Ανδρέας Λοβέρδος: Εξόφθαλμα περιττή η παρουσία του ΔΝΤ στη χώρα

28.1.13

Την κατά προτεραιότητα εξόφληση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και την παράλληλη αποχώρηση του από τη χώρα πρότεινε με άρθρο του στο Έθνος της Κυριακής ο Ανδρέας Λοβέρδος.

Ο πρώην υπουργός δεν τεκμηριώνει ιδιαίτερα πειστικά την πρόταση του η οποία γεννά κι αρκετά ερωτήματα, καθώς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο είναι αυτό που έχει ταχθεί υπέρ μιας πιο γενναίας λύσης για την Ελλάδα με λιγότερη λιτότητα.



Αναλυτικά το άρθρο του ανεξάρτητου βουλευτή:

Πολλά κυβερ­νη­τικά και κοινοβουλευτικά στελέχη του ΠΑΣΟΚ είχαμε διαφωνήσει με την ένταξη του ΔΝΤ στον μηχανισμό χρηματοδότησης της χώρας. Κατά τη γνώμη μου, ο μηχανισμός έπρεπε να είναι αμιγώς ευρωπαϊκός.

Η Γερμανία, δύναμη απρόθυμη στην αρχή να σχηματισθεί μηχανισμός διάσωσης, τελικώς υποχώρησε, απαιτώντας όμως τη συμμετοχή του ΔΝΤ σε αυτόν. Στο ενδιάμεσο στάδιο, πριν δηλαδή τον σχηματισμό του μηχανισμού, ορισμένα στελέχη είχαμε εκφράσει τη διαφωνία μας. Είχα πάρει και την πρωτοβουλία να δώσω συνέντευξη επ' αυτού σε κυριακάτικη εφημερίδα. Την άποψή μου αυτή επανέλαβα πολλές φορές έκτοτε. Προεκλο­γικώς μάλιστα διατύπωσα, και πάλι σε κυριακάτικη εφημερίδα, την πρότασή μου να απεμπλακούμε από το ΔΝΤ, αποπληρώνοντας σε λίγα χρόνια τα χρήματα που μας δάνεισε. Η απεμπλοκή πρέπει να γίνει για προφανείς λόγους, που αφορούν την Ελλάδα και την ΕΕ. Η πρόταση αυτή σήμερα απευθύνεται προς την κυβέρνηση, η οποία, αν την υιοθετήσει, θα πρέπει να τη χειριστεί σε συνεργασία με τα όργανα και τις ηγέτιδες δυνάμεις της ΕΕ.
Η συμμετοχή του ΔΝΤ στον μηχανισμό στήριξης θεωρήθηκε, από τη Γερμανία κυρίως, ως προϋπόθεση για την επιτυχία του προγράμματος διάσωσης της χώρας, διότι αυτό διέθετε τη σχετική τεχνογνωσία, ενώ η ΕΕ όχι. Παρότι από τον συνολικό δανεισμό των ευρωπαϊκών λαών προς την Ελλάδα μόνο ένα πολύ μικρό μέρος δίδει το ΔΝΤ, εντούτοις το ταμείο αυτό παίζει κυρίαρχο ρόλο σε όλα τα σχετικά προγράμματα (Ιρλανδία, Πορτογαλία), ενώ οι εσωτερικές του λειτουργίες και οι δηλώσεις των στελεχών του αποτελούν ενίοτε θρυαλλίδα πολιτικών εξελίξεων. Το χρειαζόμαστε, όμως, πραγματικά το ΔΝΤ; Η πράξη απέδειξε πως όχι. Και εξηγούμαι: εκτός απ' ότι τα χρήματα που δανείζει είναι ελάχιστα, η συμβολή του στην παρακολούθηση του προγράμματος είναι μηδαμινή.
Η παρακολούθηση γίνεται κυρίως από τα στελέχη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Τη διαπίστωση αυτή έκανα επί δύο ολόκληρα χρόνια, συνεργαζόμενος με την τρόικα σε δύο υπουργεία. Και από την άλλη, διευθετήσεις απαραίτητες κατά την εφαρμογή του προγράμματος, ενώ έβρισκαν σύμφωνη την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, προσέκρουαν στη σταθερή άρνηση των εκπροσώπων του Ταμείου. Κι ακόμη, όλες οι προβλέψεις του ΔΝΤ για την πορεία της Ελλάδας προς την ανάπτυξη και τις αγορές έπεσαν έξω. Τα ίδια τα στελέχη του ομολογούν πως έκαναν λάθος.

Η Ελλάδα είναι και θα παραμείνει μέλος της Ευρωζώνης, επωμιζόμενη τόσο τις υποχρεώσεις όσο και τα δικαιώματα που απορρέουν από τη συμμετοχή αυτή. Που σημαίνει πως πρέπει να παρακολουθούμε τους όρους της δημοσιονομικής μακροοικονομικής ισορροπίας. Συνεπώς, η παρουσία του ΔΝΤ στην Ευρώπη και δη στην Ελλάδα, με δεδομένη και τη βαθμιαία ενίσχυση του πλαισίου οικονομικής διακυβέρνησης στην Ευρωζώνη, καθίσταται πλέον εξόφθαλμα περιττή. Στρατηγικός πλέον στόχος της χώρας πρέπει να είναι η ταχεία αποπληρωμή των δανεικών μας υποχρεώσεων προς το Ταμείο, με παράλληλη παρότρυνση και των εταίρων μας στην Ευρωζώνη να υιοθετήσουν και να στηρίξουν τον στόχο αυτό.

Στο τέλος του 2012, το συνολικό δημόσιο χρέος ανήρχετο σε 312 δισ., από τα οποία μόνο τα 22 δισ., δηλαδή το 7%, μας δάνεισε το ΔΝΤ. Το αργότερο, λοιπόν, έως το 2015 πρέπει να απεμπλακούμε από το ΔΝΤ. Σήμερα η πρόβλεψη αποπληρωμής εκτείνεται έως το 2022. Η κυβέρνηση, λοιπόν, θα πρέπει να καταστρώσει ένα σχέδιο χρηματοδότησης του στόχου αυτού, εντάσσοντάς τον σε ένα πρόγραμμα επιτάχυνσης των ιδιωτικοποιήσεων και επισκόπησης της σύνθεσης του ελληνικού χρέους. Με δεδομένο ότι το σύνολο του υπολοίπου των προβλεπόμενων οφειλών προς το ΔΝΤ, πέραν του 2015, δεν ξεπερνά τα 4,6 δισ., θα ήταν απολύτως εφικτό, το υπόλοιπο αυτό να επιμεριστεί στα προηγούμενα χρόνια, και να χρηματοδοτηθεί κατά προτεραιότητα (μέσω της αναμόχλευσης των λοιπών στοιχείων του χρέους και προσαρμογής της δημοσιοοικονομικής ρευστότητας). Υπό το πρίσμα αυτό και σε ένα πλαίσιο απόλυτης αξιοπιστίας, η Ελλάδα μπορεί να αποστείλει το τελευταίο τσεκ αποπληρωμής τον Δεκέμβριο του 2015 στη Washington D.C. Και προφανώς, να απαιτήσει την αποχώρηση των κλιμακίων του από τη χώρα, πλην εκείνων που είναι εδώ στο πλαίσιο της λειτουργίας του, αφού η Ελλάδα είναι τακτικό του μέλος.

Πέραν της δημαγωγίας που χαρακτήρισε τις εκλογές του 2012, σήμερα σε συνθήκες νομισματικής, άρα και, προς το παρόν, πολιτικής σταθερότητας, η Ελλάδα πρέπει να καθορίσει το στρατηγικό πρόγραμμα της ανόρθωσής της. Ένα πρόγραμμα, όμως, προσαρμοσμένο όχι μόνο στην ανάγκη δημοσιοοικονομικής προσαρμογής, αλλά και στην πιο κρίσιμη σήμερα ανάγκη να μειωθεί η ύφεση μέσω του απεγκλωβισμού της οικονομίας από τη γραφειοκρατία, που απαιτεί μόνο πολιτική θέληση και σχέδιο δίχως την παραμικρή δαπάνη.

Η διαμόρφωση των απαραίτητων συνθηκών για να επιστρέψει η Ελλάδα στην οικονομική αυτάρκεια, διά της οποίας ορίζεται και ο βαθμός ανεξαρτησίας της, είναι το πρώτο βήμα για την ανόρθωσή της.