Ο λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει Κεντροαριστερά

1.3.13

Η 1η Μαρτίου σηματοδοτεί την έναρξη των επίσημων εργασιών του 9ου Συνεδρίου του ΠΑΣΟΚ, το οποίο έχει χαρακτηριστεί από τον πρόεδρο του Ευάγγελο Βενιζέλο ως «συντακτικό». Πρόκειται μάλλον για την τελευταία ευκαιρία του ιστορικού κόμματος να υπενθυμίσει τον ιστορικά ηγετικό του ρόλο στην Κεντροαριστερά. Εικάζω ότι (και) η ευκαιρία αυτή θα σπαταληθεί.



Κακό χωριό τα λίγα σπίτια. Κατά πάσα πιθανότητα, θα συγκρουστούν παρηκμασμένοι κομματικοί μηχανισμοί, θα εκφωνηθούν κατεψυγμένοι πολιτικοί λόγοι...



...μεταπολίτευσης και,  ίσως, τηρώντας το έθιμο, θα ανταλλαγούν μεταξύ των συνέδρων μερικές καρεκλιές, έτσι για το καλό. Η παράσταση θα ολοκληρωθεί με μια πολύωρη τοποθέτηση του κ. Βενιζέλου, ο οποίος θα περιγράψει με εύηχες λέξεις το μέλλον του κόμματος, του Έθνους και της ανθρωπότητας, με ασάφεια τέτοια που θα τη ζήλευε και η Πυθία του αρχαίου Μαντείου. Μακάρι να μας εκπλήξει θετικά κι ουσιαστικά, αλλά οι πιθανότητες δεν είναι υπέρ του, κρίνοντας από τη γεμάτη στρογγυλοποιήσεις πολιτική του διαδρομή.

Το μόνο βέβαιο είναι ότι δεν θα καταγραφεί καμία ουσιαστικά παραγωγή ή ανταλλαγή απόψεων, με μόνες ίσως εξαιρέσεις τις τοποθετήσεις κάποιων μεμονωμένων συνέδρων –που θα περάσουν απαρατήρητες– αλλά και κάποιων σύγχρονων ιδεών που λογικά θα περιλαμβάνονται  στο πολυσέλιδο «σχέδιο ανασυγκρότησης» του κόμματος – και θα χαθούν στο γενικότερο χάος. Θα επιβεβαιωθεί μια εικόνα  που θα μοιάζει με ιδεολογική ήττα της κυβερνητικής Κεντροαριστεράς. Μια ήττα με κάτω τα χέρια.

Η ελληνική Κεντροαριστερά αδυνατεί να ξεφύγει από τις παγίδες που έστησε η ίδια στον (εσχάτως ενοχικό) εαυτό της, αντιγράφοντας τα μεταπολιτευτικά σύνδρομα της αιώνιας αντιπάλου της. Ήδη από το 1974, αλλά κατ’ εξοχήν από το 1981 και μετά, η Κεντροδεξιά βυθίστηκε σε μια δίνη ενοχών, κυρίως για την άνοδο των συνταγματαρχών στην εξουσία, την οποία ο Ανδρέας Παπανδρέου έγκαιρα εντόπισε κι έξυπνα φούσκωσε με το θρυλικό σύνθημα «ο λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει Δεξιά».

Τότε, ή από τότε,  η ιστορική κεντροδεξιά παράταξη του Κωνσταντίνου Καραμανλή –που πέτυχε την ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ- έμαθε να ζει με αυτή την κατηγορία, ειδικά μετά την αποχώρηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και την παράδοσή της σε πολιτικές προσωπικότητες του πολιτικού διαμετρήματος του Μιλτιάδη Έβερτ και του Κώστα (του) Καραμανλή. Ο τελευταίος, με την ιδιότητα του πρωθυπουργού (sic), βάλθηκε μάλιστα να ξεπεράσει  κάθε «σοσιαλιστικό» προηγούμενο, με τον μετέπειτα γραμματέα της κοινοβουλευτικής ομάδας της Ν.Δ. Κωνσταντίνο Τασούλα να μονολογεί τον Δεκέμβριο του 2010 στη Βουλή:

Η  Νέα Δημοκρατία ομολογουμένως έχει ευθύνη, γιατί δεν αναχαίτισε και, πολύ περισσότερο, γιατί δεν αντέστρεψε αυτή την πορεία [σ.σ. του ΠΑΣΟΚ του 1980). Ήταν τέτοια η επιβολή αυτού του ψυχισμού στον ελληνικό λαό, τέτοια η ιδεολογική επικράτηση αυτής της ιδεολογίας, αυτής της επιστροφής, αυτής της δήθεν επανάκαμψης του «προοδευτισμού», που οι πάντες υποκύψαμε σ’ αυτό. Ομολογουμένως, δεν μπορέσαμε ιδεολογικά, να το αναχαιτίσουμε. Δεν μπορέσαμε ιδεολογικά, να το αντιστρέψουμε. Και πολλές φορές καταφύγαμε, για να επιβιώσουμε, στο να γίνουμε το «μπλε ΠΑΣΟΚ».

Επιχειρώντας μια τολμηρή αναλογία του παρελθόντος της Κεντροδεξιάς με το παρόν της Κεντροαριστεράς, φαντάζει εξαιρετικά πιθανό το ενδεχόμενο υποχώρησης της παραγωγής πολιτικής σκέψης μπροστά στα ενοχικά σύνδρομα που γέννησε στην Κεντροαριστερά αυτό που ως περίοδος αλλά και ως πολιτική κοσμογονία περιγράφεται ως «Μνημόνιο».

Ταυτιζόμενη για σχεδόν δυο χρόνια με το υστερικά απολιτίκ αντιμνημονιακό ακροατήριο, η ΝΔ του Αντώνη Σαμαρά κατάφερε να θέσει –έστω εμμέσως– αυτή, ίσως για πρώτη φορά στη Μεταπολίτευση, την ατζέντα της πολιτικής συζήτησης. Εδώ και περίπου δυο χρόνια, συζητούμε μονάχα για νούμερα και οικονομικά στοιχεία, τα πάντα αποτιμώνται σε χρήμα. Το δημοκρατικό πολίτευμα  ταυτίστηκε με την οικονομική ευημερία κι αμφισβητήθηκε στις χρήσιμα αποκαλυπτικές πλατείες της οργής τις οποίες η κεντροαριστερή κυβερνητική πλειοψηφία του Γιώργου Παπανδρέου παρακολουθούσε αμήχανη και τρομοκρατημένη.

Προηγουμένως, υπουργοί και βουλευτές τής εν λόγω μονοκομματικής κυβέρνησης είχαν παγιδευτεί σε μια αδιέξοδη πολιτική επιχειρηματολογία που τους εμφάνιζε ως θύματα συγκυριών, αναγκασμένα να ψηφίζουν μέτρα που ιδεολογικά δεν μπορούσαν να υποστηρίξουν.  Οι περισσότεροι δεν ξόδεψαν ποτέ λίγο χρόνο για να μας εξηγήσουν τι ακριβώς όριζαν ως «ιδεολογία» τους και ποια συγκεκριμένα μέτρα του Μνημονίου συγκρούονταν με αυτήν.  Κάπως έτσι, το ΠΑΣΟΚ βρέθηκε στις διπλές εκλογές του 2012 χωρίς κανένα ιδεολογικό στίγμα, κάτι που ο νέος αρχηγός ενίσχυσε ακόμα περισσότερο τόσο ως παρουσία όσο κι ως ρητορική, καθώς πότε ζητούσε με ένα θολά λαϊκίστικο τρόπο «συγγνώμη» από τον ελληνικό λαό και πότε κατακεραύνωνε οποιαδήποτε πολιτική δύναμη αρνείτο να αναγνωρίσει ως μονόδρομο τις κεντρικές πολιτικές επιλογές του ΠΑΣΟΚ.

Το άρθρο του Μάκη Μυλωνά συνεχίζεται στο νέο site του έγκριτου περιοδικού Βοοks' Journal εδώ.