H Τριτοβάθμια Εκπαίδευση στα χέρια ανήμπορων και αδιάλλακτων ηγεσιών

23.11.13



Του Παναγιώτη Τσιάλα*

Ζούμε την 76η μέρα κλειστού Πανεπιστήμιου και, μέχρι στιγμής, τίποτα δε φαίνεται ικανό να οδηγήσει σε εκτόνωση της κρίσης. Υπουργός και Πρυτάνεις κονταρομαχούν ανηλεώς σε πάνελ και ραδιόφωνα, αδυνατώντας να συμφωνήσουν ακόμα και στα βασικά (π.χ. τους αριθμούς). Θύμα αυτής της σύγκρουσης το Πανεπιστήμιο.

Τη φωτιά άναψε η Κυβέρνηση, η οποία, ελπίζοντας ίσως ότι θα αποφύγει την αναδιάρθρωση στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, δεν πίεσε από νωρίς τις διοικήσεις των ΑΕΙ να προχωρήσουν έγκαιρα σε αξιολόγηση δομών και προσώπων. Έτσι, μια ανειλημμένη υποχρέωση της χώρας σπρώχθηκε υποκριτικά κάτω από το χαλί. Όταν, όμως, η παρελκυστική τακτική της κυβέρνησης ήρθε στο φως, ο κύριος Αρβανιτόπουλος βρέθηκε αντιμέτωπος με τις ολέθριες συνέπειες της στρατηγικής του. Σε μια κίνηση απελπισίας, χορήγησε προθεσμία express στους Πρυτάνεις για να κάνουν την αξιολόγηση και εκείνοι αντέδρασαν με τον τρόπο που συνηθίζουν (είτε έχουν άνεση χρόνου είτε όχι): δε συνεργάστηκαν.

Το ένα λάθος διαδέχτηκε το άλλο και ο Υπουργός Παιδείας έφτασε να δημοσιεύσει δύο ΚΥΑ (23/9 και 15/10) με τις οποίες έθετε σε διαθεσιμότητα το 37% των διοικητικών υπαλλήλων του ΕΚΠΑ και το 45% του ΕΜΠ, παρά το γεγονός ότι δεν είχε γίνει καμιά προετοιμασία για την αντιμετώπιση των κενών που θα προέκυπταν από τις απομακρύνσεις. Το χειρότερο απ’ όλα: η προβλεπόμενη διαθεσιμότητα είναι άδικη διότι οδηγεί εκ των πραγμάτων στην έξοδο τους πιο χρήσιμους από τους διοικητικούς υπαλλήλους, προστατεύοντας, συγχρόνως, κομμάτια του προσωπικού που δεν υπηρετούν στο Πανεπιστήμιο (αν και πληρώνονται από αυτό), ή που μόνο κατ’ όνομα είναι διοικητικοί (βαφτίστηκαν έτσι το 2005 για να μπορέσουν να μονιμοποιηθούν, χωρίς να παρέχουν το παραμικρό διοικητικό έργο στο Πανεπιστήμιο).

Δυστυχώς ο κύριος Υπουργός δε συνειδητοποίησε ποτέ ότι το εργαλείο της κινητικότητας θα μπορούσε να θεραπεύσει υφιστάμενες αδικίες στο χώρο του Πανεπιστημίου. Απεναντίας, απολάκτισε την κινητικότητα ως έμπνευση μνημονιακή (και άρα κακή) και, μόλις ο κόμπος έφτασε στο χτένι, διεμήνυσε ότι το μέτρο είναι αναγκαίο για τη σωτηρία της χώρας και το υλοποίησε με τον πλέον άστοχο τρόπο. Η ευκαιρία για μια ουσιαστική και δίκαιη διοικητική αναδιάρθρωση του Πανεπιστημίου είχε χαθεί. Μιλάμε πλέον για ένα κακοσχεδιασμένο, οριζόντιο και άδικο δημοσιονομικό μέτρο.

Όμως, παρά τις αστοχίες του Υπουργείου, το Πανεπιστήμιο δεν θα είχε οδηγηθεί στο πλήρες αδιέξοδο, αν οι διοικήσεις στο ΕΚΠΑ και το ΕΜΠ είχαν αντιδράσει με ψυχραιμία και υπευθυνότητα. Σε αυτήν την κρίσιμη στιγμή, θα περίμενε κανείς από τους Πρυτάνεις να καταγγείλουν μεν τις αστοχίες του Υπουργείου, συγχρόνως, όμως, να καταβάλουν, έστω και την ύστατη στιγμή, κάθε δυνατή προσπάθεια για τον εντοπισμό των υπαλλήλων που, ενώ συμπεριλαμβάνονται στους καταλόγους του Πανεπιστημίου, η άμεση απομάκρυνσή τους δεν θα είχε σημαντική επίπτωση στη λειτουργία του (π.χ. αποσπασμένοι, υπηρετούντες σε άλλους φορείς, μακροχρόνια αδειούχοι που απασχολούνται σε ιδιωτικούς φορείς εκτός ΕΚΠΑ, αδικαιολόγητα απόντες κλπ).

Αντ’ αυτού, ο Πρύτανης του ΕΚΠΑ σήκωσε συνειδητά τους τόνους της αντιπαράθεσης και σε μια στιγμή ηροστράτειας έμπνευσης, έλαβε την απόφαση (από κοινού με τη Σύγκλητο) να προχωρήσει σε προειδοποιητική αναστολή λειτουργίας του Πανεπιστημίου. Κι ενώ προς τα έξω διαβεβαίωνε ότι εργάζεται για το άνοιγμα του Πανεπιστημίου, στην πράξη φαίνεται σαν να υποδαύλιζε την όξυνση, υιοθετώντας ένα λόγο καταγγελτικό που εξήπτε τα πάθη. Αντί να προτείνει πρακτικές λύσεις υπέρ των φοιτητών και των διοικητικών υπαλλήλων που δίνουν πνοή στο Πανεπιστήμιο, αυτός κορυβαντιούσε. Στην αρχή ζήτησε μαζί με τη Σύγκλητο να του δοθούν άλλοι 500 υπάλληλοι για να λειτουργήσει (ενώ προς το Συμβούλιο Ιδρύματος παραδεχόταν ότι περισσεύουν 150-200), ύστερα προεξόφλησε  (ήδη από τον Σεπτέμβριο!) την πιθανότητα απώλειας του εξαμήνου και πριν από λίγες μέρες έφτασε στο σημείο να υποβάλει μηνύσεις και αγωγές στο όργανο που έχει την εποπτεία του Ιδρύματος, επειδή αυτό έκανε τη δουλειά του.

Με αυτά τα δεδομένα και με τον χειρισμό της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης να βρίσκεται στα χέρια ανήμπορων και αδιάλλακτων ηγεσιών όπως των κυρίων Πελεγρίνη και Αρβανιτόπουλου, πολύ φοβάμαι ότι η υπόθεση των Πανεπιστημίων θυμίζει σε κάτι την δαντική επιγραφή της Κολάσεως: «αν περάσεις την πύλη αυτή, ξέχνα και την τελευταία σου ελπίδα…»

*Ο Παναγιώτης Τσιάλας είναι τελειόφοιτος φοιτητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Τα ΝΕΑ» στις 23 Νοεμβρίου του 2013.