O επικίνδυνος λαϊκισμός των αντι-λαϊκιστών

5.12.16


Το περασμένο καλοκαίρι, όταν ακόμα το αμερικανικό κατεστημένο δυσκολευόταν να συνειδητοποιήσει ότι ο Ντόναλντ Τραμπ θα κέρδιζε τελικά το χρίσμα των Ρεπουμπλικανών και ότι η Χίλαρι Κλίντον συναντούσε ισχυρό ανταγωνισμό από τον μέχρι τότε περιθωριακό Μπέρνι Σάντερς, ο Φράνσις Φουκουγιάμα, ένας από τους πλέον σημαντικούς διανοούμενους του καιρού μας, προσπάθησε μέσα από τις σελίδες του Foreign Affairs να εξηγήσει τι συνέβαινε.

Παραθέτοντας μια σειρά από βάσιμα επιχειρήματα, κατέληξε στο ότι οι εκπρόσωποι των πολιτικών ελίτ συνηθίζουν να βάζουν την ταμπέλα “λαϊκισμός” σε όσες πολιτικές απόψεις στηρίζονται από τους απλούς πολίτες αλλά δεν αρέσουν στους ίδιους, επισήμανε ότι λανθασμένες επιλογές δεν κάνουν μόνο οι ψηφοφόροι αλλά και οι ελίτ, υπογραμμίζοντας ότι οι λαϊκές κινητοποιήσεις δεν είναι εξ ορισμού καλές ή κακές. Κατέληξε στο ότι ο κατήφορος μπορεί να σταματήσει μόνο αν ο λαϊκός θυμός «συνδεθεί» με χρηστή διακυβέρνηση και ορθές πολιτικές.

Οι εκκλήσεις του Φουκουγιάμα δεν εισακούστηκαν από τις πολιτικές και πνευματικές ελίτ. Ακόμα και σήμερα, παρά τις τόσες χώρες που βρίσκονται σε πολιτική περιδίνηση, πολλοί είναι εκείνοι που επιμένουν ότι το πρόβλημα είναι απλώς ο λαϊκισμός, το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο των πολιτών και ο άναρχος δημόσιος διάλογος στα social media. Για όλα φταίει ο λαϊκισμός, ο οποίος προφανώς είναι κάτι σαν φυσικό φαινόμενο, σαν τον δάκο που τρώει την ελιά.

Όταν όλα όμως κάθε φωνή λαϊκής δυσαρέσκειας και κάθε κοινωνικό αίτημα αποδοκιμάζονται ως...εξανθήματα της νόσου του λαϊκισμού, τότε ένα κομμάτι της κοινωνίας αναγκαστικά θα προτιμήσει ακραίους τρόπους για να κάνει τη φωνή του να ακουστεί. Συχνά, όταν κάποιοι δεν σε σέβονται, επιλέγεις συνειδητά να τους κάνεις τουλάχιστον να σε φοβούνται, να μην σε θεωρούν δεδομένο.

Στο κυνήγι του λαϊκισμού, τα παραδοσιακά κόμματα του δυτικού κόσμου σταμάτησαν την παραγωγή ιδεών, ξέχασαν ότι το πιο παλιό συλλογικό αίτημα ήταν πάντοτε ένα καλύτερο μέλλον και ποτέ μια απλή διαχείριση του μίζερου παρόντος. Δεν είναι λαϊκισμός να μην αντέχεις άλλο την ανεργία, να μην θες να ζεις για πάντα με τον βασικό μισθό, να μην αντέχεις άλλο να «φτιάξουν τα πράγματα» με τους αργούς ρυθμούς του κατεστημένου, να μην αποδέχεσαι τη συσσώρευση του πλούτου στους λίγους και τους ισχυρούς.

Όταν πεινάς, δεν είσαι ψύχραιμος, δεν αντέχεις να βλέπεις στην τηλεόραση το υψωμένο δάχτυλο του συστημικού πολιτικού που σου ζητάει να κάνεις υπομονή και παράλληλα ετοιμάζεται να σε χαρακτηρίσει ανεύθυνο, ρατσιστή και φασίστα, αν δεν τον ψηφίσεις. Όταν για κάποιους η κρίση είναι ευκαιρία και για σένα είναι μια μόνιμη κατάσταση συμπίεσης δικαιωμάτων και ατομικών προσδοκιών, κάποια στιγμή θα αναζητήσεις τρόπο να ξεσπάσεις.

Όταν οι βασικοί οικονομικοί δείκτες δείχνουν ότι οι ανισότητες αυξάνονται, το κοινωνικό κράτος υποχωρεί, η ανεργία μειώνεται αργά και κυρίως με χαμηλόμισθες θέσεις part-time εργασίας ενώ παράλληλα το πάρτι των λίγων στους φορολογικούς παραδείσους συνεχίζεται, δεν γίνεται κάποιοι να μην βλέπουν ότι οι διάφοροι Τραμπ είναι το σύμπτωμα κι όχι η ασθένεια. Αν αύριο ο Τραμπ, ο Φάρατζ και ο Γκρίλο σταματήσουν να λαϊκίζουν, δεν θα σταματήσουν να πείθουν οι ιδέες τους.

Στο άρθρο που ανέφερα πιο πάνω, ο Φουκουγιάμα γράφει και κάτι ακόμα, πολύ βασικό: το γεγονός ότι οι πολίτες πάνε κόντρα στο κατεστημένο και το συντρίβουν με την ψήφο τους, δείχνει ότι η Δημοκρατία (των ΗΠΑ στη συγκεκριμένη περίπτωση) λειτουργεί πολύ καλύτερα από όσο ίσως να περιμέναμε. Η Δημοκρατία είναι αυτή που επιτρέπει στους πολίτες να αντιδράσουν στις ανισότητες και τη στασιμότητα, η Δημοκρατία είναι αυτή που καθιστά τα απεγνωσμένα μεσαία και χαμηλά στρώματα ρυθμιστές των εξελίξεων.

Αντί επιλόγου και με την επιφύλαξη περισσότερων σχετικών άρθρων, καλώ κάποιους γόνιμα να αναρωτηθούν: διεξάγεται πράγματι ένας πόλεμος φιλελεύθερης δημοκρατίας-λαϊκισμού ή απλώς οι εξαθλιωμένοι παίρνουν στο κυνήγι τους βολεμένους; Από που πρέπει κανείς να ξεκινήσει; Από την καταδίκη του λαϊκισμού ή από την επιδίωξη επιστροφής σε μια οικονομική και κοινωνική πρόοδο για όλους;