Ο εφιάλτης της Περσεφόνης

6.6.08


Από το blog της Μαρίας Χούκλη στον Ελεύθερο Τύπο

…τα παιδιά βουτηγμένα στο πένθος θα κοιτάζουν εικόνες παραμυθιών…

ΑΡΘΟΥΡΟΣ ΡΕΜΠΩ


Ηταν 1976. (Εκεί που φύτρωνε φλισκούνι κι άγρια μέντα…) Η Ελλάδα απαλλαγμένη από τη νύχτα των στρατηγών μπορούσε να ελπίζει ότι θα γίνει μια άλλη χώρα, με δημοκρατία, ελευθερίες, ευημερία, με σύγχρονες υποδομές σε όλο το εύρος της κοινωνικής υπόστασής της, με πολλά για τους πολλούς. (…κι έβγαζε η γη το πρώτο της κυκλάμινο…)
Τα μοναχικά όνειρα υπήρχαν, έπρεπε να γίνουν συλλογικό όραμα, ο καημός του ενός να γίνει παλλαϊκή πίστη και επιδίωξη στο μέτρο του δυνατού αλλά απολύτως εφικτού. (…τώρα χωριάτες παζαρεύουν τα τσιμέντα…) Ο ορίζοντας δεν ήταν ανέφελος, αλλά τι είναι εύκολο σ’ αυτή τη ζωή; Ο τόπος χρειαζόταν ανάπτυξη, το είδος εκείνο που θα πολλαπλασίαζε τις δυνατότητές του, θα αξιοποιούσε τα πλεονεκτήματά του, συνυπολογίζοντας τις αντοχές του περιβάλλοντός του. (…και τα πουλιά πέφτουν νεκρά στην υψικάμινο…) Μαζί με τον καιρό προχώρησε και η χώρα.
Ορισμένα από τα κρίσιμα στοιχήματα του ’76 τα κέρδισε. Αλλαξε εικόνα, άλλαξαν οι πόλεις και η ύπαιθρος, άλλαξαν οι ζωές των ανθρώπων που την κατοικούν. Μετριέται στην Ευρώπη. (…Εκεί που σμίγανε τα χέρια τους οι μύστες ευλαβικά πριν μπουν στο θυσιαστήριο…) Τριάντα δυο χρόνια πριν «Τα παράλογα» του Νίκου Γκάτσου και του Μάνου Χατζιδάκι έμοιαζαν με παραίσθηση δυο αλαφροΐσκιωτων δημιουργών.
Τι σχέση είχε με την Ελλάδα ο ζοφερός εφιάλτης τους; Τον τραγουδήσαμε, δεν τον πιστέψαμε κιόλας! (…τώρα πετάνε αποτσίγαρα οι τουρίστες και το καινούργιο πάν να δουν διυλιστήριο…) Εκτοτε κύλησε πολύ νερό στα ποτάμια, γι’ αυτό κανείς δεν ανησύχησε που το κλέβαμε, το ξοδεύαμε άσκεφτα, ούτε όταν ξεράθηκαν οι κοίτες, τις χτίσαμε, ωραία βολευτήκαμε, νομιμοποιηθήκαμε, το πετύχαμε εκβιάζοντας με την ψήφο μας, βρήκαμε πολιτικούς που ήθελαν να εκβιαστούν. Κάθε που βρέχει κάνουμε το καθήκον μας, δίνουμε παράσταση με οργισμένες φωνές και εγκληματικά επιχειρήματα, όλοι εμείς επίδοξοι καταπατητές του μέλλοντός μας. (…Εκεί που η θάλασσα γινόταν ευλογία κι ήταν ευχή του κάμπου τα βελάσματα…) Εκτοτε πήγαν κι ήρθαν καράβια στα ελληνικά πελάγη, βρόμισαν κι αυτά, άρχισαν να γεννούν τέρατα, στην πιο μικρή βραχονησίδα ο πολιτισμός του αναψυκτικού. (….τώρα καμιόνια κουβαλάν στα ναυπηγεία
άδεια κορμιά σιδερικά παιδιά κι ελάσματα…) Το 1976, η Ελλάδα ήταν ακόμη μια ανοιχτή πρόκληση. Την εκλάβαμε σαν πρόσκληση για την άλωσή της από το μπετόν, τα αυτοκίνητα, τα αυθαίρετα, τις χωματερές, τα ατιμώρητα απόβλητα, τα καμένα δάση, την αδιαφορία, την αδιαφορία, την αδιαφορία…
(…Κοιμήσου Περσεφόνη στην αγκαλιά της γης στου κόσμου το μπαλκόνι ποτέ μην ξαναβγείς).