Ένα ενδιαφέρον άρθρο του Νίκου Αλιβιζάτου για τον προδικτατορικό Ανδρέα Παπανδρέου

10.11.13

Φωτογραφία από το αρχειο Ανδρέα Παπανδρέου, 1965
To βιβλίο του Ελληνοαμερικανού δημοσιογράφου Σπύρου Δραΐνα, στενού συνεργάτη του Ανδρέα Παπανδρέου στον Καναδά, στα χρόνια της δικτατορίας, είναι ο πρώτος τόμος μιας εξαιρετικά τεκμηριωμένης βιογραφίας του ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ.

Κυκλοφόρησε στα αγγλικά πέρυσι και φθάνει ώς το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου. Το μεγαλύτερο τμήμα του βιβλίου αφορά την οκταετία 1959-1967. Στο κεφάλαιο που εξετάζει την τελευταία φάση της άθλιας διακυβέρνησης της χώρας από τους αποστάτες μετά τα «Ιουλιανά», ο Σ. Δραΐνας αφιερώνει αρκετές σελίδες σε μια διάλεξη που έδωσε ο Ανδρέας Παπανδρέου στον «Ομιλο Παπαναστασίου», στις 9 Νοεμβρίου 1966.

(...)

Θέλω απλώς να αναδείξω μια παράμετρο που συνήθως αγνοείται στη σχετική βιβλιογραφία: για τον Ανδρέα, η «αμερικανική εμπειρία» του ήταν πολύ καθοριστικότερη απ’ ό,τι οι μακρόχρονες παραμονές άλλων μεγάλων πολιτικών μας εκτός Ελλάδας, όπως του Χαρ. Τρικούπη, του Ελ. Βενιζέλου ακόμη και του Κων. Καραμανλή. Για εκείνους ήταν «παρένθεση», που δεν διέκοπτε, αντιθέτως, εμπλούτιζε με γνώση και ορθολογισμό μια βαθιά ψυχική επαφή με τη χώρα. Οχι για τον Ανδρέα, για την πνευματική συγκρότηση του οποίου τα χρόνια της Αμερικής δεν ήταν παρένθεση, όπως υποστηρίζει ο συγγραφέας, αλλά νέα αφετηρία: τον διαμόρφωσαν ως σπουδαίο οικονομολόγο και προ πάντων ως ικανότατο ακαδημαϊκό manager, επηρεάζοντας αποφασιστικά και την κλίμακα αξιών του.

Γιατί η Βοστώνη της δεκαετίας του 1940 και το Μπέρκλεϊ της δεκαετίας του 1950 δεν ήταν απλά σταυροδρόμια ιδεών, αλλά, σε πνευματικό τουλάχιστον επίπεδο, ό,τι πιο γόνιμο και «ανοιχτό» υπήρχε σε ολόκληρο τον τότε κόσμο για την καλλιέργεια της επιστήμης και της τεχνολογίας.

Δεν είναι έτσι παράδοξο ότι η επαφή του Α. Παπανδρέου με την Ελλάδα ήταν και –όπως τουλάχιστον εγώ πιστεύω– παρέμεινε «εξωτερική». Δεν είχε, με άλλα λόγια, τη συγκινησιακή φόρτιση που θα του επέτρεπε να κατανοήσει ας πούμε την πνευματικότητα –σίγουρα αρκετά αντιφατική, αλλά πάντως ειλικρινή– του Παν. Κανελλόπουλου, για να μην αναφερθώ στην αισθητική του ίδιου του πατέρα του και στις εμπειρίες των ηγετών της ελληνικής Αριστεράς, για τους οποίους δεν πρέπει να έτρεφε ιδιαίτερη εκτίμηση. Ο μόνος από τους τότε (αν όχι και τους μετέπειτα) πολιτικούς αντιπάλους του που παραδεχόταν ήταν ο Κων. Καραμανλής, λόγω θα έλεγα του ρεαλισμού του.

Ετσι, για να ξαναγυρίσουμε στο σχολιαζόμενο βιβλίο, μπορεί μεν η ανάλυση της διεθνούς συγκυρίας από τον Ανδρέα να ήταν απαράμιλλη, η κατανόησή του εν τούτοις της Ελλάδας της δεκαετίας του 1960 έπασχε. Από τη μια, όπως παρατηρούσε λίγο πριν πεθάνει ο λογοτέχνης Ρόδης Ρούφος, μη έχοντας ζήσει από κοντά ούτε την Κατοχή ούτε τον Εμφύλιο, δεν αντιλαμβανόταν ότι, για ευρύτατα στρώματα, ο φόβος του κομμουνισμού δεν ήταν μόνον απόρροια της αντικομμουνιστικής προπαγάνδας. Από την άλλη, πάλι, δεν αντιλαμβανόταν ότι στο πλαίσιο του λεγόμενου αστικού στρατοπέδου, υπήρχαν και δυνάμεις που βδελύσσονταν όσο και ο ίδιος την προοπτική μιας ανοιχτής δικτατορίας. Η αντίληψή του αυτή, πέρα από εσφαλμένη, είχε κατά τη γνώμη μου αρνητικές (για να μην πω ολέθριες) συνέπειες, αφού τότε μεν διευκόλυνε την κατάρρευση των πάντων και τη «φυσιολογική» περίπου επιβολή μιας προαναγγελθείσας δικτατορίας, ενώ αργότερα εμπόδισε τη συγκρότηση ενός αρραγούς αντιδικτατορικού μετώπου, που θα προκαλούσε την πτώση της πολύ νωρίτερα από το 1974.

Ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο του καθηγητή Νίκου Αλιβιζάτου για ένα μάλλον ενδιαφέρον βιβλίο για έναν σίγουρα ενδιαφέροντα ηγέτη, τον Ανδρέα Παπανδρέου εδώ.