Δεν γίνεται να εργαζόμαστε με όρους Βόρειας Αφρικής και να καταναλώνουμε με όρους Βόρειας Ευρώπης

6.1.15


Μια εξαιρετική ανάλυση για το ελληνικό χρέος (και όχι μόνο) δημοσιεύεται στη Ναυτεμπορική από τους οικονομολόγους Δημήτρη και Χρήστο Ιωάννου οι οποίοι και καταφέρνουν να διευκρινίσουν κάποιες κρίσιμες πτυχές του συγκεκριμένου προβλήματα.

Παραθέτω ένα απόσπασμα:

Σύμφωνα με το σχέδιο προϋπολογισμού του 2015 η Ελλάδα πρέπει να καταβάλει για τόκους (όχι χρεολύσια) προς εξυπηρέτηση του χρέους του Δημοσίου, κατά το έτος αυτό, ποσό περίπου 8 δισεκατομμυρίων ευρώ. Στο ίδιο κείμενο το ύψος του εν λόγω χρέους υπολογίζεται να βρεθεί στο επίπεδο των 317 δισεκατομμυρίων. Αυτό σημαίνει ότι το επιτόκιο με το οποίο εξυπηρετείται είναι περίπου 2,5%.

Πρόκειται, δηλαδή, για ένα επιτόκιο εξαιρετικά χαμηλό λαμβανομένης υπ’ όψιν της ανύπαρκτης αξιοπιστίας της χώρας και του γεγονότος ότι μόλις προ τριών ετών υπήρξε πρωταγωνίστρια της μεγαλύτερης απομείωσης χρέους στην παγκόσμια ιστορία.

Σε κάθε περίπτωση, πάντως, είναι πολύ χαμηλότερο από το επίπεδο του 10% στα οποία κινούνται σήμερα τα λίγα ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου που παραμένουν στην δευτερογενή αγορά και δεν τα έχουν αποσύρει στα θησαυροφυλάκιά τους οι “τοκογλύφοι δανειστές” μας.

Το χαμηλό επιτόκιο εξυπηρέτησης, βεβαίως, από μόνο του, δεν αρκεί να τεκμηριώσει την άποψη ότι το “χρέος είναι βιώσιμο”. (Aντιθέτως αρκεί για να καταδείξει την μικρόνοια εκείνων που είχαν θέσει ως στόχο τους την “απαλλαγή της Ελλάδας από το Μνημόνιο” και την “έξοδο στις αγορές”). Αποτελεί όμως ένα θεμελιώδες στοιχείο για την αξιολόγηση των πραγματικών διαστάσεων του προβλήματος.

Όσο μεγάλο και να είναι το ονομαστικό μέγεθος ενός χρέους, εκείνο που έχει σημασία είναι η πραγματική επιβάρυνση που επιβάλλει σε μία εθνική οικονομία και το πως επιδρά στην φερεγγυότητα της, η οποία κρίνεται από το αν η καθαρή τρέχουσα αξία των μελλοντικών εισοδημάτων της που είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν στην εξυπηρέτηση και την αποπληρωμή του χρέους είναι ίση ή μεγαλύτερη από την καθαρή τρέχουσα αξία των πληρωμών που απαιτούνται για την εξυπηρέτηση και την εξόφλησή του.

Υπό το πρίσμα αυτό το ονομαστικό ύψος του χρέους, (317 δισεκατομμύρια), ή το ποσοστό του ως προς το ΑΕΠ, (170%), είναι σχετικής αξίας μεγέθη, και έχουν μικρότερη σημασία από το επιτόκιο εξυπηρέτησής του. Ένα χρέος που αντιστοιχεί στο 500% του ΑΕΠ μίας χώρας είναι εξαιρετικά υψηλό, θεωρητικά. Εάν όμως είναι απεριόριστης διάρκειας και έχει μηδενικό επιτόκιο, τότε στην πραγματικότητα δεν υπάρχει.

Το ποσό των 8 δισεκατομμυρίων ευρώ που θα διατεθεί για τόκους το 2015, αντιστοιχεί σε λίγο περισσότερο από το 4% του προϋπολογιζόμενου ΑΕΠ. Ποσοστό όχι δραματικά μεγαλύτερο από το 3% που θα καταβάλει η Μεγάλη Βρετανία για την εξυπηρέτηση του δικού της χρέους, και ίσο με το ποσοστό που κατέβαλλε η χώρα αυτή για τον ίδιο σκοπό στην δεκαετία του 1990.

Ποσοστό, επίσης, πολύ μικρότερο από εκείνο που η Ελλάδα διέθετε, για τον ίδιο σκοπό, στην δεκαετία του 1990, όπου μερικές φορές οι τόκοι και μόνο για την εξυπηρέτηση του χρέους ξεπέρασαν και το 10% του ΑΕΠ. Και σε κάθε περίπτωση, ποσοστό κατά τι μικρότερο από εκείνο που χρειάσθηκε να διατεθεί, για τον ίδιο σκοπό, από την κραταιά Ελλάδα της εποχής, το λαμπρό, ονειρικό και αξέχαστο έτος 2007, χωρίς να δώσει τότε κανείς την παραμικρή σημασία.

Γιατί λοιπόν μας φαίνεται τόσο οδυνηρό και επώδυνο σήμερα;

Ολόκληρη η εκτενής ανάλυση στη Ναυτεμπορική.