Όλα, μα όλα τα παιδάκια τρέχουν

10.12.14


Κατέγραψα προχθές την εμπειρία μου από μια γιορτινή βραδιά Τούρκων Αλεβιτών στην Ολλανδία, η οποία πάνω-κάτω μου θύμισε τα πανηγύρια που διοργανώνονται συχνά-πυκνά ανά την Ελλάδα.

Όταν έφτασα στον χώρο της εκδήλωσης και βρήκα μια θέση να κάτσω στα διάφορα τραπέζια που είχαν στηθεί, άρχισα να παρατηρώ τον κόσμο γύρω μου. Εκτός από το παλιό και προφανές συμπέρασμα ότι οι ομοιότητες Ελλήνων-Τούρκων είναι εντυπωσιακές, παρατήρησα ότι ο ρόλος των παιδιών σε τέτοιου τύπου εκδηλώσεις είναι τελικά παντού ο ίδιος.

Τι εννοώ; Όλα μα όλα τα παιδάκια που βρίσκονταν στον χώρο είχαν εγκαταλείψει τα τραπέζια των γονιών τους και έτρεχαν γύρω-γύρω, φώναζαν, τσακώνονταν μεταξύ τους και ξεσπούσαν στα γέλια κάθε φορά που το ξύλινο παρκέ αποδεικνυόταν κάπως αφιλόξενο για τις τούμπες τους.

Με την καρέκλα μου να βρίσκεται στην άκρη του τραπεζιού στην πλευρά του διαδρόμου, πολύ σύντομα ήρθα αντιμέτωπος με ένα ζευγάρι οργισμένα καφέ μάτια που στην παγκόσμια γλώσσα της παιδικής αγανάκτησης μου έλεγαν να κάνω λίγο πιο πέρα για να επιτρέψω τις κούρσες των ανθρωπόμορφων ζιζανίων.

Συνθηκολόγησα σχεδόν αστραπιαία, μετακίνησα ελαφρώς την καρέκλα μου και έστρεψα το βλέμμα ξανά προς την παρέα μου. Σύντομα, άρχιζα να μετράω γδούπους στην πλάτη μου από τις διαρκείς παιδικές επιδρομές, μέχρι που ένιωσα ένα χέρι να με σκουντά αδύναμα, καλώντας με να στραφώ ξανά προς τον διάδρομο.

Έστρεψα το βλέμμα μου ξανά και αυτή τη φορά αντίκρισα τα μάτια ενός θηλυκού επίδοξου κουρσάρου της αίθουσας τα οποία λίγο-πολύ μου έλεγαν «κι εγώ πώς θα περάσω ρε μεγάλε;». Το αίτημα ήταν δίκαιο. Αυτή τη φορά χρειάστηκε να μετακινήσω πολύ περισσότερο την καρέκλα μου ώστε να χωράει να περάσει και το αναπηρικό αμαξίδιο του μικρού κοριτσιού.

Με το που ο διάδρομος έγινε πιο πλατύς και πριν καν προλάβω να αρχίσω τις κλισέ μελό σκέψεις μου, το μικρό κορίτσι ανέπτυξε ιλιγγιώδη ταχύτητα με το αμαξίδιο του και έσπευσε στο κυνήγι της παρέας του. Οι κούρσες συνεχίστηκαν σχεδόν όλο το βράδυ με διαρκώς αυξανόμενη ένταση και πάθος. Όλα τα παιδάκια έτρεχαν μαζί χωρίς καμία διάκριση.

Γύρισα ξανά στην παρέα μου αλλά οι σκέψεις μου δεν ήταν πια μελό. Είχα βιώσει για ακόμα μια φορά στην καθημερινότητα μου έναν θρίαμβο της τεχνολογίας, ένιωθα για ακόμα μια φορά αληθινό δέος για τις θεϊκές δυνάμεις που αναπτύσσει σήμερα η επιστήμη.

Μετά από εκείνη τη νύχτα, ένα υπέροχο «κι όμως κινείται!» ακούγεται ακόμα στα αυτιά μου.