Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Δεν πιστεύω σε κανέναν επιθετικό προσδιορισμό του φαινομένου της πολιτικής βίας. Η πολιτική βία είναι ανέκαθεν μία, και είναι αδιαίρετη. Η πολιτική βία δε μπορεί να διαχωριστεί σε καλή, κακή, ωφέλιμη, απαραίτητη, ιστορικά αναγκαία, ή ό,τι άλλο μάς εξυπηρετεί κάθε φορά, ό,τι επινοούμε (σα τον τρελό που κάνει μούτες πίσω από τις γωνίες όταν δεν τον βλέπει κανείς) για να...
...δικαιολογούμε τον πόθο μας να πονέσουμε τον Άλλο, ό,τι σκαρφιζόμαστε από τυφλή άρνηση στη φρίκη που κουλουριάζεται και ξεκουλουριάζεται μέσα μας, από την κτηνώδη ανάγκη μας να βαφτίσουμε«θεάρεστο» (με έναν τρόπο δογματικό, ξεκάθαρα θρησκευτικό στον πυρήνα του) το Κακό: το Κακό που είμαστε. Γιατί το Κακό είμαστε εμείς.
Γι’ αυτόν το λόγο, αλλά και επειδή ο διαχωρισμός της βίας σε άσπρη και μαύρη το μόνο που κατορθώνει είναι να πολλαπλασιάζει τη βία, δεν είμαι σε θέση να λάβω μέρος στην παρούσα εκδήλωση καταπώς πρέπει, καθώς, απομονώνοντας τη ρατσιστική, αίφνης, βία, ή την κοινωνική (ό,τι και να σημαίνει αυτό), αισθάνομαι σα να υποστηρίζω κάποιαν άλλη: σχεδόν αισθάνομαι να συναινώ στην άσκηση πολιτικής βίας εν γένει, ή σα να ανοίγω ένα κουτί που κρύβει μαχαίρια και δυναμίτες. Γιατί δε με νοιάζει ποιος κρατά το σφυρί ή το ρόπαλο ή το σουγιά: με νοιάζει το σώμα που δέχεται το χτύπημα. Αυτό το σώμα είναι πάντα κάποιου που θα πονά, που θα ματώνει, που θα κλαίει, και που θα τρομοκρατείται. Δηλαδή: θα είναι πάντα ο Κυνηγημένος από τους ναζί εγκληματίες. Θα είναι πάντα ένα κακόμοιρο παιδί που φοβάται ότι θα ‘ρθουν κάποιοι μασκοφόροι τη νύχτα για να το πάρουν.
Η πολύ ενδιαφέρουσα συνέχεια στο (ολοκαίνουριο) site του περιοδικού Books' Journal εδώ.