Τι διαπραγματευόμαστε λοιπόν με τόση ένταση; Διαπραγματευόμαστε το δικαίωμα στην παραγωγή ελλειμμάτων, ή μήπως γενναία ρύθμιση του χρέους σε χρόνο που εμείς θέλουμε, δηλαδή πριν από τις ευρωεκλογές; Διαπραγματευόμαστε την ορθότητα των εκτιμήσεών μας για τις δαπάνες και τα έσοδα, ή το μέγεθος του πρωτογενούς πλεονάσματος; Διαπραγματευόμαστε τον εθνικό πόθο για απαλλαγή από κάθε έλεγχο και επιτήρηση, ή την άρνηση να εκπληρώσουμε υποχρεώσεις για τις οποίες συμφωνήσαμε και βάλαμε υπογραφή; Μήπως πάλι, διαπραγματευόμαστε την αξίωση να μην παίρνουμε μέτρα, παράλληλα με την υποχρέωση των άλλων να μας στηρίζουν χωρίς όρους και μνημόνια; Και εφόσον διαπραγματευόμαστε, δηλαδή βρισκόμαστε σε μία διαδικασία «δούναι και λαβείν», τι ακριβώς ή περίπου, δίνουμε εμείς στους άλλους; Τέλος, μια και βρισκόμαστε σε διαπραγμάτευση, γιατί βάζουμε «κόκκινες γραμμές»; Για να γνωρίζει η άλλη πλευρά τα όριά μας και να μην τολμήσει να τα παραβεί, γιατί δεν εμπιστευόμαστε τους εαυτούς μας ότι θα τα τηρήσουμε οι ίδιοι, ή για να αυτοεγκλωβιζόμαστε αποκλείοντας ελιγμούς και συμβιβασμούς;
Ένα πολύ εύστοχο άρθρο του Άγγελου Στάγκου εδώ.