Βερολίνο: 20 χρόνια μετά…

9.11.09

Tου Αντώνη Πανούτσου

Το όνομα του καταστήματος το ξεχνάω. Ηταν, όμως, κάτι σαν το παλιό ΜΙΝΙΟΝ και τα άλλα πολυκαταστήματα ενός ιδιοκτήτη, που έχουν σήμερα αντικατασταθεί από τα Mall. Στη συγκεκριμένη, βέβαια, περίπτωση το κατάστημα ανήκε στον «λαό της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας» και βρισκόταν στο δυτικό τμήμα της κεντρικής πλατείας του Ανατολικού Βερολίνου, της γνωστής από το μυθιστόρημα του Αλφρεντ Ντέμπλιν Αλεξάντερ Πλατς. Ηταν άνοιξη του 1975, απόγευμα, και μαζί με ένα φίλο προσπαθούσαμε να σκοτώσουμε την ώρα μας στο Ανατολικό Βερολίνο.

Οχι και το ευκολότερο εγχείρημα. Τριγυρνώντας, λοιπόν, μέσα στο κατάστημα, το μάτι μας είχε πέσει σε έναν πάγκο με ρακέτες του πινγκ πονγκ. Η τιμή ακόμα και στην επίσημη αναλογία ανταλλαγής δυτικού με ανατολικό μάρκο (δηλαδή 1:1) ήταν ελκυστική. Στο 5:1 που είχαμε ανταλλάξει τα λεφτά μας στη μαύρη, η τιμή ήταν γελοία. Οπως γελοίο ήταν να αγοράσουμε πάνω από πέντε ρακέτες το κεφάλι.

Οικογένειες δεν είχαμε και οι γκόμενες και μπάρμεν που γνωρίζαμε μάλλον δεν έπαιζαν πινγκ πονγκ. Αγοράσαμε, λοιπόν, τις...

...ρακέτες που θέλαμε και μετά ρωτήσαμε την πωλήτρια πού μπορούσαμε να πάρουμε και μπαλάκια. Μας είπε ότι δεν μπορούσαμε.

Για την ακρίβεια, μας είπε ότι δεν χρειάζεται καν να προσπαθήσουμε να βρούμε, γιατί σε ολόκληρη την DDR υπήρχε στέγνα στα μπαλάκια. Στην DDR, όπως και στις υπόλοιπες σοσιαλιστικές χώρες, κάποιος γραφειοκράτης τα είχε κάνει μούτι, κάνοντας ένα εργοστάσιο να παράγει στο φουλ ρακέτες, αλλά ξεχνώντας ότι για να τις χρησιμοποιείς πρέπει να έχεις και μπαλάκια. Κυριολεκτικά. Γιατί μεταφορικά τα «μπαλάκια» ήταν το τελευταίο πράγμα που χρειαζόσουν στις ανατολικές χώρες για να επιζήσεις. Για την ακρίβεια, όσο μεγαλύτερα σε τόσο μεγαλύτερες περιπέτειες μπλεκόσουνα.

Οπως και με το μαγαζί που το όνομά του το έχω ξεχάσει. Το μόνο που θυμάμαι είναι η οδός που ο φίλος μαζί με άλλους τέσσερις φίλους του έμενε στο Δυτικό Βερολίνο. Ονομαζόταν Apostel Paulus strasse, το διαμέρισμα ήταν ισόγειο και σε ένα από τα δωμάτιά του είχα ζήσει για ένα-δύο μήνες το 1974. Οι πέντε ένοικοι του διαμερίσματος ήταν πρώην συμμαθητές σε ένα θρησκευτικό γυμνάσιο του Ανατολικού Βερολίνου και φυγάδες με διαφορετικούς τρόπους.

Τρεις από αυτούς στα 25 τους φόραγαν ήδη μασέλα, μια και τα κανονικά δόντια τους είχαν πέσει στη διάρκεια της κράτησής τους στις φυλακές έπειτα από την προσπάθεια απόδρασης. Ως συνήθως, είχαν κρατηθεί για δύο-τρία χρόνια και μετά διακριτικά, για να μην ενθαρρύνονται κι άλλοι, είχαν απελαθεί στο Δυτικό Βερολίνο. Ετσι ώστε η DDR να μην πληρώνει κερατιάτικα για απροσάρμοστους που είχαν φτάσει στο σημείο να διακινδυνεύσουν τη ζωή τους για να αποδράσουν.

Από τους πέντε, όμως, οι δύο είχαν φτάσει στο Δυτικό Βερολίνο χωρίς να περάσουν από τη φυλακή. Ο ένας, που η φαντασία πρέπει να του περίσσευε, είχε φτιάξει ένα πλακάτ που έγραφε «Κάτω οι στρατοί» και ως μόνος διαδηλωτής είχε εμφανιστεί σε γυμνάσια του Συμφώνου της Βαρσοβίας.

Τον είχαν συλλάβει σε μερικά λεπτά και όταν τον πήγαν στην αστυνομία είχε πει ότι εξέφραζε τις ειρηνόφιλες πεποιθήσεις του. «Ρε καλέ μου, ρε χρυσέ μου, άλλο οι ιμπεριαλιστικοί στρατοί και ο άλλο ο στρατός της Volksrepublic», μουλάρι ο δικός σου. «Ενάντια σε όλους τους στρατούς. Ολους». Με συνοπτικές διαδικασίες τον έστειλαν στο Δυτικό Βερολίνο, να διαδηλώνει εκεί εναντίον του στρατού και να τον χαίρονται.

Ο τελευταίος της Apostel Paulus strasse έκανε προπόνηση απόγευμα στην ιστιοπλοΐα στις ακτές απέναντι από τη Δανία, κάποια στιγμή ανοίχτηκε, πήρε βαθιά αναπνοή και με το σκάφος πέρασε σόλο στην άλλη πλευρά. Οταν το άκουσα εντυπωσιάστηκα.

«Ησουν πρωταθλητής στην ιστιοπλοΐα;». «Οχι. Απλώς το έκανα για άσκηση». Ενας μέσος ιστιοπλόος συλλόγου ήταν αρκετά καλός για να κάνει σόλο βραδιάτικα τα μίλια που χρειάζονταν για να περάσει στη Δανία. Αυτό ήταν τυπικό DDR. Σε μια κοινωνία που δεν πείναγε, που εξασφάλιζε σε όλους εργασία, αλλά που ελάχιστοι μπορούσαν να σκεφτούν φιλόδοξα και οι πολίτες της στα 20 ξέρανε πώς θα ήταν στα 60, η διέξοδος ήταν ο αλκοολισμός ή ο αθλητισμός.

Εάν στο πρώτο η επίσημη θέση της κυβέρνησης ήταν αρνητική, αλλά γύρναγε αλλού τα μάτια, στο δεύτερο έκανε ό,τι μπορούσε για να σπρώχνει τον πληθυσμό να ασχολείται. Εκτός από τους πρωταθλητές στα διάφορα σπορ, η DDR είχε τον μεγαλύτερο αριθμό ερασιτεχνών αθλητών που σε κάθε ηλικία ασχολιούνταν με οτιδήποτε. Χόκεϊ στο χόρτο, χάντμπολ στο χόρτο, πινγκ πονγκ και ιδιαίτερα κάθε σπορ που ο εξοπλισμός δεν ήταν ακριβός, όπως για παράδειγμα ο δρόμος σε ανώμαλο έδαφος, που τα απογεύματα το κρατικό κανάλι της Ανατολικής Γερμανίας δεν σταμάταγε να δείχνει.

Βαριεστημάρα και αθλητισμός. Θα μπορούσε να είναι το μότο κάτω από τον θυρεό της DDR. Ο κόσμος βαριότανε, δεν ήξερε τι να κάνει, έτρεχε στα βουνά, πέταγε τα μπαλάκια και έριχνε ορθοπεταλιές στις ανηφόρες. Κακό; Οπωσδήποτε όχι. Καλό; Θα ήταν, αν δεν ήταν αποτέλεσμα επιβολής, αλλά επιλογής. Κάπου ανάμεσα; Ακριβώς έτσι. Οπως ήταν και όλη η ζωή σε μια κοινωνία ασφάλειας και ανίας, νοικοκυροσύνης, αλλά με τα σκουπίδια του συστήματος κάτω από το κοινωνικό χαλάκι.

Μια κοινωνία που καλύτερα από παντού την περιέγραψε ο υπουργός στο «Η ζωή των άλλων», όταν στο τέλος λέει: «Δεν είμαστε καλά στη μικρή μας δημοκρατία;». Η απάντηση που έβλεπε ο θεατής ήταν το «όχι». Ακόμα όμως και το ότι ο συγγραφέας το είχε σκεφτεί δείχνει ότι 20 χρόνια μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου σε αρκετούς που έζησαν στην παλιά DDR η ερώτηση υπάρχει.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στις 8 Νοεμβρίου 2009 στην εφημερίδα Sportday

Κοινοποιήστε το στο Facebook