Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής: Η πτώση των τιμών δεν ήταν η αναμενόμενη

11.5.13

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η τριμηνιαία έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, καθώς αναλύει και μερικώς προσπαθεί να απαντήσει σε ερωτήματα που αφορούν την πορεία της δημοσιονομικής προσαρμογής της χώρας.


Με βάση και τον παραπάνω πίνακα, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον...

...το κεφάλαιο της έκθεσης που φέρει τον τίτλο «Οι μισθοί μειώνονται. Η ανταγωνιστικότητα βελτιώνεται;». Παραθέτω ένα μεγάλο τμήμα του:

Από το πρώτο μνημόνιο, η ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας κατείχε σημαντική θέση στους στόχους του οικονομικού προγράμματος. Κατά την επικρατούσα αντίληψη, η οποία διαπνέει το μνημόνιο, που έχει ωστόσο επικριθεί για τις θεωρητικές της παραδοχές και έχει αμφισβητηθεί από διάφορες εμπειρικές μελέτες, 10 θεσμικές μεταβλητές (νομοθεσία προστασίας της εργασίας από απολύσεις, εθνικές συλλογικές συμβάσεις, πολιτικά καθοριζόμενος ελάχιστος μισθός κ.α.) έχουν αρνητική επίπτωση στην απασχόληση.

Σε αυτό το πλαίσιο, πραγματοποιήθηκαν κυρίως μετά από πίεση των εταίρων αρκετές μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, με στόχο τη μείωση τόσο του μισθολογικού όσο και του μη- μισθολογικού κόστους. Από θεσμική άποψη ξεχωρίζουμε:

Πρώτον, τις αλλαγές των κανόνων για Εθνική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας. Με τη λήξη-κατάργηση της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας διαμορφώνονται επιχειρησιακές συμβάσεις και καταργείται το επίδομα γάμου (10%). Κατά το 2012, μέσω των επιχειρησιακών και ατομικών συμβάσεων επήλθε μείωση στις αποδοχές που έφτασε το 30,4%, ενώ μέσω των ευέλικτων μορφών εργασίας η μείωση έφτασε το 28,3% (σύμφωνα με στοιχεία του σώματος επιθεώρησης εργασίας).

Δεύτερον καταργήθηκε η δυνατότητα μονομερούς προσφυγής ενός κοινωνικού εταίρου στη διαιτησία.

Τρίτον, μειώθηκε ο κατώτατος μισθός κατά 22% (με το ποσοστό να φθάνει το 32% για τους νέους κάτω των 25 ετών). Άλλαξε επίσης δραστικά η διαδικασία καθορισμού του. Σύμφωνα με το τελικό σχέδιο που παρέδωσε το αρμόδιο υπουργείο στην Τρόικα, αυτός θα έρχεται με νόμο από τον υπουργό Εργασίας προς ψήφιση στη Βουλή, ύστερα από εξάμηνη μελέτη και διαβούλευση με επιστημονικούς φορείς, κοινωνικούς εταίρους και άλλους παράγοντες της αγοράς. Έτσι, ο κατώτατος μισθός και το κατώτατο ημερομίσθιο, με το οποίο θα αμείβονται εργαζόμενοι που δεν καλύπτονται από σύμβαση εργασίας, θα επανακαθορίζεται πλέον κάθε έξι μήνες, ανάλογα με τις συνθήκες (προοπτικές απασχόλησης κλπ). Επίσης, ο νομοθετημένος κατώτατος μισθός θα διαφοροποιείται με συγκεκριμένους συντελεστές που εφαρμόζονται για την ηλικία (νέοι κάτω των 25 ετών) και την προϋπηρεσία του εργαζομένου.

Τέλος, όσον αφορά τα μη- μισθολογικά κόστη, μειώθηκαν μεταξύ άλλων, οι ασφαλιστικές εισφορές, πάγωσαν οι ωριμάνσεις έως ότου η ανεργία πέσει κάτω από το 10%, μειώθηκαν το κόστος απόλυσης και ο διοικητικός φόρτος των επιχειρήσεων κ.α.

Με τα παραπάνω μέτρα, επιχειρήθηκε να επιτευχθεί η λεγόμενη εσωτερική υποτίμηση, καθώς αναμενόταν ότι μέσω της μείωσης του κόστους εργασίας θα έπεφταν και οι τιμές. Με άλλα λόγια, η εσωτερική υποτίμηση υποκαθιστά το εργαλείο της ονομαστικής υποτίμησης το οποίο λόγω της συμμετοχής της χώρας στο ευρώ, έχει απολεσθεί.

Όσον αφορά δηλαδή την ανταγωνιστικότητα κόστους, ο στόχος επετεύχθη ως ένα βαθμό: η
πτώση των μισθών έριξε και το μοναδιαίο κόστος εργασίας, πράγμα που πιθανόν ευνόησε τις εξαγωγές. Παρ’ όλα αυτά, η πτώση των τιμών δεν ήταν η αναμενόμενη, καθώς σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ., το ύψος της μισθολογικής δαπάνης επηρεάζει μόνο κατά 21,7% τη διαμόρφωση της τελικής τιμής του προϊόντος, όπως αυτή αναλύεται στον πίνακα που προηγήθηκε.

Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό λοιπόν, για να κερδηθεί το στοίχημα της ανταγωνιστικότητας της χώρας, τόσο για την αύξηση των εξαγωγών όσο και για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων, απαιτούνται περαιτέρω δράσεις, κυρίως διαρθρωτικού χαρακτήρα.