Μια νύχτα με τους Αρμένιους στο κεντρικό πάρκο της Χάγης

24.4.15


Κορυφώνονται σήμερα οι εκδηλώσεις για τα 100 χρόνια από τη γενοκτονία των Αρμενίων η οποία φέτος βρίσκεται ψηλά στην ατζέντα της διεθνούς επικαιρότητας, ιδιαίτερα μετά τις σχετικές δηλώσεις του Πάπα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, oι οποίες προκάλεσαν θύελλα στην Τουρκία.

Χθες το βράδυ, η κοινότητα των Αρμενίων στη Χάγη, τη διοικητική πρωτεύουσα της Ολλανδίας, διοργάνωσε μια μικρή πορεία η οποία κατέληξε στο κεντρικό πάρκο της πόλης όπου και έγινε μια μικρή δέηση στη μνήμη των θυμάτων.


Αυτή η βραδιά ήταν ξεχωριστή. Δεν είχε τον αγωνιστικό παλμό της διαμαρτυρίας των Κούρδων για το Kobane έξω από το κοινοβούλιο της Ολλανδίας, δεν είχε το κέφι της συγκέντρωσης των Τούρκων Αλεβιτών στην ολλανδική επαρχία. Είχε πολύ πόνο, είχε θυμό, ίσως και λίγο μίσος. Σαν Επιτάφιος 100 χρόνια μετά, σαν ένα βουβό συλλογικό «δεν θα ξεχάσουμε ρε γαμώτο».

Τους συνάντησα, περιμένοντας να δω κυρίως μεσήλικες και ηλικιωμένους Αρμένιους, αλλά σύντομα εντυπωσιάστηκα από τη συμμετοχή νέων στη διαμαρτυρία, οι οποίοι μάλιστα πήραν στη συνέχεια και τον λόγο μιλώντας τόσο στα αρμένικα όσο και στα ολλανδικά, για τους λιγοστούς μη Αρμένιους που παρακολουθούσαν τη διαδήλωση.

Σε όλη τη διαδρομή τραγουδούσαν στη γλώσσα τους σε εκείνο τον ρυθμό που σε κάνει να νιώθεις ότι πρόκειται για μια ψαλμωδία θρήνου, ακόμα κι αν δεν καταλαβαίνεις ούτε μια λέξη.


Φτάσαμε στο πάρκο την ώρα που ο ήλιος έδυε, περνώντας αναγκαστικά έξω από αρκετά καταστήματα Τούρκων. Κανείς τους δεν αντέδρασε, σε αντίθεση με μια αντίστοιχη πορεία Κούρδων στην οποία είχα δει με τα μάτια μου 5-6 νεαρούς που φορώντας τη φανέλα της Εθνικής Τουρκίας να ανταλλάσσουν κάποια...γαλλικά με τους διαδηλωτές, αν και η παρουσία της ολλανδικής Αστυνομίας είναι πάντοτε σημαντική.

Ακολούθησε μια σύντομη δέηση από έναν ιερέα της Αρμένικης Εκκλησίας και στη συνέχεια τον λόγο πήραν κάποιοι εκ των διοργανωτών, αποτυγχάνοντας να κρύψουν τη συγκίνηση τους αλλά και τον θυμό τους για τη στάση της σύγχρονης Τουρκίας. Έφυγα την ώρα που το μικρόφωνο είχε παραχωρηθεί σε μια μικρή μπάντα παραδοσιακής αρμένικης μουσικής.


Περπατώντας πίσω στο σπίτι, προσπαθούσα να διαχειριστώ τις αμήχανες σκέψεις μου. Γιατί κάποιος να αρνείται την Ιστορία τόσο πεισματικά; Γιατί να αρνείται να αναγνωρίσει ένα έγκλημα που τελικά δεν είναι καν δικό του αλλά κάποιων που έζησαν 100 χρόνια πριν από αυτόν; Γιατί να δώσει τόσο εύκολα το δικαίωμα να υποθέσει κάποιος εύλογα ότι ίσως τελικά να μην διαφωνεί και τόσο με μια τέτοια σφαγή;

Από την άλλη, που σταματάει η απόδοση τιμών στους νεκρούς του χθες και που αρχίζει ο εθνικισμός; Πόσο εύκολο είναι για ένα νέο παιδί να διαχειριστεί το αίτημα της ιστορικής δικαίωσης του λαού του χωρίς το μίσος για τον «εχθρό» να φωλιάσει στην ψυχή του; Γιατί το μίσος γεννά τις σφαγές και τις γενοκτονίες, το μίσος διαιωνίζει τα πάθη του παρελθόντος και καλλιεργεί τη νοσηρή αίσθηση του εξαιρετισμού.

Ήταν μια παράξενη νύχτα.