευθέριου, ενώ και για πολύ κόσμο φάνταζε ως η χρυσή εφεδρεία του συστήματος. Έτσι στην πρόκληση Παπανδρέου δεν απάντησε ή μάλλον απάντησε πως θα πρέπει να το σκεφτεί. Οι ώρες ήταν κρίσιμες και δεν υπήρχε χρόνος για πανηγυρισμούς. Μπορεί ο εσωτερικός εχθρός να είχε κατατροπωθεί, οι αποφάσεις όμως για τις επόμενες κινήσεις, που θα οδηγούσαν και στην τελική επικράτηση, έπρεπε να παρθούν άμεσα – εντός της ημέρας. Το δίλημμα ήταν κολοσσιαίο. Να δεχθεί τη θέση; Ή να την απορρίψει; Να μπει στο παιχνίδι τώρα ή να κρατηθεί απ’ όξω; Τι θα εξυπηρετούσε καλύτερα τον επόμενο στόχο: την ανάληψη της ηγεσίας του κινήματος και στη συνέχεια την πρωθυπουργία;

Η λογική συνηγορούσε υπέρ της δεύτερης επιλογής. Γιατί να μπλέξει; Διατυπώθηκε άλλωστε ευθέως και με αρκετή ωμότητα, από το πλέον εξέχον ηχείο της διαπλοκής στα τηλεοπτικά μας πράγματα, το Γιάννη Πρετεντέρη, το ίδιο κιόλας βράδυ από το δελτίο ειδήσεων: «Ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω ποιο λόγο έχει ο Βενιζέλος να αναλάβει τη θέση τού ΥΠΟΙΚ σε αυτή την κυβέρνηση» είπε… τώρα που είναι έτοιμη να πέσει (το τελευταίο δεν το είπε, προσπάθησε να συγκρατηθεί). Ο κυνισμός του δημοσιογράφου ήταν πρόδηλος, αλλά και χαρακτηριστικός της μικροπολιτικής ίντριγκας που έχει στοιχειώσει τον τρόπο σκέψης των δημοσιολογούντων και κάθε πολιτικής διαδικασίας: Το μείζον δεν ήταν αυτό που διακυβεύονταν τότε για τη χώρα αλλά το μέλλον Βενιζέλου.

Τα επιχειρήματα υπέρ της πρώτης επιλογής τού τα ανέπτυξε ο ίδιος ο Γιώργος Παπανδρέου. Το βασικότερο όλων ήταν ότι η ψήφιση του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος ήταν η απαραίτητη προϋπόθεση για να παραμείνει η χώρα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με τους πιστωτές της, που θα οδηγούσε όμως στη συνέχεια σε ένα σημαντικό κούρεμα του κρατικού χρέους που βρισκόταν στα χέρια ιδιωτών. Ενδεχόμενη απόρριψή του θα οδηγούσε σε πάγωμα των διαπραγματεύσεων με τους εταίρους, σε νέα ακόμη ισχυρότερη περιδίνηση την ελληνική οικονομία και σε περαιτέρω αστάθεια το τραπεζικό σύστημα. Το δέλεαρ ήταν πως, από τη θέση του υπουργού ο κ. Βενιζέλος θα ήταν αυτός που θα διαπραγματευόταν τη Συμφωνία με τους πιστωτές, ενώ στο πολιτικό του βιογραφικό θα καταγραφόταν και ότι επί των ημερών του επιτεύχθηκε η διαγραφή ενός σημαντικού μέρους του χρέους της χώρας. Τέλος, έλαβε τη διαβεβαίωση του Γ. Παπανδρέου ότι ο ίδιος δε θα στεκόταν εμπόδιο στη φιλοδοξία του να αναλάβει την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, μετά την ολοκλήρωση της θητείας της τότε κυβέρνησης.

Πίστευα και εξακολουθώ να πιστεύω ότι το στενό προσωπικό συμφέρον του Ε. Βενιζέλου του υπαγόρευε να μείνει απ’ έξω από οποιαδήποτε ανάληψη ευθύνης σε κείνη τη συγκυρία. Και παραμένουν αδιευκρίνιστοι οι λόγοι που τον οδήγησαν τελικά να αναλάβει. Θα μπορούσε να συνεχίσει να ψαρεύει στα θολά νερά του άλλου μείγματος, της καλύτερης διαπραγμάτευσης, των ισοδύναμων, του «αφηγήματος» που έλειπε από την τότε κυβέρνηση, όπως συνήθιζε να λέει δεξιά κι αριστερά, σιγοντάροντας επί της ουσίας τις αντιπολιτευτικές κορόνες του ανεύθυνου Σαμαρά και του χαζοχαρούμενου Τσίπρα. Ούτως ή άλλως, ο καλύτερος τρόπος για να παραμείνεις αγαπητός σε μια κοινωνία εθισμένη στις «εξυπηρεήσεις» και το «χάιδεμα αυτιών» και μάλιστα σε μία περίοδο κρίσης σαν τη σημερινή, ήταν και παραμένει η άρνηση ανάληψης οποιαδήποτε ευθύνης και η εύκολη καταγγελία. Αυτό το ξέρει πολύ καλά πλέον και ο Βενιζέλος και ο Σαμαράς και ο Κουβέλης (ειδικά οι δύο τελευταίοι δεν έχουν δει ακόμα τίποτα) αλλά πολύ περισσότερο ο Τσίπρας κι ο Μιχαλολιάκος που είδαν τα ποσοστά τους ν’ ανεβαίνουν, επενδύοντας στον ανέξοδο λαϊκισμό.

Ας μην αμφισβητήσουμε τον πατριωτισμό του Ε. Βενιζέλου, και ας δεχθούμε ότι συντάχθηκε τελικά στην όλη προσπάθεια καθώς το συμφέρον της χώρας επέβαλε τη στιγμή εκείνη την ψήφιση του Μεσοπρόθεσμου. Βέβαια αυτό θα μπορούσε να γίνει και χωρίς αυτόν στη θέση του ΥΠΟΙΚ. Οι βουλευτές που απειλούσαν να καταψηφίσουν ήταν στη πλειονότητά τους της επιρροής του. Αρκούσε μία συζήτηση μαζί τους για το διακύβευμα της χώρας για να πειστούν. Η ομαλή μετάβαση στη νέα ηγεσία που θα εξασφάλιζε ο Γ.Παπανδρέου ήταν ομολογουμένως ένα ισχυρό κίνητρο για τον ίδιο, καθώς θα παραλάμβανε το «όλον» ΠΑΣΟΚ, χωρίς εντάσεις και εμφυλιοπολεμικές διαμάχες (τότε το «όλον» δεν φανταζόταν ότι θα καταντήσει «υπόλοιπον»). Όμως κι αυτό από μόνο του δε φτάνει για να εξηγήσει την απόφασή του. Οι κατηγορίες για φυγομαχία που θα εκτοξεύονταν από το παπανδρεϊκό περιβάλλον θα ήταν μάλλον διαχειρίσιμες, δεδομένης της απαξίωσης που είχε υποστεί η τότε ηγεσία. Ο τότε δελφίνος σίγουρα συνεκτίμησε και κάποια άλλα πράγματα πριν καταλήξει στην απόφασή του.

Η αλαζονεία του «ικανού»

Ο κ. Βενιζέλος ήταν πεπεισμένος πως το πρόβλημα της χώρας και συνεπώς και της τότε κυβέρνησης, ήταν το έλλειμμα διαπραγματευτικής ικανότητας και η έλλειψη ενός «αφηγήματος» προς την κοινωνία. Δηλαδή κάποιος μέγας διαπραγματευτής θα χάρασε υπερήφανα τις κόκκινες γραμμές εντός των οποίων δεν θα τολμούσαν να εισέλθουν οι «αντίπαλοι» πιστωτές και εταίροι, εξαναγκάζοντάς τους έτσι στην υιοθέτηση μιας πολιτικής λύσης πιο συμφέρουσας για τη χώρα. Την ίδια ώρα, μία εύηχη, σαγηνευτική, καθηλωτική «αφήγηση» εν είδει παραμυθιού από κάποιον μετρ του είδους θα κρατούσε σε καταστολή τη λαϊκή αντίδραση. Και ποιος καταλληλότερος από τον ίδιο για να τα φέρει εις πέρας και τα δύο; Το ειδικό πολιτικό βάρος μεγατόνων του κορυφαίου στελέχους και πρώτου σε σταυρούς θεσσαλονικιού πολιτικού αποτελούσε εχέγγυο για την επιτυχία του πρώτου σκέλους, και η πανθομολογούμενη ρητορική του δεινότητα σε σημείο εξαντλήσεως τού – αποχαυνομένου απ’ τους βερμπαλισμούς – ακροατή για το δεύτερο.

Στην πραγματικότητα η χώρα χρειαζόταν ακριβώς το αντίθετο. Τα πολιτικά κόμματα να διαπραγματευτούν στο εσωτερικό με την ελληνική κοινωνία (εργοδοτικούς, συνδικαλιστικούς, επιστημονικούς, κοινωνικούς φορείς) για τους λόγους που οδήγησαν τη χώρα σε αυτή την κατάσταση και τον τρόπο με τον οποίο θα επιτύχουμε την ανασύνταξή της, με συντονισμένα βήματα και πνεύμα συνεννόησης, και στη συνέχεια το προϊόν αυτής της διαπραγμάτευσης να συγκροτήσει αυτό το περίφημο «αφήγημα» και προς το εσωτερικό και προς το εξωτερικό, το οποίο θα αποτελούσε και το ισχυρότερο διαπραγματευτικό όπλο της χώρας, καθώς φίλοι και εχθροί θα καταλάβαιναν ότι αυτοί εκεί κάτω συνειδητοποίησαν τι τους συμβαίνει και αποφάσισαν να αναλάβουν δράση. Η ιδέα βέβαια ενός «εσωτερικού Μνημονίου» θα προϋπέθετε μια κοινωνία ώριμη, μαθημένη να συζητά, να βάζει προτεραιότητες, να μετράει και νούμερα εκτός από ανθρώπινες ψυχές, να αποφασίζει και στη συνέχεια συντεταγμένα να εκτελεί. Εδώ όμως ο διάλογος γίνεται μόνο με συνθήματα, με κραυγές και καταγγελίες, και ο κάθε λογής «ανένδοτος αγώνας» κηρύσσεται καθημερινά από τον οποιονδήποτε και με οποιαδήποτε αφορμή.

Ανένδοτος λοιπόν κι ο Βενιζέλος, ζώστηκε τα φυσεκλίκια κι ανέλαβε να κάνει αυτό που δεν έκανε υποτίθεται ο Παπακωνσταντίνου: να διαπραγματευτεί με τον ξένο παράγοντα. Τα αποτελέσματα είναι λίγο-πολύ γνωστά. Στην πρώτη συνεδρίαση του eurogroup, μετά από τη μακροσκελή τοποθέτησή του, απ’ αυτές που μαγεύουν τους ντόπιους ιθαγενείς αλλά απέχουν απ’ το θεωρηθούν ουσιώδεις, και αφού πρώτα ακούστηκαν 16 στεναγμοί ανακούφισης, οι ομόλογοί του τον «πλάκωσαν στην καρπαζιά» και οι πικρές μνήμες μιας δύσκολης εφηβείας επανήλθαν στο μυαλό του διαπρεπούς πολιτικού, όταν η συνήθως στομφώδης αερολογία του αντιμετωπιζόταν με δυσθυμία από τους συμμαθητές του, και στο φινάλε κατέληγε στο: παιδιά ακούστε τι είπε ο Βαγγέλης! Φατούρο στο Βαγγέλη! Η δεύτερη κρυάδα ήρθε όταν θέλησε να μιλήσει με πολιτικούς όρους στα στελέχη της τρόικας, αγνοώντας τα ζοφερά οικονομικά δεδομένα. Αυτοί σηκώθηκαν και έφυγαν και ύστερα παρακαλούσε να γυρίσουν. Την ίδια ώρα εκείνος τελειοποιούσε το πιο επιτυχημένο από καταβολής ελληνικού κράτους φοροεισπρακτικό μέτρο: το χαράτσι της ΔΕΗ (επιτυχημένο καθώς παρακάμφθηκαν οι καθ’ ύλην αρμόδιες αλλά παντελώς άχρηστες στη συλλογή φόρων υπηρεσίες).

Ανοικοδόμηση με παλιά υλικά;

Η κυβέρνηση Παπανδρέου τον Ιούνιο του ’11 ήταν πολιτικά και επικοινωνιακά απομονωμένη. Η βενζίνη του Παπακωνσταντίνου είχε στερέψει και το μισό τουλάχιστον ΠΑΣΟΚ αδυνατούσε να σηκώσει το βάρος των νέων μέτρων. Ακόμα περισσότερο, δε θα μπορούσε να ανεχθεί έναν ακόμα «κηπουρό». Ο επόμενος τσάρος θα έπρεπε να χαίρει της εκτίμησης της ελληνικής κοινωνίας, των ΜΜΕ, αλλά πάνω απ’ όλα να έχει σε περίοπτη θέση τα κομματικά «παράσημα» του αγώνα για την οικοδόμηση αυτού του επιτυχημένου μεταπολιτευτικού μορφώματος που καλούμε Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία. Εξάλλου κι ο λαός το απαιτούσε: θέλουμε πίσω το ΠΑΣΟΚ της νιότης μας, αυτό που μας τάισε ψωμάκι, που μας διόρισε στο δημόσιο, που μας έδωσε επιδοτήσεις, που μας τακτοποίησε το αίτημά μας, που ήταν συνεπές με το πολιτικό όραμα του μουσάτου εργατοπατέρα που έχει βγει εσχάτως στο αντάρτικο. Έχω κάτι καλό για την περίσταση, σκέφτηκε ο Γ.Παπανδρέου: πάρτε το Βενιζέλο. Λογικά δεν εξέπληξε η συγκεκριμένη επιλογή. Αν υποθέσουμε μάλιστα πως η επόμενη ήταν η Βάσω, ο Σκανδαλίδης ή ο Λαλιώτης! Παραταύτα αξιολογείται ως μια κίνηση απελπισίας και ως εκ τούτου ένα από τα λάθη του Γ.Παπανδρέου. Ήταν όμως ίσως η μόνη που θα εξασφάλιζε την ομαλή ψήφιση του Μεσοπρόθεσμου και την παράταση του βίου της κυβέρνησης.

Όταν βάζεις όμως το Βενιζέλο στο πλέον νευραλγικό πόστο μιας κυβέρνησης (και μάλιστα στο δεύτερο νευραλγικότερο έχεις το Ρέππα) ξέρεις λίγο-πολύ τι μπορείς αλλά και τι δεν μπορείς να πετύχεις. Βραχυπρόθεσμα κερδίζεις χρόνο καθώς θα λειτουργήσει ως αλεξικέραυνο στη μιντιακή καταιγίδα και τη δεδομένη λαϊκή δυσαρέσκεια. Ταυτόχρονα, βάζεις και έναν «αξιόπιστο» συνομιλητή απέναντι στα πλέον επαναστατημένα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας: τα συνδικάτα, τις συντεχνίες και τα λόμπι εξυπηρέτησης συλλογικών συμφερόντων. Ο Βενιζέλος θα μπορούσε να «συνεννοηθεί» καλύτερα με όλους αυτούς (και πάντως καλύτερα από το Στουρνάρα, τον Παπακωνσταντίνου ή τον Γιαννίτση) καθώς μιλάνε την ίδια γλώσσα. Γνωρίζει άλλωστε πολύ καλά πως κλείνονται οι συμφωνίες με τις συντεχνίες.

Το σκηνικό γνώριμο, το έχουμε ζήσει άλλωστε άπειρες φορές τα τελευταία χρόνια. Μια ολιγομελής ομάδα εκπροσώπων ενός κλάδου ή μιας συντεχνίας καταφθάνει στο υπουργείο με ύφος συνοφρυωμένο και τη ζοχάδα να τρέχει απ’ τα μπατζάκια. Μια φευγαλέα δήλωση «Δεν Υποχωρούμε» στους ξεροσταλιασμένους δημοσιογράφους στην είσοδο του υπουργείου εντείνει την αγωνία για το επικείμενο αδιέξοδο. Ακολουθεί η φωτογραφία με τις πορτοκαλάδες και τα νερά στην τράπεζα των διαπραγματεύσεων, με ντεκόρ τα αμήχανα χαμόγελα των υπουργών και των συμβούλων τους, καθώς ψελλίζουν «όλα θα παν’ καλά». Οι κάμερες σβήνουν και οι εκπρόσωποι μπαίνουν στο ψητό: Εμείς θα πάρουμε αυτά (μια κόλλα χαρτί με τα αιτήματα περιέρχεται στα χέρια του υπουργού) και ‘συ θα πάρεις αυτούς (1000 ψήφους πχ). Σε διαφορετική περίπτωση εμείς θα πάρουμε αυτούς (δείχνοντας τους δρόμους) και συ θα πάρεις «αυτά» (δείχνοντας κάτω απ’ το τραπέζι). Το κόλπο πιάνει σχεδόν πάντα καθώς οι υπουργοί προτιμούν συνήθως τους σταυρούς.

Ο πολιτικός βίος Βενιζέλου είναι γεμάτος από διευθετήσεις, εξυπηρετήσεις και ρουσφέτια. Δε συγκρούστηκε ποτέ με κανέναν, δε βρέθηκε ποτέ απέναντι σε κάποιο μικροπολιτικό ή μικροκομματικό συμφέρον, δεν έβαλε  ποτέ το πολιτικό του βάρος υπέρ μιας μακρόπνοης πολιτικής για τον τόπο, που θα υπερέβαινε το πεδίο αντιπαράθεσης των μικρο- και μεγαλοσυμφερόντων και θα συνέβαλε στον πραγματικό εκσυγχρονισμό της χώρας. Αντίθετα, έβαλε ανεξίτηλη τη σφραγίδα του σε διευθετήσεις και νομοθετήματα που επέτειναν τα προβλήματα. Και τα απόνερά τους τα βλέπουμε να σκάνε καθημερινά στη μέχρι πριν λίγα χρόνια ειδυλλιακή παραλία που παραθέριζε αμέριμνη η ελληνική κοινωνία. Και τα απόνερα είναι τόσα πολλά, που δεν επιδέχονται πλέον διευθέτησης καθώς έχουν μετατραπεί σε τσουνάμι.

Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς. Το νόμο Περί Μη Ευθύνης Υπουργών; Τις τρικλοποδιές στο Γ. Παπανδρέου στην απόπειρα μεταρρύθμισης της ανώτατης εκπαίδευσης, στην οποία ήταν τότε διατεθειμένος να συναινέσει ως αντιπολίτευση; Το πρόσφατο κλείσιμο του ματιού στην αντιμεταρρύθμιση Αρβανιτόπουλου-Παπαθεοδώρου, προς όφελος του καθηγητικού κατεστημένου και μιας κάστας ιδεοληπτικών φοιτητοπατέρων; Τον άτυπο συναγωνισμό του σε ατελείωτες ρυθμίσεις υπέρ ποδοσφαιρικών ομάδων (ιδίως της περιφέρειάς του) με την ακόμη πιο θλιβερή και αποκρουστική περίπτωση του συντοπίτη του και τωρινού υφυπουργού Γιάννη Ιωαννίδη, σε μια προσπάθεια αλίευσης ψήφων από οπαδούς που συντηρούν όμως το καθεστώς του παρασιτισμού και της αδιαφάνειας στο βρώμικο χώρο του ποδοσφαίρου; Τις επιχορηγήσεις του Ταμείου της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ με εκατοντάδες εκατομμύρια κάθε χρόνο, με λεφτά των φορολογούμενων για να το βουλώσουν οι επαναστάτες με (προσοδοθηρική) αιτία τύπου Φωτόπουλου;

Την απροθυμία του κατά την πρόσφατη θητεία του στο υπουργείο άμυνας να προχωρήσει σε αναδιαρθρώσεις που θα εξασφάλιζαν οικονομίες κλίμακος (κλείσιμο άχρηστων στρατοπέδων, μπλοκάρισμα του μηχανισμού «στρατηγοποίησης» του μισού δυναμικού των ενόπλων δυνάμεων) την ώρα που κατηγορούσε τον Παπακωνσταντίνου ότι αδυνατούσε να συμμαζέψει τα οικονομικά της χώρας; Ή μήπως το φρούτο που προέκυψε τελευταία με τις ρυθμίσεις του στα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά, όπου παρουσίασε ως λύση στην αμαρτωλή αυτή ιστορία, τη δέσμευση του κράτους να χτίζει πολεμικά πλοία σε συγκεκριμένα ιδιωτικών συμφερόντων Ναυπηγεία, δημιουργώντας έτσι εν μέσω κρίσης μία ακόμα κρατικοδίαιτη επιχείρηση και εξασφαλίζοντας στους εργαζόμενους την πληρωμή τους από το κράτος δια της πλαγίας;

Ο Βενιζέλος σήμερα έχει προκαλέσει την μήνιν των πάντων καθώς ο ίδιος εκ της θέσεώς του θεωρήθηκε υπεύθυνος για τη μείωση των εισοδημάτων, την περικοπή των συντάξεων, την υψηλή ανεργία, τα λουκέτα στην αγορά και τη συνεχιζόμενη ύφεση. Όλα αυτά όμως ήταν αναπόφευκτα ακόμα κι αν υπουργός οικονομικών ήταν ο Ιησούς Χριστός ή ακόμα καλύτερα ο Παναγιώτης Λαφαζάνης που είναι και αναμφίβολα φιλολαϊκότερος από τον Τζήζας. Για μια χώρα που καλείται να κάνει μια τόσο σκληρή δημοσιονομική προσαρμογή, χωρίς παραγωγική βάση, χωρίς οργανωμένο δημόσιο τομέα, χωρίς συνειδητοποιημένους πολίτες, χωρίς εμπιστοσύνη στους θεσμούς και χωρίς δυνατότητα χάραξης νομισματικής πολιτικής, όλα τα παραπάνω αποτελούσαν απλώς μια αναπόδραστη νομοτέλεια, ανάλογη αυτής των καταστροφών του τυφώνα Σάντυ στην καρδιά της Νέας Υόρκης.

Κανονικά θα έπρεπε να είχε προκαλέσει την οργή γι’ αυτά που δεν έκανε. Την αναμόρφωση των φοροεισπρακτικών μηχανισμών, το κλείσιμο των άχρηστων οργανισμών του δημοσίου, την προώθηση των ιδιωτικοποιήσεων, τον περιορισμό της λαθρεμπορίας (καυσίμων, τσιγάρων), τον αποκεφαλισμό των διοικήσεων των ΔΕΚΟ που έκαναν το παγόνι και δεν εφάρμοζαν τις μειώσεις στους μισθούς και τα επιδόματα των υπαλλήλων τους, το ξήλωμα των διευθυντών των εφοριών που δεν επιτύγχαναν τούς στόχους τους, το ξεκαθάρισμα του ΣΔΟΕ και των τελωνείων που είναι άντρα διαφθοράς. Αντ’ αυτού, έκανε αυτό που έκανε πάντα:συμβιβάστηκε με τους πάντες σε συνεννόηση με το άλλο τζιμάνι το Δημήτρη Ρέππα, προκειμένου να μείνουν όλα ως έχουν και ασχολήθηκε μόνο με το PSI. Έκοψε έτσι ένα κομμάτι του χρέους, αλλά δεν έκανε τίποτα για να τιθασεύσει το μηχανισμό παραγωγής νέου χρέους, επιτείνοντας δια της απραξίας του την αβεβαιότητα που κατατρέχει την ελληνική οικονομία, και το αίσθημα αδικίας που αισθάνονται οι πολίτες από την αδυναμία έως ανυπαρξία του κράτους.

Βέβαια για να είμαστε δίκαιοι όλα αυτά δεν είναι εύκολο να γίνουν, και η απ’ έξω κριτική είναι εύκολη. Το σύστημα έχει αναπτύξει ισχυρούς μηχανισμούς αυτοσυντήρησης, ανεξαρτήτως κομμάτων και κυβερνήσεων. Οποιαδήποτε απόπειρα παρέμβασης στον παρακρατικό μηχανισμό που απομυζά το κράτος και διαφθείρει τον πολίτη, αντιμετωπίζεται με οργανωμένο τρόπο και συντονισμό που θα ζήλευε το επίσημο κράτος. Και ένας άγιος άνθρωπος να αναλάβει σήμερα το υπουργείο είναι σίγουρο ότι μόνος του δε θα καταφέρει τίποτα. Θα τον φάνε τα θηρία αν δεν τα ταΐσει. Ούτε ο Βενιζέλος είναι ο μόνος που απέτυχε να ελέγξει το παρακράτος των εφοριών, των τελωνείων, του ΣΔΟΕ και των ΔΕΚΟ. Ακόμη μεγαλύτερη ευθύνη από αυτόν έχουν οι προηγούμενοι υπουργοί, που σε απείρως ευνοϊκότερες συνθήκες απέτυχαν να βάλουν τάξη στο σύστημα.

Βλέπει κανείς με έκπληξη έως και αηδία θλιβερούς τύπους σαν τον Τσοβόλα να καταγγέλλουν «προδοσίες» ενώ έχουν τεράστιο μερίδιο ευθύνης για το σημερινό κατάντημα με την αλλοπρόσαλλη πολιτική τους. Δίχως βέβαια να εξαιρούνται οι νυν τιμητές και αεί «μεταρρυθμιστές» Φλωρίδης και Χριστοδουλάκης ή το ιερό τοτέμ του εκσυγχρονισμού Αλέκος Παπαδόπουλος, που μίλησε λένε για τη μαφία των εφοριών και τα πιράνχας της υγείας.  Παραδόξως, ο Παπαδόπουλος υπήρξε και υπουργός οικονομικών και υγείας. Η μαφία στις εφορίες ζει και βασιλεύει και τα πιράνχας εξακολουθούν να τρώνε τις σάρκες της υγείας, με την ευγενική συνδρομή του κοινωνικά ευαίσθητου εσχάτως, Νικήτα Κακλαμάνη (για να μην ξεχνιόμαστε). Για τον Αλογοσκούφη δε χρειάζεται να πούμε τίποτα. Ακολουθεί την τακτική Καραμανλή, την οποία σε τη σειρά του εμπνεύστηκε από τη σοφία του Miranda warning των αστυνομικών dvd που καταναλώνει χρόνια τώρα, τρώγοντας διπλόπιτα: you have the right to remain silent, anything you say will be used against you…

Οι ευθύνες Βενιζέλου λοιπόν μπορεί να είναι κατά πολύ μικρότερες αυτών των Τσοβόλα, Χριστοδουλάκη και Αλογοσκούφη, πλην όμως, βαρύνεται με την αφασική του διοίκηση σε μια κρίσιμη συγκυρία για τη χώρα, αλλά και τη συστηματική υπονόμευση, δια της ομάδας που έλεγχε, της όποιας προσπάθειας Παπακωνσταντίνου να πείσει για την αναγκαιότητα της πολιτικής, που επέβαλλαν ούτως ή άλλως οι Βρυξέλλες και στη συνέχεια αναγκάστηκε να ακολουθήσει και ο ίδιος. Και αν η, δια της διαπραγμάτευσης και του «αφηγήματος», λύση των προβλημάτων μας κατέληξε σε κυνήγι μιας χίμαιρας, οι εκτιμήσεις και οι σχεδιασμοί του και σε μία σειρά άλλων θεμάτων, αποδείχθηκαν εξίσου εσφαλμένοι και αλυσιτελείς.

Ο ρόλος των ΜΜΕ

Δεν αποτελεί βαθυστόχαστη διαπίστωση ότι το επίπεδο της ενημέρωσης που παρέχουν τα εγχώρια ΜΜΕ, είναι ανάλογο του επιπέδου που λειτουργούν όλοι οι θεσμοί σε αυτόν τον τόπο· δηλαδή κάτω του μετρίου. Στην ουσία οι θεσμοί δε λειτουργούν, αλλά υπολειτουργούν. Το επίπεδο λειτουργίας ή αλλιώς ο βαθμός συμμόρφωσης προς το νόμιμο ή έστω προς το δέον, εξαρτάται από τα συμφέροντα που διακυβεύονται. Έτσι η χώρα έχει μετατραπεί σε ένα απέραντο φυτώριο παραγωγής ομάδων πίεσης, σε μια προσπάθεια να προωθήσουν τα συμφέροντά τους και να ισοσκελίσουν ή και να υπερκεράσουν τα αντίπαλα ή συνηθέστερα το δημόσιο συμφέρον. Οι θεματοφύλακες των θεσμών και των νόμων (κυβέρνηση, βουλευτές, δικαστές, τοπικοί άρχοντες) αρνούμενοι να παρέμβουν δραστικά, αρκούνται στο ρόλο του «τροχονόμου» συμφερόντων, διασφαλίζοντας απλώς την ομαλή τους κυκλοφορία στα υπόγεια τερέν της αντιπαράθεσης, και αποτρέποντας ενδεχομένως ένα ρουσφέτι-jam όπως αυτό που ζούμε την τελευταία διετία, όπου όλοι ζητούν ειδική μεταχείριση και το κράτος αδυνατεί να ανταποκριθεί. Τα ΜΜΕ, και τα ξένα, αλλά πολύ περισσότερο τα ελληνικά, που στην πλειονότητά τους είναι κρατικοδίαιτα, ξέρουν να παίζουν πολύ καλά το παιχνίδι της εξουσίας. Στόχος τους δεν είναι η ενημέρωση, αλλά η πολιτική παρέμβαση. Και δι’αυτής η διαμόρφωση του κατάλληλου περιβάλλοντος και η ανάδειξη των καλύτερων «τροχονόμων» που θα τους δώσουν προτεραιότητα στις αξιώσεις τους.

Διαχρονικά, ο κ. Βενιζέλος έχαιρε ιδιαίτερης εκτίμησης έως και «ασυλίας» από τα περισσότερα ΜΜΕ. Το φαινόμενο αυτό εντάθηκε από το 2004 και μετά και κορυφώθηκε το 2007 με την απροσχημάτιστη στήριξη που τού παρείχαν στη μάχη για την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ. Αν υποθέσουμε ότι, οι – βασικοί τουλάχιστον – λόγοι για τη στήριξη αυτή δεν ήταν το άδολο και ανιδιοτελές ενδιαφέρον για την πορεία της πατρίδας και του κινήματος, θα πρέπει να αναζητήσουμε τους λόγους αυτούς κάπου αλλού. Σε μια πρώτη ανάγνωση θα μπορούσε να υποθέσει κανείς πως στο πρόσωπό του έβλεπαν έναν καλό «τροχονόμο» που θα τους έδινε προτεραιότητα. Είναι όμως έτσι; Ήταν πράγματι ο Βενιζέλος το άλογο πάνω στο οποίο είχε ποντάρει η διαπλοκή ή μήπως ήταν ο λαγός;

Με την εξαίρεση των πρώτων εβδομάδων μετά τον ανασχηματισμό του Ιουνίου του ’11, χρόνος απαραίτητος για επανεκτίμηση από όλες τις πλευρές της κατάστασης που διαμορφώθηκε, η πίεση των ΜΜΕ προς την κυβέρνηση επανήλθε το ίδιο ισχυρή. Σε σημείο όπου η επικείμενη συμφωνία για το κούρεμα του ελληνικού χρέους να εμφανίζεται περίπου ως προδοσία. Ο Βενιζέλος πρέπει τότε για πρώτη φορά να κατάλαβε που είχε μπλέξει. Ο «αποκεφαλισμός» Παπανδρέου, που αποτελούσε κόκκινο πανί για μία πλειάδα ποικιλώνυμων διαπλεκόμενων και μη συμφερόντων, ήταν μια κίνηση κατευνασμού και εκτόνωσης της πίεσης. Μια εκτόνωση όμως που δεν ήρθε ποτέ. Η κυβέρνηση Παπαδήμου θεωρήθηκε μια παρένθεση που έπρεπε να φύγει το συντομότερο δυνατό, καθώς ο ίδιος δεν είχε εκλεγεί από το λαό. Κι ο Βενιζέλος εξακολουθούσε να βρίσκεται στο στόχαστρο όλων. Αυτός ήταν πλέον ο αποκλειστικός υπεύθυνος για την ελλειπή διαπραγμάτευση, για τη μείωση των εισοδημάτων, για τη φορολογική αφαίμαξη των πολιτών, για τις περικοπές των συντάξεων, για την ανεργία, ακόμα και για τις αυτοκτονίες συμπολιτών μας.

Ήταν αυτός τώρα (όπως και ο Παπακωνσταντίνου πριν) που αρνιόταν να εφαρμόσει τη συνταγή του άλλου φωστήρα της οικονομίας, που από το παλκοσένικο του Ζαππείου έδινε τις δικές του παραστάσεις ανευθυνότητας, ζητώντας επαναδιαπραγμάτευση, άλλο μείγμα, ισοδύναμα μέτρα, αυξήσεις σε χαμηλοσυνταξιούχους και όλα αυτά τα γραφικά που τα ΜΜΕ έβαζαν αθώα στον «ενισχυτή», και με stereo απόδοση από αριστερά και δεξιά αποπροσανατόλιζαν τον ήδη παραζαλισμένο πολίτη. Το ανάθεμα ερχόταν πλέον από παντού και το κράξιμο ήταν συνεχές και καθολικό, από πρώην φίλους και εχθρούς. Ήταν φανερό ότι τα ερείσματα του Βενιζέλου υποχωρούσαν το ένα μετά το άλλο και ο ίδιος είχε εγκλωβιστεί σε μία παγίδα χωρίς επεξεργασμένο σχέδιο διαφυγής. Είχε μείνει μόνος. Η ώρα του ταμείου πλησίαζε και ο ίδιος θα πληρωνόταν με το ίδιο νόμισμα.

Τότε θα πρέπει να συνειδητοποίησε ότι στόχος δεν ήταν μόνο ο Παπανδρέου. Ο τελευταίος μπορεί να υποτίμησε τις δυνάμεις της αδράνειας που κρατούν καθηλωμένη τη χώρα, το μακρύ χέρι των οποίων είναι τα ΜΜΕ, όπως υποτίμησε και το μέγεθος της κρίσης που κλήθηκε να διαχειριστεί το 2009, όταν παρέλαβε ένα κράτος χρεοκοπημένο στα όρια της διάλυσης. Αλλά ο στόχος δεν ήταν να φύγει μόνο αυτός από την εξουσία. Στόχος ήταν η παλινόρθωση της ΝΔ, με την υπόρρητη ελπίδα η χώρα να γυρίσει πίσω στην ασυδοσία της περιόδου 2005-2009 ή τουλάχιστον να διαμορφώσει ένα πιο ευνοϊκό περιβάλλον για τους αεριτζήδες της οικονομίας και τα χρεοκοπημένα ΜΜΕ τους.

Η κυβέρνηση Παπανδρέου – είτε γιατί δεν ήθελε, είτε γιατί δεν πρόλαβε – δεν κατάφερε να αλλάξει το στάτους (στα ΜΜΕ και το δημόσιο λόγο) που εδραίωσε με πολύ κόπο και άφθονο κρατικό χρήμα η κυβέρνηση Καραμανλή. Κλήθηκε (εκ των περιστάσεων και όχι επειδή τα πίστευε) να κάνει πράγματα αδιανόητα για την ελληνική κοινωνία, σε ένα αφιλόξενο μιντιακό περιβάλλον, που είχε μείνει με το στόμα μπουκωμένο μεν ανοιχτό δε, να περιμένει το επόμενο γατοκέφαλο κρατικού χρήματος που εν αφθονία είχε εξασφαλίσει την προηγούμενη πενταετία. Δεν είναι τυχαίο που ο εθνικός μας διασκεδαστής της Τρίτης, στην τελευταία του παράσταση και ένα χρόνο μετά την πτώση του, ασχολιόταν και πάλι με τον Παπανδρέου (την αγαπημένη του «ηθική μυγοσκοτώστρα» βλέπετε την έφαγαν οι μύγες, όταν έγιναν περισσότερες από τα περιττώματα στα οποία είχε βουλιάξει η κυβέρνησή του). Όπως τυχαίο δεν είναι πως αν προφέρεις το όνομα Παπανδρέου στο Σταμάτη Κραουνάκη π.χ., θα εισπράξεις μια ροχάλα. Αν προφέρεις το όνομα Καραμανλής με παβλοφικά αντανακλαστικά θα αρπάξει ένα ξεροκόμματο και θα το χώσει στο στόμα.

Ο Σαμαράς ήταν ο τυχερός της ιστορίας. Η πολιτική του διαδρομή είναι γνωστή και ο τυχοδιωκτισμός του το ίδιο. Έχει το παγκόσμιο ρεκόρ της ανατροπής τριών κυβερνήσεων σε 8 χρόνια πολιτικού βίου, με σκοπό να εξυπηρετήσει τις προσωπικές του φιλοδοξίες (σύντομα θα το σπάσει και αυτό ανατρέποντας και τη δική του). Εκμεταλλευόμενος το ευνοϊκό περιβάλλον που άφησε πίσω του ο προκάτοχός του έκανε τις κατάλληλες παρασκηνιακές συμφωνίες, προκειμένου να κρατηθεί σε επικοινωνιακό επίπεδο μακρυά από το κάδρο των ευθυνών. Το σύστημα δούλεψε καλά. Την ευθύνη για τη σημερινή κατάντια την ανέλαβε εξ’ολοκλήρου το ΠΑΣΟΚ. Το οποίο έχει ευθύνες για πολλά, αλλά αν το 2004 είχε αναλάβει μια πιο σοβαρή κυβέρνηση ή έστω ένας άλλος πρωθυπουργός, η χώρα δε θα είχε φτάσει σε αυτό το σημείο. Βέβαια, περισσότερο απ’ τη ΝΔ και τα ΜΜΕ τη μεγαλύτερη ευθύνη που ανέλαβε εξ’ ολοκλήρου την ευθύνη την έχει το ίδιο το ΠΑΣΟΚ. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.

Για τη στάση Σαμαρά την τελευταία τριετία δε χρειάζεται να ειπωθούν πολλά. Αν υπήρξαν κάποιοι που τον πήραν στα σοβαρά, ελπίζοντας σε μία άλλη πολιτική, το τελευταίο τετράμηνο έχουν αρκετά πλέον στοιχεία για να επανεξετάσουν τη θέση τους. Αξίζει όμως να γίνει μνεία σε ένα βασικό του χαρακτηριστικό. Στην ελληνική πολιτική σκηνή που το δούλεμα του ψηφοφόρου πάει σύννεφο, οι κωλοτούμπες των πολιτικών είναι κάτι συνηθισμένο όταν κάποια στιγμή καλούνται να αναλάβουν ευθύνες. Ως εκ τούτου οι συνεχείς μεταλλάξεις Σαμαρά από την κωμικά (για ακροδεξιό) τσιπρική εκδοχή του τα 2 πρώτα χρόνια, έως τη στήριξη του Μνημονίου πέρσι το Νοέμβριο, την ενυπόγραφη δέσμευσή του στην τρόικα τον Ιανουάριο, την ψήφιση του Μνημονίου ΙΙ το Φεβρουάριο και την ιεραποστολική προσήλωση του στο Μνημόνιο από τον Ιούνιο και μετά, ήταν λίγο πολύ αναμενόμενες (πολύ δε περισσότερο για έναν αριβίστα σαν κι αυτόν). Αυτό που είναι εντυπωσιακό είναι η ταχύτητα με την οποία ολοκληρώνονται τα στάδια αυτής της μετάλλαξης.

Στην ενόργανη γυμναστική και τις ασκήσεις εδάφους οι κωλοτούμπες είναι πολλές φορές το εύκολο κομμάτι. Το δύσκολο είναι, μετά τις κωλοτούμπες και τις πιρουέτες, να έρθεις αστραπιαία σε θέση ισορροπίας. Ο Σαμαράς έχει την απίστευτη ικανότητα όχι μόνο να μετατοπίζεται από θέση σε θέση, αλλά να μεταμορφώνεται σε χρόνο ρεκόρ και να παίζει το νέο του ρόλο με απόλυτη φυσικότητα. Από την ώρα που ανέλαβε Πρωθυπουργός (πολύ πιο πραγματιστής απ’ το Βενιζέλο) έφτυσε αμέσως την καραμέλα της επαναδιαπραγμάτευσης, του άλλου μείγματος, της συνταγής που σκοτώνει, των ισοδύμαμων μέτρων, της ζαππειακής τριλογίας και όλων αυτών των φαιδρών με τα οποία τραβούσε την προσοχή των ιθαγενών και φόρεσε το κοστούμι του υπεύθυνου.

Ξεκίνησε μάλιστα και έναν αγώνα να πείσει τη Μέρκελ, το Μπαρόζο και το Γιουνκέρ ότι ο ίδιος είναι σοβαρός (δεν είναι Τσίπρας, άσχετα αν τον «έπαιζε» καλά τα προηγούμενα χρόνια) και όλα αυτά τα καραγκιοζιλίκια που έκανε, ήταν απλά αντιπολιτευτικές τακτικές για να γίνει πρωθυπουργός. Όταν μάλιστα τον ρώτησαν για τη μεταμόρφωσή του γερμανοί δημοσιογράφοι, είπε ένα «ουδείς αναμάρτητος», πέρασε κι απ’ τον Πάπα πήρε ένα συγχωροχάρτι και καθάρισε. Πριν λίγες μέρες στους ξένους είπε ότι η χώρα την περασμένη τριετία έκανε μια προσαρμογή ρεκόρ που όμοιά της δεν έχει κάνει άλλη χώρα στον κόσμο (ουάου), σε μας έθεσε το δίλημμα Μνημόνιο ή Χρεοκοπία, μας είπε – το άλλοτε τρομοκρατικό και εκβιαστικό – ότι τα λεφτά τελειώνουν 20 Νοεμβρίου, ενώ κατήγγειλε και όσους προσπαθούν να κερδοσκοπήσουν από τα προβλήματα της χώρας (για τον Τσίπρα και το Μιχαλολιάκο το είπε αλλά δε θα’ χε πρόβλημα να το πει και για την αφεντιά του).

Αρκετά όμως με το Σαμαρά. Δεν έγινε άλλωστε και τίποτα. Με τα καμώματα του μπορεί η χώρα έχασε 2 χρόνια μέχρι να βρει μια κάποια συναίνεση σε πέντε βασικά πράγματα, αλλά μικρό το κακό. Μπροστά στο κέρδος να φτιάχνει κάθε πρωί τη χωρίστρα του στο Μέγαρο Μαξίμου όλα τ’ άλλα είναι δευτερεύοντα. Ακόμα και για έναν υπερ-πατριώτη όπως αυτός. Ενίοτε βέβαια οι τακτικισμοί του μπορεί να έχουν και μοιραίες συνέπειες και να βλάψουν τους ανυποψίαστους πολίτες. Όπως συνέβη πέρσι το χειμώνα, όταν οι οβιδιακές του μεταμορφώσεις έκαψαν και τα τελευταία εγκεφαλικά κύτταρα του Πάνου Καμμένου, που είχε πιστέψει τις βλακείες που έλεγε έως τότε ο αρχηγός του. Αλλά γι’ αυτό δεν μπορεί να φέρει εκείνος την ευθύνη. Ούτε θ’ απολογηθεί στο κάθε χαϊβάνι που παίρνει τοις μετρητοίς τα λεγόμενά του. Η πολιτική είναι δύσκολο άθλημα και έχει και θύματα.

Αυτό που έχει κάποιο ενδιαφέρον και αξίζει να επισημανθεί είναι η στάση των ΜΜΕ στα παιχνίδια Σαμαρά. Υπάρχουν πολλοί που ισχυρίζονται πως τα μίντια «ξέσκισαν» τον Παπανδρέου και σε ένα βαθμό και το Βενιζέλο, καθώς η πολιτική που ακολουθούσαν ήταν τόσο αντιλαϊκή που και να ήθελαν δεν θα μπορούσαν να κάνουν κάτι άλλο. Αυτό σε ένα βαθμό είναι αλήθεια. Τα κανάλια, ως πελάτες, έχουν αυτούς που ψηφίζουν τούς – κατά γενική ομολογία – ηλίθιους που μας κυβερνούν. Αφού οι πελάτες αυτοί επιδεικνύουν αυτού του είδους τη συμπεριφορά σε ένα τόσο σοβαρό ζήτημα (εκλογές), είναι πολύ πιθανό να επιλέξουν με ανάλογα κριτήρια και τους δημοσιογράφους που θα δουν στην τι-βι. Σου ρίχνουν λοιπόν έναν Τράγκα, έναν Πρετεντέρη, έναν Ακη Παυλόπουλο, εσύ διασκεδάζεις ή ενημερώνεσαι (ανάλογα με το βαθμό ευφυίας σου) και τα κανάλια κάνουν νούμερα.

Τα ΜΜΕ δε μπορούν να κάνουν το άσπρο μαύρο. Μπορούν όμως να κάνουν το άσπρο γκρί και το γκρι μάυρο. Μπορούν να φωτίσουν και να εστιάσουν σε κάτι συγκεκριμένο, αλλά να αποσιωπήσουν ή να υποβαθμίσουν κάτι άλλο. Οι διαφορές στη μιντιακή ρητορική πριν και μετά τις τελευταίες εκλογές προσφέρεται για σεμινάριο με θέμα «ήπιες τεχνικές πολιτικής παρέμβασης και διαμόρφωσης του δημόσιου λόγου δια των ΜΜΕ». Για δύο χρόνια ήταν κοινή πεποίθηση πως Παπανδρέου, Παπαδήμος και Βενιζέλος δεν διαπραγματεύονται. Η τρόικα τους έδινε έτοιμα τα Μνημόνια κι εκείνοι τα ψήφιζαν ασμένως. Τώρα το τροπάρι έχει αλλάξει. Οι φωνές για ανικανότητα στη διαπραγμάτευση έχουν χαμηλώσει ή έχουν εξαφανιστεί. Οι λόγοι για κράξιμο – αν είσαι κακόπιστος – δεν έχουν εκλείψει. Ίσα ίσα τώρα είναι περισσότεροι και πιο προφανείς.

Ο Σαμαράς όχι μόνο δεν άλλαξε το μείγμα πολιτικής όπως ευαγγελιζόταν, όχι μόνο δεν εφάρμοσε ισοδύναμες περικοπές στις κρατικές δαπάνες που θα περιόριζε τη φοροεπιδρομή των 11,5 δισ. στο μέσο πολίτη, όχι μόνο δεν αποκατέστησε τις χαμηλές συντάξεις και τους πολύτεκνους από την πασοκική λαίλαπα, αλλά έκανε ακριβώς τα αντίθετα. Οι χαμηλές συντάξεις κόπηκαν και οι πολύτεκνοι χάσανε και το αφορολόγητο. Όσο για τα μέτρα, κάθε βδομάδα που περνάει ανεβαίνουν κατά ένα δισ. έχοντας φτάσει αισίως τα 19, και άμα δεν κλείσει η «διαπραγμάτευση» άμεσα, θα φτάσουν τα Χριστούγεννα τα 30. Ο Σαμαράς έχει κάθε λόγο να είναι ικανοποιημένος με τη διαπραγμάτευσή του – τα κανάλια όμως γιατί δε σκούζουν; Οι τσιπροκαμμένοι έμειναν μόνοι τους να φωνάζουν, αλλά δεν μπαίνουν στον «ενισχυτή» των καφενόβιων σχολιαστών των δελτίων. Τώρα η κυβέρνηση διαπραγματεύεται μεν, απλά η τρόικα δεν την ακούει. Δε φταίει πλέον η κυβέρνηση αλλά αυτός ο υπαλληλίσκος ο Τόμσεν που κάνει του κεφαλιού του, την ώρα που ο Σαμαράς έχει συμφωνήσει άλλα με τη Μέρκελ (αυτό ήταν πρετεντέρια επινόηση και ειπώθηκε στο δελτίο προπαγάνδας, όπως πρετεντέρια ήταν και η ταραχή προ εβομάδων όταν ανέκραξε οργισμένος προς την τρόικα «Μα τι θέλουν πλέον; Να ρίξουν την κυβέρνηση;» ... τώρα βέβαια ανησυχούσε για την επιβίωσή της).

Πέρσι τον Οκτώβριο ο Γιώργος Παπανδρέου έφερε μιά Συμφωνία που μείωνε το ελληνικό χρέος κατά 100 δισ. Αυτό από μόνο του προφανώς και δεν έλυνε το πρόβλημα της χώρας, αλλά ήταν ένα θετικό βήμα. Αν έκανε κανείς ένα rewind στη θεματολογία εκείνων των ημερών θα νόμιζε ότι υπέγραψε κάποια ατιμωτική Συμφωνία. Πριν γυρίσει ακόμα πίσω, σύσσωμος ο Τύπος (συμπεριλαμβανομένων και βουλευτών του), τού ζητούσε να πάρει πρωτοβουλίες (δηλαδή να παραιτηθεί). Τον επόμενο μήνα και μετά την ψήφιση του νέου Μνημονίου θα υπάρξει και νέα σημαντική παρέμβαση από την ΕΕ για το πρόβλημα του χρέους.  Τη νέα Συμφωνία θα τη φέρει ο Σαμαράς. Θα έχει ένα ενδιαφέρον να δούμε την παρουσίασή της από τα ΜΜΕ.

Αλλά για να μην είμαστε και άδικοι και να λέμε και του στραβού το δίκιο, ο Σαμαράς μάς άλλαξε το «κλίμα». Η χώρα εδώ και 8 μήνες είναι σε κενό αέρος, η κυβέρνηση δεν ψηφίζει τίποτα, δεν προχωράει τίποτα, τα χρέη του δημοσίου προς ιδιώτες και προμηθευτές αυξάνονται, η αγορά έχει στεγνώσει, λεφτά απ’ έξω δεν έρχονται, τα μέτρα μέρα με τη μέρα αυγαταίνουν και ο λαός καταναλώνει το «καλό κλίμα» που πέτυχε ο Σαμαράς, σύμφωνα με την κυβερνητική προπαγάνδα. Κι από κοντά τα ΜΜΕ να σερβίρουν στο λαό την αλλαγή κλίματος, που μετουσιώθηκε μάλιστα και σε μια καλή διατύπωση σε μία παράγραφο της Απόφασης της πρόσφατης συνόδου κορυφής. Μεγάλη επιτυχία! Με τέτοιο ιστορικό αν αποτύχει ως πρωθυπουργός, θα μπορέσει να διεκδικήσει επάξια το υπουργείο κλιματικής αλλαγής στην επόμενη κυβέρνηση.

Το κλίμα βέβαια, που δύο χρόνια έκανε ότι περνάει απ’ το χέρι του για να το χαλάσει. Όταν οι ευρωπαίοι έβλεπαν την αδυναμία Παπανδρέου να προχωρήσει τις μεταρρυθμίσεις και σαν κοιτούσαν αριστερότερα τούς έπιαναν τα γέλια και δεξιότερα η απελπισία. Δε χρειάζεται και πολύ μυαλό για να καταλάβει κανείς πως οι εταίροι δεν έχουν κανένα λόγο να είναι ικανοποιημένοι με την Ελλάδα, μια και τίποτα δεν έχει προχωρήσει από το Μάρτιο. Στην κρισιμότερη περίοδό της η χώρα βρίσκεται στην ουσία σε αφασία προκειμένου ο Σαμαράς να γίνει Πρωθυπουργός και ο Τσίπρας αρχηγός της Αξ. Αντιπολίτευσης. Απλά κάνουν την ανάγκη φιλοτιμία και τον χτυπούν φιλικά στην πλάτη μπας και καταφέρει και περάσει κι αυτός κανά πακέτο. Μάλλον αντιλαμβάνονται κι αυτοί πως θα είναι το τελευταίο του, αφού κάνει «κρα» πως και αυτή η κυβέρνηση δεν έχει αντοχές.

Η αναδιάταξη

Το ΠΑΣΟΚ είναι σήμερα ένα νεκρό κόμμα. Χωρίς ηθικό, χωρίς αξιοπιστία, χωρίς αξιοπρέπεια, χωρίς αυτοπεποίθηση, χωρίς πυξίδα και χωρίς οπαδούς. Αν εξαιρέσει κανείς ένα ποσοστό ανθρώπων μεγάλης ηλικίας, που είτε από συνήθεια είτε γιατί πράγματι οφελήθηκε τα χρόνια της παντοδυναμίας του και τώρα δε θέλει να το «πουλήσει» πηγαίνοντας στο ΣΥΡΙΖΑ – όπως έκαναν δεκάδες χιλιάδες άλλοι βολεμένοι του πασοκικού καθεστώτος – η συντριπτική πλειοψηφία των νεώτερων ηλικιών το αποστρέφεται. Κι αυτό γιατι το ΠΑΣΟΚ δεν εκφράζει σήμερα τίποτα ξεκάθαρο. Στο ΠΑΣΟΚ συνυπάρχουν άνθρωποι με φιλελεύθερες ιδέες που αντιλαμβάνονται ότι το κρατικοδίαιτο μοντέλο της μεταπολίτευσης έχει τελειώσει και επιθυμούν τις μνημονιακές μεταρρυθμίσεις που στην πλειονότητά τους είναι προοδευτικές και ταυτόχρονα υπάρχουν και οι αμετανόητοι που δίνουν τη μάχη μέχρις εσχάτων για να μην αλλάξει τίποτα. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να απογοητεύουν και αυτούς που επιζητούν τις αλλαγές και αυτούς που τις εχθρεύονται.  

Το άλλο μεγάλο πρόβλημα του ΠΑΣΟΚ είναι οι προσωπικές στρατηγικές των στελεχών του. Ο Βενιζέλος αλλά και άλλα πρωτοκλασάτα στελέχη, τα προηγούμενα 3 χρόνια δεν έδωσαν τη μάχη για να πεισθεί η κοινωνία για την αναγκαιότητα των αλλαγών. Δε λειτούργησαν συντεταγμένα, με αλληλεγγύη και κομματικό πατριωτισμό. Κρύβονταν συνεχώς, πιστεύοντας πως το κόστος θα το πάρει όλο ο Παπανδρέου και όταν κάποια στιγμή τον σουτάρουν το κόμμα θα εξαγνιστεί και θα επιστρέψουν άμωμοι στην κοινωνία. Ο Χρυσοχοΐδης είναι η κλασικότερη περίπτωση. Έκραζε τον Παπανδρέου για τα μέτρα «που οδηγούν τη χώρα σε αδιέξοδο» όπως έλεγε και ζητούσε την αντικατάστασή του και τώρα κράζει το Βενιζέλο επειδή κάνει κόνξες στα μέτρα του Σαμαρά. Τώρα δίνει μάχη πρώτης γραμμής για να περάσει ένα πολύ πιο σκληρό απ’ αυτό που είχε ψηφίσει (αλλά δεν είχε διαβάσει) πακέτο. Ο Οικονόμου έκανε τον επαναστάτη στο πρώτο Μνημόνιο και τώρα αγωνίζεται από τη ΔΗΜΑΡ να ψηφιστεί το τρίτο.

Η ΝΔ έχει ακόμα κάποιες αντοχές, καθώς για 2 χρόνια το ‘παιζε ΣΥΡΙΖΑ. Σύντομα θα περιέλθει στην κατάσταση του ΠΑΣΟΚ. Τότε θα βιώσουμε ένα πρωτοφανές για δυτική χώρα φαινόμενο: ένα πολιτικό σύστημα με κατακερματισμένο όλο το φάσμα από την κεντροαριστερά έως την κεντροδεξιά και γιγαντωμένα τα δύο άκρα, που στην ουσία λένε τα ίδια πράγματα (τουλάχιστον στα οικονομικά και την αντιευρωπαϊκή ρητορική). Αυτό έχει γίνει αντιληπτό από πολλούς, και η προοπτική συγκρότησης ενός φιλοευρωπαϊκού πόλου που θα καλύπτει όλο το συρρικνωμένο φάσμα από το ΣΥΡΙΖΑ ως τη ΧΑ συζητιέται έντονα στο πολιτικό, εκδοτικό και επιχειρηματικό παρασκήνιο. Πολλοί, στην προσπάθειά τους να εδραιώσουν το σημερινό σύστημα εξουσίας, επιθυμούν η συγκρότηση αυτού του πόλου να γίνει ΤΩΡΑ και υπό την ηγεσία του Αντώνη Σαμαρά. Κι αυτό γιατί αν το εγχείρημα δεν γίνει ΤΩΡΑ, ο Σαμαράς σε ένα χρόνο θα είναι καμμένο χαρτί. Και ο Βενιζέλος τι κάνει γι’ αυτό;

Ο Βενιζέλος τώρα καταλαβαίνει ότι πιάστηκε κότσος. Ίσως δεν ήταν τελικά αυτός ο εκλεκτός της διαπλοκής για να κυβερνήσει τον τόπο, αλλά για να επιμηκύνει την παραμονή της ΝΔ την περίοδο εως το 2009 και να την επαναφέρει μετά τη συντριπτική της ήττα. Τώρα θα του ζητήσουν να παραδώσει τα κλειδιά του μαγαζιού στο Σαμαρά. Έτσι όπως τα κατάφερε έχει καταντήσει μια τραγική φιγούρα που «τρώει ξύλο» από παντού. Είναι χαρακτηριστική η αντιμετώπιση που έχει όταν προσπαθεί να διαφοροποιηθεί από την κυβέρνηση, παίρνοντας φιλολαϊκότερες θέσεις. Όταν αποπειράται να κάνει τα καραγκιοζιλίκια που έκανε ο Σαμαράς πέρσι, απέναντι σε αυτόν και τον Παπαδήμο (τη συμπολιτευόμενη αντιπολίτευση όπως πολύ σωστά έλεγε τότε). Το μόνο που εισπράττει είναι την ειρωνεία και κάποιες φορές ακόμα και την κατακραυγή. Όπως την κατακραυγή δέχεται και αυτός και ο Κουβέλης για τα μέτρα που θα ψηφιστούν. Του τα χώνανε όταν ήταν υπουργός, του τα χώνουν και τώρα. Αν ερχόταν κάποιος απ’ έξω θα νόμιζε ότι τη χώρα την κυβερνάει ο Βενιζέλος κι ο Κουβέλης και ο Σαμαράς είναι παρατηρητής. Έχει εγκλωβιστεί στο κυβερνητικό σχήμα, τρώει όλα τα μπινελίκια και στην ουσία δεν χρησιμεύει σε τίποτε πέρα από να κάνει το δεκανίκι και το αμορτισέρ του Σαμαρά.
 
Κι αν είχε μια ελπίδα να επιβιώσει απ’ την παγίδα στην οποία έχει εγκλωβιστεί, ο χειρισμός του στη λίστα των μεγαλοκαταθετών της Ελβετίας ήταν το κύκνειο άσμα του. Μια λίστα, που σαν το DVD του Ζαχόπουλου, άλλαζε συνεχώς χέρια μεταξύ υπουργών και υπηρεσιακών παραγόντων και κανείς τελικά δεν την είδε. Μια λίστα που κατέδειξε για μια ακόμα φορά τη γελοιότητα του ελληνικού κράτους. Ένα κράτος φοβισμένο και πανικόβλητο αδύναμο να ασκήσει εξουσία πάνω στον πολίτη (ακόμα και τον κλέφτη και τον φοροφυγά), ανίκανο να υπερασπιστεί το δημόσιο συμφέρον. Η εκδοχή της εσκεμμένης αδράνειας των 2 υπουργών και του Διώτη προκειμένου να καλύψουν κάποιους φίλους τους δεν μπορεί να αποκλειστεί. Πιο πιθανή όμως είναι η εκδοχή να ταράχτηκαν από τα ποσά και τα ονόματα που περιείχε και να φοβήθηκαν τις αγωγές και τις μηνύσεις που θα τρώγανε στο κεφάλι, από όλα αυτά τα μπουμπούκια. Και ο μεν Παπακωνσταντίνου έσωσε κάπως τα προσχήματα αφήνοντας τη λίστα στο Διώτη. Ο Βενιζέλος φέρθηκε βλακωδώς καθώς πιάστηκε με τη γίδα στην πλάτη. Ή καλύτερα με τη γίδα στην κατάψυξη. Άντε τώρα να πείσει το μέσο πολίτη ότι δεν παίζει παιχνίδια πίσω από την πλάτη του.

Ο Βενιζέλος βρίσκεται σήμερα στη θέση που βρικόταν πέρσι ο Γ. Παπανδρέου. Τον έχουν αδειάσει όλοι και το μόνο που περιμένουν είναι η αποχώρησή του. Τελικά οι πρακτικές του Ιζνογκούντ που ακολούθησε για 8 χρόνια δεν τον οδήγησαν στην πρωθυπουργία, αλλά στην ταπεινή θέση του προέδρου του ΠΑΣΟΚ κι αυτό για λίγους μήνες να προεδρεύει σε ένα άδειο κουφάρι. Δε θα μιλήσω για θεία δίκη και άλλα ηθικοπλαστικά, καθώς αυτά δεν υπάρχουν στην πολιτική (ο Σαμαράς έκανε χειρότερα άλλα τελικά έγινε πρωθυπουργός). Το χειρότερο γι’ αυτόν είναι πως δε θα βρει πολλούς που θα θελήσουν να τον αποτρέψουν απ’ το να παραιτηθεί. Ακόμα και τα πρωτοπαλήκαρά του σκοτώνονται στους διαδρόμους της Βουλής.

Βέβαια, όλα πρέπει να γίνουν με προσοχή. Η λύση δεν είναι η πτώση της κυβέρνησης σε αυτή τη φάση. Στην περίπτωση αυτή, η χώρα θα βυθιζόταν στο χάος για έναν ακόμη χρόνο. Το ΠΑΣΟΚ μαζί με τη ΔΗΜΑΡ θα αναγκάζονταν να μετατραπούν από τσόντες του Σαμαρά σε τσόντες του Τσίπρα. Κι ο Βενιζέλος – αν είχε επιβιώσει – θα βίωνε τον έσχατο εξευτελισμό να δίνει αναφορά στο Σκουρλέτη. Το καλύτερο θα ήταν στις εκλογές του Ιουνίου να είχε βγει ο ΣΥΡΙΖΑ. Τώρα θα είχαμε ήδη τελειώσει με το Σαμαρά και θα τελειώναμε οσονούπω και με τον Τσίπρα. Στη φάση αυτή όμως το σενάριο αυτό θα ήταν καταστροφικό. Όχι γιατί ο Τσίπρας θα μας βγάλει απ’ την Ευρώπη. Ξέρει κι ο ίδιος πολύ καλά πως αν κοπεί η χρηματοδότηση απ’ έξω θα ψάχνει μέρος να κρυφτεί. Το Μνημόνιο θα εφαρμόσει κι αυτός. Από λιοντάρι θα γίνει γατάκι.

Ο Λαφαζάνης άλλωστε αυτό υποννόησε προχθές «λέγοντας δεν είμαστε έτοιμοι να κυβερνήσουμε». Έστειλε μήνυμα στον Τσίπρα πως αν δεν ακολουθήσει τις προτροπές του για εκπόνηση σχεδίου αποχώρησης από το ευρώ και αναλάμβανε τώρα τη διακυβέρνηση του τόπου θα έκανε αναγκαστικά ότι και οι προηγούμενοι. Βέβαια αν μαθευόταν ότι ο Τσίπρας έδωσε εντολή για επεξεργασία σεναρίου αποχώρησης από το ευρώ, το 25% θα γινόταν σε μια βδομάδα 10%, γι’ αυτό και ο καταληψίας κάνει τον κινέζο στις παραινέσεις Λαφαζάνη. Γι’ αυτό και ακολουθεί τη δοκιμασμένη συνταγή Σαμαρά, της κοροϊδίας δηλαδή του κόσμου μέχρι να γίνει πρωθυπουργός και μετά έχει ο θεός. Το πρόβλημα είναι πως, με δεδομένο ότι οι νεοδημοκράτες χρειάστηκαν 4 μήνες για να καταλάβουν τι συμβαίνει στη χώρα, όταν μάλιστα έχουν και το know how της καταστροφής αφού αυτοί την έφεραν σε αυτή την κατάσταση, αν τώρα αναλάμβανε ο ΣΥΡΙΖΑ θα χρειαζόντουσαν τουλάχιστον 8 μέχρι ο Λαφαζάνης κι ο Στρατούλης να αντιληφθούν την πραγματικότητα. Και μέχρι τότε το πιθανότερο είναι να συμβεί κάποιο ατύχημα.

Αμέσως μετά την ψήφιση των μέτρων Βενιζέλος, Χρυσοχοΐδης, Λοβέρδος, Ραγκούσης, Φλωρίδης, Μόσιαλος, Μάνος και όλοι οι καπεταναίοι του χώρου θα πρέπει να δουν κατάφατσα τη σκληρή πραγματικότητα: οτί κανείς τους δεν μπορεί να ενώσει τον πολυσδιασπασμένο χώρο του κέντρου, αφενός γιατί είναι ήδη (άλλος πολύ και άλλος λίγο) φθαρμένα υλικά και αφετέρου, διότι δεν μπορεί να εξασφαλίσει τη συστράτευση των υπολοίπων, μια και όλοι θεωρούν την αφεντιά τους εξέχουσα προσωπικότητα, προορισμένη να αναλάβει της τύχες της χώρας. Όσο γρηγορότερα και με καθαρό μυαλό το κατανοήσουν αυτό, τόσο το καλύτερο για όλους.

Θα πρέπει όλοι να κάνουν ένα βήμα στο πλάι και να αναζητήσουν έναν άνθρωπο απ’ τη νεώτερη γενιά, έξω απ’ την κομματική επετηρίδα, που δεν είχε ποτέ του βίτσιο να γίνει πρωθυπουργός. Έναν έντιμο και καθαρό άνθρωπο, επιτυχημένο στο χώρο του, χωρίς εξαρτήσεις από συνδικάτα και συντεχνίες, χωρίς παλαιοκομματικές λογικές, με όραμα για τον τόπο, που θα μπορέσει να πείσει τους πολίτες ότι οι θυσίες θα πιάσουν τόπο αν δουλέψουμε όλοι μαζί για το κοινό καλό κι όχι ο καθένας να κοιτάει την πάρτη του. Έναν άνθρωπο που δε θα ακολουθήσει τη γνωστή διαδρομή των εσωκομματικών συναλλαγών και μικροπολιτικών τακτικισμών για να αναδειχθεί, αλλά θα κληθεί για να βοηθήσει και θα αξίζει να στηριχθεί. Τέτοιοι άνθρωποι υπάρχουν στην κοινωνία αλλά δε θέλησαν ποτέ να εμπλακούν με το διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα.

Η περίφημη γενιά του Πολυτεχνείου πρέπει να αποχωρήσει σιγά-σιγά από τα πράγματα. Αρκετή ζημιά έκανε στη χώρα. Υπάρχει ανάγκη στην κοινωνία για το τελικό ξεκαθάρισμα. Η ανάγκη αυτή έχει οδηγήσει τη νέα γενιά να λοξοκοιτάζει στα άκρα, μόνο και μόνο επειδή αυτά λένε τ’ αντίθετα απ’ τα παλιά κόμματα εξουσίας ή δείχνουν αντισυστημικά. Κι ας λένε αρλούμπες. Οι πιό δημοφιλείς πολιτικοί της νεολαίας είναι ο Τσίπρας και ο Κασιδιάρης. Στην πραγματικότητα και οι δύο είναι άκρως συστημικοί και συντηρητικοί. Ο ένας αναπολεί το 1981 και ο άλλος το 1936. Ο χώρος του κέντρου θα πρέπει να αναδείξει γρήγορα το δικό του άνθρωπο, που δε θα δώσει μάχες οπισθοφυλακών, δε θα διστάσει να επιχειρηματολογήσει υπέρ της αλλαγής νοοτροπίας όλων μας, που θα βγει επιθετικά μπροστά με ένα σχέδιο που θα αναμορφώσει την Ελλάδα. Δε θα είναι εύκολο. Θα χρειαστεί στήριξη και από μέσα (υπάρχον πολιτικό προσωπικό) και από τα κοινωνικά στρώματα που επιθυμούν πραγματική κοινωνική δικαιοσύνη, που θεωρούν ότι εθνική αξιοπρέπεια δεν είναι το ατελείωτο κλάμα προκειμένου οι ξένοι να μας λυπηθούν και να μας διαγράψουν τα χρέη, αλλά το σκύψιμο του κεφαλιού και το σήκωμα των μανικιών για περισσότερη δουλειά, για τη συγκρότηση ενός παραγωγικού κράτους και τη δημιουργία μιας υγειούς οικονομίας..    

Ο ρόλος Βενιζέλου ως κατόχου της σφραγίδας ενός ιστορικού κόμματος είναι κομβικός. Ο νέος φορέας δεν μπορεί να είναι το ΠΑΣΟΚ με τη σημερινή του μορφή, όπως δεν πρέπει και να διαμορφωθεί υπό την ηγεσία Σαμαρά. Όποιοι έχουν αυτά τα σχέδια να ξέρουν ότι θα φέρουν ακέραια την ευθύνη για τη διάλυση του προοδευτικού χώρου με την ενσωμάτωσή του στην αγκαλιά ενός τυχοδιώκτη ακροδεξιού που κάνει συγκυριακά τον υπεύθυνο. Όσο για το Βενιζέλο μια τελευταία κουβέντα: Είναι αλήθεια σκληρό για έναν άνθρωπο να αντιλαμβάνεται πάνω στην κούρσα, ότι δεν ήταν το άλογο γκανιάν αλλά ο λαγός. Ας αναγνωρίσει τα λάθη του κι ας κάνει τώρα το σωστό ως ύστατη παρακαταθήκη. Ίσως κάποτε του το αναγνωρίσει η ιστορία. Ούτως ή άλλως έτσι όπως τα κατάφερε θα ‘χει να το λέει: για πρωθυπουργός ξεκίνησε και το μόνο που πέτυχε είναι να γραφτεί το όνομά του στη λίστα των προέδρων του ΠΑΣΟΚ και στο μνημείο των «πεσόντων υπέρ Μνημονίου και Σαμαρά». Σε τίποτα απ’ τα δύο δεν πίστεψε, ας βάλει ένα τέλος στο μαρτύριό του. Να ζήσουμε να τον θυμόμαστε.