Τσακυράκης: Κοινοβουλευτικό κόμμα και εγκληματική οργάνωση

11.10.13

Του Σταύρου Τσακυράκη*

Κατά το ισχύον Σύνταγμα δεν προβλέπεται διαδικασία διάλυσης ενός κόμματος. Στην Αναθεωρητική Βουλή υπήρξε πρόταση για τη δυνατότητα απαγόρευσης πολιτικού κόμματος αλλά αυτή απορρίφθηκε. Βέβαιο είναι ότι στις λίγες χώρες (Γερμανία, Τουρκία) που το Σύνταγμα προβλέπει τη διάλυση πολιτικού κόμματος, την σχετική απόφαση παίρνουν ανώτατα δικαστήρια (συνταγματικά δικαστήρια). Μπορούμε να έχουμε ως δεδομένα δύο πράγματα: πρώτον, ότι η διάλυση ενός κοινοβουλευτικού κόμματος σε μια δημοκρατία είναι αμφιλεγόμενο ζήτημα και δεύτερον, αν, εν πάση περιπτώσει προβλέπεται, είναι αδιανόητο να γίνεται χωρίς δικαστική απόφαση.

Πριν από λίγες μέρες, συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν ο αρχηγός της Χρυσής Αυγής, ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος, βουλευτές και μέλη της. Διατάχθηκε έρευνα σε διάφορα γραφεία του κόμματος, συμπεριλαμβανομένων των γραφείων του στη Βουλή. Προτάθηκε η νομοθετική πρόβλεψη για τη διακοπή χρηματοδότησης κόμματος που βουλευτές του διώκονται για κακουργήματα. Όλα αυτά δεν έγιναν κατόπιν μιας δικαστικής απόφασης αλλά με την απόφαση δίωξης που έλαβε ο εισαγγελέας. Αν ισοδυναμούν με de facto διάλυση ενός κοινοβουλευτικού κόμματος έχουμε μια σοβαρή παραβίαση λειτουργίας της δημοκρατίας μας.

Υποστηρίζεται ότι δεν πρόκειται για διάλυση κόμματος αλλά για δίωξη εγκληματικής οργάνωσης, σύμφωνα με το άρθρο 187 του ΠΚ. Με απλά λόγια, ο εισαγγελέας, με βάση τις ενδείξεις που είχε, έκρινε ότι η  Χρυσή Αυγή πρέπει να διωχθεί ως εγκληματική οργάνωση, κάτι ανάλογο της Μαφίας, με συνέπεια να διώκονται οι κατηγορούμενοι για το διαρκές και αυτόφωρο κακούργημα της συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση και να μην χρειάζεται για τους βουλευτές άδεια της Βουλής για άρση της ασυλίας τους.

Υποθέτω ότι όλοι αντιλαμβάνονται πόσο προβληματικό είναι να ερμηνεύεται και να εφαρμόζεται το άρθρο 187 ΠΚ έτσι ώστε να δίνει την ευχέρεια σε ένα δικαστικό λειτουργό να διατάσσει τη σύλληψη και φυλάκιση όλων των μελών ενός κοινοβουλευτικού κόμματος με μια απλή του ενέργεια: ασκώντας δίωξη για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση. Θα ήταν αστείο να λέμε ότι δεν επιτρέπει το Σύνταγμα τη διάλυση ενός κόμματος και να δεχόμαστε ως συνταγματικό ένα νόμο που επιτρέπει σε έναν άνθρωπο να το κάνει.

Μα, λένε μερικοί, δεν συνέβη κάτι παρόμοιο, δεν ασκήθηκε δίωξη εναντίον όλων των μελών της Χρυσής Αυγής αλλά μόνον κατά συγκεκριμένων 38 προσώπων. Το επίχειρημα είναι σαθρό. Πρώτον, διότι ακόμη κι αν  η συγκεκριμένη δίωξη περιορίζεται σε ορισμένα μόνο μέλη του κόμματος, ο κανόνας που εφαρμόζεται δεν αποκλείει στο μέλλον τη δίωξη όλων. Δεν αποκλείεται, δηλαδή, με βάση το 187 ΠΚ να συλλαμβάνονται και να φυλακίζονται όλα τα μέλη ενός κοινοβουλευτικού κόμματος, αρκεί ένας εισαγγελέας και ένας ανακριτής να κρίνουν το κόμμα ως εγκληματική οργάνωση.

Δεύτερον, δεν είναι πειστικό ότι διώκεται μόνο μια εγκληματική ομάδα που δρούσε μέσα στη Χρυσή Αυγή και όχι το κόμμα συνολικά. Κανένας δεν έχει αναφερθεί στην ύπαρξη μια ιδιαίτερης οργάνωσης μέσα στο κόμμα (κάτι σαν το ΚΚΕ με την ΕΔΑ), η οποία να είναι εγκληματική σε αντίθεση με το κόμμα συνολικά που δεν είναι. Αντίθετα στη Χρυσή Αυγή συνολικά και στο καταστατικό του κόμματος αναφέρεται το πόρισμα, τη Χρυσή Αυγή συνολικά κατονομάζουν τα ΜΜΕ ως την εγκληματική οργάνωση, τη Χρυσή Αυγή συνολικά αντιλαμβάνεται ως εγκληματική οργάνωση και η κοινή γνώμη. Τέλος, μπορεί προς το παρόν η δίωξη να αφορά 38 πρόσωπα, αλλά κάλλιστα μπορεί στο μέλλον να περιλάβει οποιοδήποτε μέλος της Χρυσής Αυγής για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση.

Μα για να το κάνουν αυτό πρέπει να υπάρχουν στοιχεία, αντιτείνουν ορισμένοι, όπως υπάρχουν για τους 38 κατηγορούμενους. Το παράδοξο είναι ότι όσο πιο πολλά στοιχεία υπάρχουν για την εμπλοκή προσώπων με συγκεκριμένα αδικήματα, τόσο πιο άχρηστη είναι η δίωξη για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση. Με βάση αυτά θα μπορούσαν να λογοδοτήσουν ενώπιον της Δικαιοσύνης. Η δίωξη και η προσωρινή κράτηση για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση δεν χρειάζεται να βασίζεται σε στοιχεία αυτουργίας ή συμμετοχής σε κάποιο συγκεκριμένο έγκλημα. Αρκεί η ένταξη στην εγκληματική οργάνωση. Η ένταξη καθεαυτή αποτελεί το έγκλημα.

Κατά την άποψή μου, ένα κοινοβουλευτικό κόμμα δεν μπορεί να εξομοιωθεί με εγκληματική οργάνωση για τον απλούστατο λόγο ότι το πολιτικό στοιχείο στις επιδιώξεις του είναι δεδομένο από το γεγονός της νόμιμης συμμετοχής του στις εκλογές. Είναι ανεκτό, επομένως, να ενθαρρύνει ένα κόμμα παράνομες πράξεις; Είναι ανεκτό να αμφισβητεί τη συνταγματική νομιμότητα; Μη βιαστείτε να απαντήσετε αρνητικά γιατί ίσως αναγκαστείτε να χαρακτηρίσετε εγκληματικές οργανώσεις πολλά κοινοβουλευτικά κόμματα. Κατή τη γνώμη μου, αν η ενθάρρυνση δεν φτάνει στην άμεση υποκίνηση σε εγκληματικές πράξεις ή σε ηθική αυτουργία, η απάντηση είναι καταφατική. Αυτονόητο είναι ότι η συμμετοχή σε ένα κόμμα δεν συνεπάγεται για κανένα πρόσωπο ασυλία για κάποια παράνομη πράξη, αφού ακόμη και οι βουλευτές του διώκονται μετά από άδεια της Βουλής.

Ορθά αποτελεί αυτοτελές έγκλημα και τιμωρείται αυστηρά η συγκρότηση και η ένταξη σε μια οργάνωση που αποσκοπεί σε εγκληματικές πράξεις. Αν, υπό τον μανδύα ενός κόμματος, δρα μια εγκληματική οργάνωση, σαφώς και οι διωκτικές αρχές πρέπει να εφαρμόσουν το νόμο. Ωστόσο στην περίπτωση αυτή χρειάζονται αποδείξεις συμμετοχής στην ιδιαίτερη αυτή οργάνωση, οι οποίες ασφαλώς διαφέρουν από αυτές της απλής συμμετοχής στο κόμμα. Αυτός είναι ο μόνος δρόμος νομιμότητας που υπάρχει. Οι διωκτικές αρχές οφείλουν να τεκμηριώσουν την ύπαρξη εγκληματικής οργάνωσης μέσα στο κόμμα. Η ίδια η διατύπωση του κατηγορητηρίου πρέπει να ξεχωρίζει το κόμμα από την εγκληματική οργάνωση. Τα περί διακοπής χρηματοδότησης του κόμματος, άλλα φωτογραφικά μέτρα, και, ακόμη χειρότερα, οι κατηγορίες περί στάσης, κατάλυσης του πολιτεύματος και εσχάτης προδοσίας κινούνται προς την αντίθετη κατεύθυνση και κυριολεκτικά τινάζουν στον αέρα κάθε επίφαση νομιμότητας.

Θα ήταν μυωπικό να παραβλέψει κανείς την ιδιομορφία του κόμματος Χρυσή Αυγή. Δεν πρόκειται μονάχα για ένα κόμμα που ευθέως συντάσσεται με το απόλυτο Κακό. Δεν πρόκειται απλώς για ένα κόμμα που αντιστρατεύεται τη δημοκρατία και κάθε έννοια πολιτισμένης κοινωνικής συμβίωσης. Πρόκειται για ένα κόμμα που συγχέει τα πολιτικά μηνύματα με τη βία και εγκληματικές πράξεις. Πολλά από τα μέλη και τα στελέχη του κατηγορούνται για συγκεκριμένα εγκλήματα. Ακόμη και στη συμπεριφορά των βουλευτών του δυσκολεύεται κανείς να διακρίνει το πολιτικό στοιχείο από τη συμπεριφορά του υποκόσμου. Αυτή η ιδιομορφία είναι που περιπλέκει τη κρίση μας για τις διώξεις. Όμως ένας σημαντικός αριθμός πολιτών φαίνεται να υποστηρίζει αυτό το κόμμα. Το στοίχημα της δημοκρατίας μας είναι να τους δείξουμε πόσο λάθος κάνουν. Όσο πιο πολύ ξεχωρίζουμε την ευθύνη συγκεκριμένων προσώπων για συγκεκριμένα εγκλήματα τόσο πιο πειστικό θα είναι το επιχείρημά μας ότι πρόκειται για ένα πολιτικά εγκληματικό κόμμα. Αντίθετα, όσο η ευθύνη για εγκληματική οργάνωση συγχέεται με την προσωπική ευθύνη για εγκλήματα, τόσο πιο εύκολα οι οπαδοί της Χρυσής Αυγής θα πιστεύουν την προπαγάνδα για πολιτική δίωξη και θα κλείνουν τα μάτια ακόμη και στην εγκληματική δράση των μελών της.

Σταύρος Τσακυράκης είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Δημοσίευσε το άρθρο στο προσωπικό του blog εδώ.