Δέκα χρόνια Παραπολιτική, κάτι σαν αποχαιρετισμός (με πολύ βαθιά νοήματα)

2.2.18


Δέκα χρόνια Παραπολιτική. Μια πρώτη ψύχραιμη αντίδραση: οάου. Μια δεύτερη, ανακουφιστικά κλισεδιάρικη αντίδραση: τι λες τώρα ρε φίλε, πώς πέρασαν έτσι τα χρόνια;

Και μετά τη λυτρωτικά αμήχανη εισαγωγή, ώρα να πούμε και δυο κουβέντες σοβαρές, κατά το μελό δόγμα του «πες κάτι, μην τελειώσει έτσι». Τι όμως να πεις σε ένα κοινό που δέκα χρόνια σε ψυχανέλυε, σε γνώρισε και τελικά σε μεγάλωσε; Τι να πεις παραπάνω από αυτό που ουρλιάζοντας υπονοεί η σιωπή σου; Μήπως ο πλούτος της ελληνικής γλώσσας είναι τελικά βαρίδι και αρκεί μια αγγλικούρα «it's not fun anymore»;

Όπως και να έχει, φαίνεται ότι ο χρόνος υπήρξε αμείλικτος για τα blogs, πιο αμείλικτος κι από ότι διαχρονικά είναι με τα συμπαθή τετράποδα της οικιακής μας ασφάλειας. Όπως ένα σκύλος 10 ετών είναι πολύ μεγαλύτερος από ένα δεκάχρονο παιδί, έτσι κι η 10χρονη Παραπολιτική δεν είναι πια η sexy νεάνιδα της νέας διαδικτυακής εποχής αλλά μάλλον μια δύστροπη κυρία που αναρωτιέται γιατί δεν αδυνατίζει όσο εύκολα όσο παλιά αλλά κυρίως τι διάολο απέγινε το Ίντερνετ.

Συνέβησαν πολλά απρόοπτα αυτά τα 10 χρόνια, το μεγαλύτερο όλων όμως ήταν μάλλον η αντικατάσταση της άγριας ελευθερίας του Ίντερνετ από το ανελεύθερο σύμπλεγμα των παράλληλων μικρόκοσμων των social media. Κάποτε ήταν αληθινά γοητευτικό και επαναστατικό να γίνεις μέρος αυτού του πράγματος, τώρα θέλει μαγκιά, αυτοπειθαρχία και θάρρος για να το ελέγξεις ή για να κάνεις ένα άλμα πιο γρήγορο από τη φθορά προς την έξοδο. Κάποτε θαυμάζαμε αυτούς που είχαν το θάρρος της γνώμης τους, τώρα κρυφά ζηλεύουμε εκείνους που τολμούν να ζουν κανονικά, χωρίς να εκβιάζουν με ένα στάτους την αποδοχή των επιλογών τους. Κάποτε με μια φωτογραφία προσπαθούσαμε να παγώσουμε τον χρόνο, να κρατήσουμε για πάντα μια στιγμή της αληθινής ζωής, τώρα οι άψογα φιλτραρισμένες selfie κυρίως φανερώνουν μονάχα τη ζωή που θα θέλαμε να ζούμε.

Στήθη φτιαγμένα για να διευκολύνουν την ανταλλαγή σωματικών υγρών συλλέγουν κυρίως καρδούλες στο Instagram, γεροδεμένα χέρια χαϊδεύουν συχνότερα καμπυλωτές οθόνες παρά ιδρωμένες καμπύλες, η Παναγία των Πατησίων κάνει check-in στο Μικέλ στα Κάτω Πατήσια και ο νέος Χατζιδάκις αυτολογοκρίνεται από τον φόβο του τι θα πει η νονά του όταν θα δει ένα πρόστυχο στάτους του στο Facebook. Ανοίξαμε τα παράθυρα να πάρουμε αέρα και μετά κουκουλωθήκαμε με τα smartphone κάτω από το πάπλωμα.

Αναρωτιέμαι καμιά φορά αν υπήρξαμε κάτι σαν ραδιοπειρατές. Μπορεί, είναι μια ανακουφιστική εκδοχή, σίγουρα καλύτερη από το να υπήρξαμε χρήσιμοι ηλίθιοι ενός συστήματος που τελικά άλλαξε τόσο ριζικά ώστε να μην αλλάξει τίποτα, που αναγεννήθηκε από τις στάχτες του με τόσο μεγάλη επιτυχία, που είναι να αναρωτιέσαι αν όλο αυτό τελικά ήταν πολύ πιο ελεγχόμενο από όσο φαινόταν. Το μόνο παρήγορο είναι ότι στο τέλος σίγουρα θα νικήσουμε.

Αναρωτιέμαι κι εγώ ο ίδιος αν με όλα αυτά σας αποχαιρετώ κι αν απλά διστάζω να σας το πω. Νομίζω ότι κάτι τέτοιο συμβαίνει, απλώς υπάρχει και η έξτρα διάσταση του ατελούς της ανθρώπινης φύσης που κάνει τα πάντα απρόβλεπτα, μάταια και υπέροχα. Πριν γίνει κι αυτός ένας γεροπαράξενος και πριν η τέχνη του στριμωχθεί σε memes, ο Γκοντάρ είχε κάποτε πει ότι κάθε ιστορία έχει μια αρχή, μια μέση κι ένα τέλος αλλά όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά.

Καπνίζοντας χασίς στην σκήτη του και διαβάζοντας quotes του Τσώρτσιλ σε ένα page στο Facebook, ένας γέροντας διέκοψε χθες το βράδυ τον ύπνο μου και μου ψέλισε ότι «θα μοιάζει με τέλος αλλα θα είναι η αρχή». Αυτό μου είπε, αυτό σας λέω.

Τα λέμοφ σύντροφοι. It was a pleasure.