Η θεωρία των παιγνίων και η διαπραγμάτευση του ΣΥΡΙΖΑ
17.6.15
Του ειδικού αναλυτή Φελίκιου Μπορχάκη,
Ένας βασικός διαχωρισμός της Θεωρίας των Παιγνίων είναι η διάκριση μεταξύ “συνεργατικών” και “μη συνεργατικών παιγνίων”.
Συνεργατικά παίγνια είναι αυτά στα οποία οι παίκτες ή οι ομάδες παικτών επιθυμούν να καταλήξουν σε καταστάσεις ομόφωνης λήψης μιας απόφασης. Πρόκειται δηλαδή για παίγνια που οι παίκτες επιθυμούν να καταλήξουν σε μία κοινή συμφωνία. Αντίθετα, στα μη συνεργατικά παίγνια οι παίκτες λαμβάνουν αποφάσεις ανεξάρτητα και χωρίς να σκέφτονται ή να ενδιαφέρονται για τις αποφάσεις, τις κινήσεις ή τα συμφέροντα των άλλων. Η παρακάτω ανάλυση δεν είναι εξαντλητική των περιπτώσεων. Προφανώς υπάρχουν ενδιάμεσες λύσεις και σενάρια. Αποτελεί όμως μια βασική καταγραφή της μέχρι τώρα διαπραγμάτευσης με όρους βασικής Θεωρίας Παιγνίων.
Από την απλοϊκή αυτή ανάλυση είναι φανερό - αν γενικεύσει κανείς - πως τα συνεργατικά παίγνια κυρίως παίζονται από αδύναμους παίκτες, ενώ τα μη-συνεργατικά παίγνια συνήθως αφορούν παίκτες που διαθέτουν ισχύ, με όποια μορφή της την αντιλαμβάνεται ο καθένας.
Το πεδίο των διαπραγματεύσεων στην Ευρώπη ήταν πάντα ένα ξεκάθαρα συνεργατικό παίγνιο. Αυτό οφείλεται στην ίδια τη φύση της ΕΕ, στην ίδια της την εξελικτική κουλτούρα, όπου μια σειρά ανεξάρτητων και όχι ισόρροπων κρατών επιλέγουν να θυσιάσουν μέρος της μεμονωμένης ισχύος τους, στο βωμό της διεθνούς συνεργασίας και συνεννόησης.
Η ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ ως αντιπολίτευση αλλά και η πρακτική του ως κυβέρνηση, δείχνει πως από επιλογή, δεν αντιλαμβάνεται τις ευρωπαϊκές διαπραγματεύσεις ως συνεργατικό παίγνιο, ως πεδίο συνεννόησης δηλαδή. Δηλώσεις περί “τοκογλύφων”, περί “μερκελιστών”, “ναζί”, περί “σκληρών διαπραγματευτών” και πολλά άλλα, όσο κι αν επιθυμεί κάποιος να τις εντάξει σε ένα προεκλογικό, ρητορικό επίπεδο έχουν σαφείς διεθνείς προεκτάσεις και δρουν στη ψυχολογία τόσο των υπόλοιπων διεθνών παικτών, όσο και των ίδιων των λαών που επίσης δημοκρατικά έχουν εκλέξει τις κυβερνήσεις τους.
Η επιλογή της μετατροπής ενός συνεργατικού παιγνίου σε μη συνεργατικό φαίνεται να είναι συνειδητή επιλογή, καθώς μου είναι προσωπικά αδύνατο να σκεφτώ πως μια σειρά ανθρώπων με σχετικές γνώσεις, όπως για παράδειγμα οι Βαρουφάκης, Τσακαλώτος, δεν έχουν καταφέρει να αναγνώσουν επιτυχώς το διεθνές περιβάλλον.
Η συνειδητή αυτή επιλογή είναι στρατηγικά ένα εγκληματικό λάθος για μία σειρά από λόγους:
O κυριότερος λόγος είναι πως η Ελλάδα δεν διαθέτει σήμερα την απαραίτητη ισχύ ώστε να επιβάλλει σε κανένα τις απόψεις της. Βρισκόμαστε απέναντι στον “αντίπαλο” καταχρεωμένοι, με οικονομία σε σχεδόν 8ετή ύφεση. Επιπλέον η ηγεσία της χώρας δεν διαθέτει αποθέματα διεθνούς αξιοπιστίας, λόγω του αυτοεγκλωβισμού της σε επιθετική ρητορική προς τους δανειστές. Δεν μπορεί δηλαδή καν να προτάξει το επιχείρημα της ξεκάθαρης και ειλικρινούς βούλησης να αλλάξει προς το καλύτερο τη χώρα, ένα χαρτί που έπαιξε με επιτυχία π.χ. ο Γιώργος Παπανδρέου το 2009-2010, κεφαλαιοποιώντας την προσωπική του επιρροή σε διεθνές επίπεδο και (αρκετά) παλαιότερα ο Ελευθέριος Βενιζέλος και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Η σημερινή ηγεσία της χώρας έχει δυστυχώς καταφέρει να απαξιωθεί (lose face) πριν καν αναλάβει την διακυβέρνηση και φρόντισε να επιβεβαιώνει αυτή την κατάσταση επί 5 μήνες.
Ένας ακόμα λόγος που είναι εγκληματική η επιλογή του μη συνεργατικού παιγνίου είναι η εμφανής έλλειψη συλλογικής ή αθροιστικής ισχύος. Με άλλα λόγια η αδυναμία δημιουργίας συμμαχιών εντός της ΕΕ, ικανών να προωθήσουν τα ελληνικά αιτήματα. Είναι προφανές πως όταν, για παράδειγμα, ζητούμε διαγραφή χρεών, ενώ παράλληλα χρωστάμε χρήματα στον Ισπανό φορολογούμενο, στον Γερμανό φορολογούμενο και στον Σλοβάκο φορολογούμενο, όλοι αυτοί θα συνασπιστούν μεταξύ τους, παρά με αυτόν που ζητά τη διαγραφή και συνεπώς το χάσιμο των χρημάτων τους. Να το δούμε από την πλευρά τους; Πιστεύει ειλικρινά κανείς πως αν η Ελλάδα είχε δανείσει κάποια δισεκατομμύρια στην Σλοβακία θα ήμασταν πρόθυμοι να τα χαρίσουμε; Ή μήπως θα κοιτάζαμε να διασφαλίσουμε την επιστροφή των χρημάτων αυτών; Τι θα έλεγε ο κάθε Αλέξης Τσίπρας στην περίπτωση αυτή; “Ναι ας τους χαρίσουμε κάποια δις” ή μήπως “Να βοηθήσουμε μεν αλλά πρέπει να κάνουμε και το παν ώστε να διασφαλίσουμε τους κόπους του Ελληνικού λαού και να πάρουμε τα χρήματά μας πίσω”.
Η ρητορική και πρακτική του ΣΥΡΙΖΑ μας οδήγησε στο εντυπωσιακό “δεκαοκτώ εναντίον ενός”, εντός της Ευρωζώνης. Αυτό είναι μια διαπίστωση που έκανε και η ίδια η κυβέρνηση. Αντί όμως να προσπαθήσει να το διορθώσει, προέβη σε ένα νέο, χειρότερο διπλωματικό λάθος. Επέλεξε να μιλά σχεδόν εξωθεσμικά, στο περιθώριο συνόδων, σε διάδρομους και σκάλες κτιρίων με Γερμανούς και Γάλλους, αγνοώντας επιδεικτικά δεκάδες άλλες χώρες τα κοινοβούλια των οποίων επίσης θα αποφασίσουν για την έγκριση μιας συμφωνίας. Έδωσε έτσι σάρκα και οστά σε ένα “διευθυντήριο” εντός της ΕΕ, ενώ παράλληλα αποξένωσε ακόμα περισσότερο χώρες οι οποίες θα κληθούν να πληρώσουν για αποφάσεις στη διαμόρφωση των οποίων δεν συμμετείχαν. Αυτό θα το βρούμε μπροστά μας μελλοντικά.
Ένας τρίτος λόγος είναι το ακριβώς αυτό το μέλλον, η μελλοντική παρουσία της χώρας στο πλαίσιο της κοινότητας κρατών της ΕΕ. Ακόμα και στην απίθανη περίπτωση που η Ελλάδα έβγαινε κερδισμένη από ένα τέτοιο μη συνεργατικό παίγνιο, έχοντας μετατρέψει σε αρένα σύγκρουσης ένα συνεργατικό περιβάλλον, είναι μαθηματικά βέβαιο πως αυτό θα ήταν one-off περίπτωση. Θα γινόταν δηλαδή μία και μόνη φορά, καθώς η επόμενη μέρα θα έβρισκε τους πάντες προετοιμασμένους και την Ελλάδα απομονωμένη εξαιτίας της εχθρικής συμπεριφοράς της και της καταπάτησης των κανόνων συμπεριφοράς εντός μιας κοινότητας που συνεπάγεται δικαιώματα αλλά και υποχρεώσεις.
Ένας τελευταίος λόγος, συνδυαστικός των παραπάνω είναι πως τα μη-συνεργατικά παίγνια τείνουν συνήθως στο “όλα ή τίποτα”. Με δεδομένη την έλλειψη ουσιαστικής ισχύος και συμμαχιών, είναι απόλυτα φυσιολογικό να γέρνουμε εντονότατα προς το τίποτα.
Γεννάται όμως το ερώτημα: Διορθώνεται το λάθος; Μπορούμε να επιστρέψουμε ξανά σε ένα συνεργατικό παίγνιο; Η απάντηση είναι σαφώς ναι, αλλά με πολλαπλάσιο κόστος, τόσο οικονομικό, όσο και πολιτικό. Με άλλα λόγια, ακόμα κι αν αύριο το πρωί ο ΣΥΡΙΖΑ και η ηγεσία της χώρας αποφάσιζε να συνεργαστεί αγαστά με ότι μέχρι σήμερα ξορκίζει, το κόστος θα είναι πολιτικά, οικονομικά και διπλωματικά πολλαπλάσιο από ότι αν το είχε κάνει αμέσως μετά τις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου. Αν το είχε κάνει αμέσως θα έχανε σίγουρα ένα μέρος των εγχώριων υποστηρικτών του (που θα μπορούσε να επαναφέρει ή να αναπληρώσει) αλλά όχι 18 ευρωπαϊκές χώρες, ενώ αν το κάνει τώρα θα χάσει μεγαλύτερο μέρος των υποστηρικτών του ενώ έχει ήδη χάσει 18 χώρες. Ακόμα όμως κι αυτή η προοπτική είναι σαφώς προτιμότερη από τη μοναδική άλλη εναλλακτική που έχει απομείνει, την ολική ρήξη με τους εταίρους, το πιθανό grexit και τα πολιτικά μη διαχειρίσιμα, αχαρτογράφητα νερά της διεθνούς απομόνωσης. Στην περίπτωση αυτή, της διεθνούς απομόνωσης, η οικονομική ανέχεια που θα προκληθεί θα είναι μία μόνο μικρή πτυχή μιας πολύ μεγαλύτερης εθνικής τραγωδίας που θα σημαδέψει πολλές επερχόμενες γενιές.
Με άλλα λόγια, ο Αλέξης Τσίπρας καλείται σήμερα να επιλέξει αν θα σώσει τη χώρα του και τις μελλοντικές γενιές της ή τον εαυτό του και το κόμμα του. Όλα μαζί, φαντάζει αδύνατο. Μόνο που στην περίπτωσή του, δεν μπορεί να κατηγορήσει κάποιον άλλο αλλά αποκλειστικά τον εαυτό του.