Τα κεντρικά ερωτήματα που όλοι καλούμαστε να απαντήσουμε είναι τί πρέπει να κάνουμε, τί μπορούμε να κάνουμε, τί θέλουμε να κάνουμε, -πρωτίστως συνολικά, ως εθνικό σύστημα, αλλά και ως άτομα, ως παραγωγικά κύτταρα ή οργανωμένοι συλλογικοί φορείς, και φυσικά ως κυβέρνηση. Το τι πρέπει να κάνουμε, το τι μπορούμε να κάνουμε και το τι θέλουμε να κάνουμε είναι τρία διαφορετικά ζητήματα. Το λέω αυτό, γιατί ζούμε σε έναν εκρηκτικό βολονταρισμό, που παίρνει μια μορφή υπερφίαλου και παραπλανητικού βερμπαλισμού, ο οποίος αφού καλλιεργήθηκε για μακρύτατο χρόνο και αφού οδήγησε τη χώρα στην κρίση, εξακολουθεί να νομίζει, ότι ακόμα και σήμερα η κρίση μπορεί να ξεπεραστεί με τους ίδιους τρόπους, τις ίδιες ιδεοληψίες και αντιλήψεις που οδήγησαν στην κρίση.
Θεωρώ, ότι μέσα στην κοινωνία μας έχουν ιδεολογικοποιηθεί αυτοκαταστροφικές εμμονές. Ότι έχει ιδεολογικοποιηθεί –ώστε να νομιμοποιείται στα μάτια κοινωνικών τμημάτων- ένα ολόκληρο πλέγμα πολιτικών, οι οποίες δήθεν...
....ωφελούν ευρύτατα στρώματα, ενώ κατ’ επανάληψη οι επιλογές αυτές έχουν στραφεί εναντίον του απλού κόσμου και της χώρας, δημιουργώντας έναν όλο και σκληρότερο λογαριασμό, τον οποίο ο κόσμος αυτός κάποια στιγμή πληρώνει σκληρά. Αρκεί να αναφέρω μια λέξη: ασφαλιστικό. Επιπλέον, σήμερα, αντί να δίνουμε μάχες για ένα στρατηγικό σχέδιο εξόδου από τη χειρότερη στιγμή των τελευταίων πολλών δεκαετιών, υπάρχουν φωνές που μας οδηγούν 1300 χρόνια πίσω, επαναλαμβάνοντας τον βυζαντινό διχασμό με το μανδύα του μνημονομάχου και του μνημονολάγνου. Είμαστε στ’ αλήθεια μια περίεργη κοινωνία, που διατηρεί περίεργες παραδόσεις, που θεωρούμε ότι συμβολίζουν και εθνική υπερηφάνεια.
Για δεκαετίες πορευτήκαμε μια εύκολη και ανέμελη ζωή, όπου, με εξαίρεση κάποιων φωνών, οικοδομούσαμε το βιοτικό μας επίπεδο μεταθέτοντας το λογαριασμό στο μέλλον. Έναν λογαριασμό που τον πληρώνουμε σήμερα σωρευτικά. Στην ουσία, με απίστευτη απληστία, -θα χρησιμοποιήσω τον αγγλικό όρο greed- αρπάζαμε από το μέλλον ό,τι μπορούσαμε προκειμένου να χαρούμε ένα καλύτερο σήμερα, για να έχουμε την ψευδαίσθηση, ότι ήμασταν έξυπνοι, ικανοί, παραγωγικοί. Ημασταν όλα απ’ αυτά, σίγουρα, απλώς όχι όσο νομίζαμε. Την απληστία αυτή την ασκούσαμε σε βάρος των νέων, των μελλοντικών γενεών, ξεχνώντας ότι σήμερα ο μέσος όρος προσδόκιμου βίου είναι σχεδόν 80 χρόνια, και μαζί με τους νέους, τα παιδιά και τα εγγόνια μας, θα είμαστε κι εμείς αυτοί που θα πλήρωναν το λογαριασμό.
Φερθήκαμε με ακόμα μεγαλύτερο βαθμό απληστίας απ’ ότι οι άπληστες αγορές που καταγγέλλοντας με πάθος. Καταγγέλλουμε τις αγορές, αλλά θέλουμε να ακολουθήσουμε τα χνάρια της απληστίας τους. Καταγγέλλουμε το παγκοσμιοποιημένο τραπεζικό σύστημα και την ίδια στιγμή προτείνουμε νέες επεκτατικές πολιτικές, που οδηγούν σε ακόμα μεγαλύτερη εξάρτηση από αυτό, πιστεύοντας ότι έτσι θα παράγουμε ανάπτυξη, μια λέξη που έχει κακοποιηθεί στο έπακρο. Στην ουσία φερθήκαμε ακόμα χειρότερα, ακόμα πιο παράλογα και άπληστα, από τις αγορές. Γιατί μεταξύ αγορών και επιλογών μας υπάρχει μια θεμελιακή διαφορά: ότι ενώ οι αγορές μέσα από την απληστία βγαίνουν κερδισμένες, εμείς μέσα από την απληστία βγαίνουμε χαμένοι.
Σε όσα χρόνια πάει η μνήμη μου πίσω, δεν θυμάμαι ούτε μια χρονιά, που στη συζήτηση του προϋπολογισμού πολιτικές δυνάμεις, κοινωνικές οργανώσεις και πολλοί άλλοι, να μην καταγγέλλουν την εκάστοτε κυβέρνηση γιατί δεν κάνει περισσότερες δαπάνες για τη λειτουργία του κράτους, για την ανάπτυξη, για κοινωνικούς στόχους. Με άλλα λόγια, γιατί δεν χρεωνόταν και άλλο, γιατί δεν οδηγούσε ακόμα πιο γρήγορα στο σημείο που φτάσαμε. Το κυρίαρχο κλισέ ήταν ότι ο προϋπολογισμός ήταν αντικοινωνικός και αντιαναπτυξιακός. Ότι κάθε φορά πηγαίναμε στο μεσαίωνα. Ευτυχώς αυτό δεν συνέβη.
Οποια απάντηση και να δώσουμε στα ερωτήματα που ανέφερα -τι πρέπει, τι μπορούμε και τι θέλουμε να κάνουμε-, προϋποθέτει ότι θα έχουμε απαντήσει με πολύ ξεκάθαρο τρόπο πού θέλουμε να πάμε με αυτό που θα κάνουμε. Αν δεν έχουμε στόχους, δεν έχει νόημα να αναζητούμε τι θα κάνουμε. Το δεύτερο έπεται του πρώτου. Το γεγονός ότι είμαστε για 3η χρονιά σε μια βαθιά κρίση μέσα στην οποία αντί να δίνουμε μάχες για να οικοδομήσουμε νέες προοπτικές, δίναμε μάχες που μας κρατούν σταθερά μακριά από μια θετική προοπτική, δείχνει, ότι δεν έχουμε ξεκαθαρίσει, ούτε τι πρέπει, ούτε τι μπορούμε, ούτε τι θέλουμε να κάνουμε. Ίσως γιατί κοιτάμε πίσω, προς αυτά που τα χρόνια που πέρασαν τα αποκτήσαμε με εύκολους τρόπους, αγνοήσαμε όμως παντελώς την αξία που είχαν, ενώ στη συνέχεια αρνηθήκαμε να κατανοήσουμε ακόμα και πως θα τα διατηρήσουμε. Έτσι, αρκετά απ’ αυτά χάθηκαν.
Ολόκληρη η ομιλία εδώ.