Όποιος δεν τολμά να αλλάξει ριζικά το κόμμα του, θα αποτύχει να αλλάξει την Ελλάδα

13.7.16


Στις 11 Ιανουαρίου του 2016, ο Κυριάκος Μητσοτάκης εξελέγη πρόεδρος της φθαρμένης Νέας Δημοκρατίας, προκαλώντας ενθουσιασμό σε ένα σημαντικό κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας που είδε -εύλογα- στο πρόσωπο του κάποιον που μπορεί να αναμετρηθεί στα σοβαρά με τον Αλέξη Τσίπρα.

Έξι μήνες μετά, ο Κυριάκος Μητσοτάκης συνεχίζει να πείθει ότι είναι ατομικά καλύτερος από τον σημερινό πρωθυπουργό αλλά οι παρεμβάσεις του στο εσωτερικό της Νέας Δημοκρατίας είναι από ελάχιστες έως ανύπαρκτες. Μπορεί να ακούμε με μικρότερη συχνότητα τις ακροδεξιές μπούρδες που κυριάρχησαν στην εποχή Σαμαρά αλλά κατά τα λοιπά συνεχίζουμε να βλέπουμε ακριβώς τα ίδια πρόσωπα, να αναμασούν τις ίδιες κοινοτοπίες.

Έχω καταλάβει ποιο είναι το προσωπικό στίγμα του κ. Μητσοτάκη αλλά δεν έχω καταλάβει ποια είναι η ομάδα του, ποιοι θα είναι οι υπουργοί του, τι από όλα όσα ορθά κατήγγειλε για τη φθορά της Ν.Δ επιχείρησε να αλλάξει. Σαν να μην έφτανε αυτό, η πρόσφατη παρέμβαση Μεϊμαράκη και οι πάντα γλοιώδεις τοποθετήσεις του Προκόπη Παυλόπουλου δείχνουν ότι η Καραμανλική πτέρυγα του ΣΥΡΙΖΑ επανασυσπειρώνεται.

Ίσως να είμαι παραπάνω από αυστηρός μαζί του από όσο απαιτεί η συγκυρία αλλά η μικρή μου πείρα περί των εσωκομματικών διαδικασίων μου λέει ότι όποιος δεν τολμά στα χρόνια της Αντιπολίτευσης να αλλάξει ριζικά το αποκρουστικό κόμμα του, στη συνέχεια αποτυγχάνει και ως πρωθυπουργός, καθώς αναγκάζεται να κυβερνήσει τη χώρα μαζί με αυτούς που σιχαίνεται.

To πάθημα του Γιώργου Παπανδρέου ας γίνει μάθημα για τον Κυριάκο Μητσοτάκη.