Του Σταύρου Τσακυράκη*
Αμφιβάλλω αν με το διαθέσιμο πολιτικό προσωπικό μπορεί η χώρα να
κρατηθεί ζωντανή και να αποφύγει την τέλεια καταστροφή. Αμφιβάλλω επίσης
αν με τη σημερινή κατάσταση στη διοίκηση και τη δικαιοσύνη μπορεί ποτέ
να καταφέρουμε να ορθοποδήσουμε. Για ένα πράγμα, όμως, δεν έχω αμφιβολία
αλλά βεβαιότητα: με το υπάρχον μιντιακό κατεστημένο σωτηρία δεν μπορεί
να υπάρξει.
Διεξήχθησαν οι πιο κρίσιμες ίσως εκλογές των τελευταίων 50 χρόνων
εν μέσω μιας υπαρξιακής για τη χώρα μας κρίσης. Η ραδιοτηλεόραση τις
αντιμετώπισε ως ευκαιρία για θέαμα, όπως άλλωστε παρουσίασε και την
κρίση. Τα ίδια πρόσωπα, στην ίδια θέση, με το...
...ίδιο ύφος, με τη γνωστή
ποιότητα καλεσμένων επιδόθηκαν στις συνηθισμένες βραδινές θεατρικές
παραστάσεις επιθεώρησης ή δράματος με μοναδικό σκοπό την τηλεθέαση και
αποτέλεσμα την πλήρη σύγχυση.
Μην απορείτε για τη μεγάλη αντίφαση να θέλει ο κόσμος Ευρώπη και
όχι Μνημόνιο. Αυτό ακριβώς προπαγανδίζεται δύο χρόνια τώρα από τη
ραδιοτηλεόραση. Μην απορείτε γιατί ο κόσμος είναι τυφλωμένος από οργή
και αγανάκτηση. Συνεχώς ακούει για «κατοχή», για «δωσίλογους» και
«τοκογλύφους». Μην παραξενεύεστε που ο κόσμος δεν υποψιάζεται την
καταστροφή που επέρχεται. Συνεχώς ακούει για λύσεις τύπου Πούτιν ή
Κινέζων, πετρελαίων στο Αιγαίο, αποζημιώσεις από τους Γερμανούς. Μην
εξανίστασθε γιατί ακραία εθνικιστικά στοιχεία απέκτησαν ακροατήριο. Δεν
ήταν ανάγκη να εμφανιστούν οι ίδιοι στη δημοσιότητα. Το περιεχόμενο του
λόγου τους είχε καταστεί οικείο από στόματα άλλων.
Σε κάθε χώρα υπάρχουν εκπομπές σκουπίδια. Παντού υπάρχουν άνθρωποι
που λένε τρελά πράγματα. Μόνο στην Ελλάδα, όμως, τα σκουπίδια
εμφανίζονται ως ενημέρωση και ο παραλογισμός ως βασική κοινωνική
ιδεολογία. Γενικά η ραδιοτηλεόραση έχει υποβαθμίσει τόσο πολύ τον
δημόσιο διάλογο ώστε να αποτελεί σοβαρό εμπόδιο στη λειτουργία της
δημοκρατίας.
Ο φιλελεύθερος καθηγητής Γ. Κουμάντος ήταν από τους πρωτεργάτες της
μάχης για την ίδρυση ιδιωτικών ραδιοτηλεοπτικών σταθμών. Λίγα χρόνια
μετά τη λειτουργία τους έλεγε ότι είχε μετανιώσει για τη μάχη που έδωσε.
Η απογοήτευσή του δεν σχετιζόταν με τη συνηθισμένη κριτική για τον ρόλο
της ραδιοτηλεόρασης στις σύγχρονες κοινωνίες. Είχε τρομάξει με το τέρας
που δημιουργήθηκε και το οποίο δεν έχει ταίρι στον κόσμο ολόκληρο.
Δεν είναι πρόθεσή μου να φορτώσω στη ραδιοτηλεόραση όλα τα αδιέξοδα
της μεταπολίτευσης. Μακάρι να ήταν μόνο αυτή η αιτία της δεινής κρίσης.
Ενώ όμως για τους πολιτικούς, τους συνδικαλιστές ή άλλους παράγοντες
του δημόσιου βίου οι τεράστιες ευθύνες είναι δεδομένες, δεν νομίζω ότι
συμβαίνει το ίδιο με τους παράγοντες της ραδιοτηλεόρασης. Είναι καιρός
να συνειδητοποιήσουμε ένα κρίσιμο για τη δημοκρατία ζήτημα και να
επιδιώξουμε αλλαγές.
Φυσικά, οι αλλαγές αυτές δεν μπορεί να μας γυρίζουν πίσω, σε ένα
σύστημα κρατικού μονοπωλίου ή στην επιβολή λογοκρισίας. Μπορούμε όμως να
απαιτήσουμε να μπει επιτέλους μια τάξη στο ραδιοτηλεοπτικό τοπίο, να
δοθούν, έστω και με καθυστέρηση εικοσαετίας, οι προβλεπόμενες από τον
νόμο άδειες. Να σταματήσει το εμπόριο συχνοτήτων. Η τάξη από μόνη της
δεν μπορεί να εξασφαλίσει ποιότητα. Σε μια φιλελεύθερη δημοκρατία η
ανοησία δεν απαγορεύεται. Αλλά ούτε και επιδοτείται. Όποιος θέλει να
επιδοθεί στην παραγωγή σκουπιδιών, ελεύθερος να το κάνει αλλά με το χέρι
στη δική του τσέπη. Να μην υπολογίζει στην έμμεση οικονομική ενίσχυση
από το κράτος με τη μορφή θαλασσοδανείων ή άλλων έμμεσων παροχών. Ο
κανόνας είναι απλός: καμία άμεση ή έμμεση κρατική χρηματοδότηση στην
ιδιωτική ραδιοτηλεόραση. Και φυσικά κανένα δάκρυ όταν αυτή πτωχεύει.
*Ο Σταύρος Τσακυράκης είναι αναπληρωτής καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα ΝΕΑ στις 12 Μαΐου του 2012.