– Η Ελλάδα εξακολουθεί να είναι «μια ατέλειωτη παράγκα;»
– Είναι μια ατέλειωτη παράγκα, μάλιστα, κυρία μου, αλλά ταυτόχρονα είναι και το ψαράκι που τρως δίπλα στη θάλασσα. Πού αλλού το βρίσκεις αυτό; Παίξαμε στην Ηλεία, στο πουθενά, καμιά πόλη δεν είναι κοντά, τριγύρω χωριά, τίγκαρε το αρχαίο θέατρο. Ξεφώνισαν μάλιστα και κάποιους πολιτικούς...
– Έχουν δίκιο;
– Κάθε λαός έχει μέσα του μια πλευρά αρχοντική και μια πλευρά φτηνιάρικη. Ετσι είμαστε οι άνθρωποι και οι λαοί. Ο πολιτικός, ο δημοσιογράφος, ο τραγουδοποιός, ο...
...διανοούμενος, καλούνται να ενσαρκώσουν μία από τις δύο πλευρές κάθε φορά. Οι δικοί μας διάλεξαν τη φτηνιάρικη και εμείς ακολουθούσαμε, γιατί μας βόλευε έτσι. Δίπλα στην καταγγελία πρέπει να υπάρξει και κάτι που λέγεται εσωτερικός στοχασμός, ενδοσκόπηση.
– Ποιοι πολιτικοί το είχαν αυτό;
– Σε όλα τα κόμματα υπήρξαν πολιτικοί ενδιαφέροντες. Ας πούμε η Αριστερά είχε τον Μιχάλη Παπαγιαννάκη, το ΠΑΣΟΚ είχε και έχει τον Γιαννίτση, η Δεξιά τον Στέφανο Μάνο, τον καθηγητή Πεσμαζόγλου… Ναι, αλλά του κόσμου δεν του άρεσαν αυτοί. Προτιμούσε κάτι άλλους...
– Μήπως είχε εκπαιδευτεί να προτιμάει τους άλλους;
– Ως ένα σημείο μπορώ να το δεχτώ αυτό. Οι κάρτες στις τράπεζες, οι επιδοτήσεις που εξανεμίζονται… Είναι δύσκολο το άτομο να αντισταθεί σε αυτό, όχι όμως ότι δεν μπορεί. Οι μπαμπάδες και οι μαμάδες μας έλεγαν να μη χρωστάμε, να είμαστε νοικοκυρεμένοι. Η ανατροφή μας περιέχει την αντίσταση. Πολύ εύκολα την παραμερίσαμε.
– Πολλοί παραδόθηκαν σε μια ζωή που δεν τους αναλογούσε. Πάνω από τις δυνατότητές τους. Εσείς το κάνατε;
– Μάλιστα. Σε όλες τις χώρες, βέβαια, κάθε γενιά ζει λίγο καλύτερα από την προηγούμενη. Σ’ εμάς συνέβη πολύ περισσότερο. Η διαφορά ανάμεσα στον τρόπο που ζούσαν οι μπαμπάδες μας και στον τρόπο που ζούσαμε εμείς είναι αβυσσαλέα. Διότι ο μικροαστός και συμπαθής μας γείτων πήγαινε με διακοποδάνειο στο Μπαλί… Η απόσταση, σε σχέση με τη ζωή του πατέρα του είναι τρομακτική. Παραδέχομαι, όμως, ότι δεν ήταν εύκολο να μην παρασυρθεί.
– «Τον λόγο τους αντανακλά σαν κάτοπτρο το πλήθος». Μου φαίνεται ότι αναπροσαρμοσμένος ο στίχος σας είναι και μια ερμηνεία για την άνοδο της Χρυσής Αυγής.
– Ο πραγματικός αντίπαλος της βαρβαρότητας και του φασισμού είναι ο πολιτισμός. Δεν είναι μόνον οι νόμοι και οι θεσμοί. Πολλές συμπεριφορές πολιτικών, κομμάτων, συνδικαλιστών περιείχαν όλα αυτά τα χρόνια στοιχεία άξεστα και μισαλλοδοξίας. Λόγω της κρίσης, επίσης, έχει περιοριστεί ο πολιτικά μεσαίος χώρος που κάποτε ήταν τόσο ευρύς που χωρούσε δύο μεγάλα κόμματα, μια Κεντροδεξιά και μια Κεντροαριστερά.
– «Ερχεται η στιγμή ν’ αποφασίσουμε με ποιους θα πάμε και ποιους θ’ αφήσουμε...». Εχετε αποφασίσει;
– Είμαι σίγουρος ότι δεν εννοείτε τον Σαμαρά και τον Τσίπρα, αλλά κάτι πιο στέρεο. Εγώ διάλεξα την πατρίδα, την οικογένεια και την πίστη. Και την ελληνική τέχνη. Από τον Σολωμό μέχρι τον Τσιτσάνη και τους νεότερους, η ελληνική τέχνη αποδεικνύεται μία από τις ελάχιστες σταθερές του τόπου μας.
– «Ζούσαμε μέσα σε ένα όνειρο που έτριζε σαν το ξύλινο ποδάρι της γιαγιάς μας;»
– Εκείνο το τραγούδι αναφερόταν στην αποστεωμένη παράδοση. Γι’ αυτό τόνιζε την ανάγκη να δούμε τα παιδιά μας κατάματα, την αγάπη και την ελευθερία της δημιουργίας, ακόμα κι όταν αυτή είναι αμήχανη. Τώρα, το όνειρο που τρίζει, έγινε εφιάλτης. Εκτός Ελλάδος, η φούσκα ήταν αλλού των ακινήτων, αλλού των τραπεζών. Σ’ εμάς, η φούσκα ήταν αυτό τούτο το κράτος. Θέλουμε ένα άλλο κράτος, δηλαδή, έναν άλλον κοινό νου.
Ολόκληρη εδώ.