Πολιτικό σύστημα: υπάρχει ακόμη ελπίδα;

7.6.10


Tου Nικου κ. Aλιβιζατου*


Υπάρχει ακόμη ελπίδα; Ή μήπως το πολιτικό μας σύστημα βαδίζει ασυγκράτητο προς το χάος και την ανυποληψία;

Ποτέ τα τελευταία χρόνια δεν νιώσαμε την ανάγκη τόσο πολλοί να συζητήσουμε πολιτικά. Ποτέ δεν αναστοχαστήκαμε τόσο επίμονα, ατομικά και συλλογικά, για λάθη, παραλείψεις και ευθύνες.

Ασφαλώς, όπως και σε άλλες σκοτεινές στιγμές της ιστορίας μας, η περισυλλογή αυτή θα μπορούσε να λειτουργήσει λυτρωτικά ως άσκηση αυτογνωσίας. Ομως η έλλειψη σαφούς προοπτικής εξόδου (αλλά και σοβαρότητας σε αρκετά πεδία) μετατρέπει τον θυμό σε αμηχανία και την απόγνωση σε αδράνεια. Διότι η επαναφορά του 13ου και του 14ου μισθού δεν μπορεί βέβαια ως υπόσχεση να συνεγείρει συνειδήσεις. Χρειάζεται κάτι πολύ ισχυρότερο και πολύ πιο χειροπιαστό από τις γενικόλογες εκκλήσεις για να αποκτήσει ξανά ο κόσμος αυτοπεποίθηση και ελπίδα. Κάτι που πολύ φοβούμαι ότι η σημερινή κυβέρνηση αργεί εγκληματικά να καταλάβει.

Από τη σκοπιά του κλάδου μου, δεν είμαι σε θέση να κρίνω αν τα μέτρα που επέβαλε στη χώρα η περίφημη «τρόικα» είναι τα μόνα που μπορούν να αποτρέψουν την πτώχευση και την εξαθλίωση. Θυμίζω απλώς ότι, πάνω από εκατό χρόνια μετά την επιβολή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου, το 1897, οι γνώμες των....

...ιστορικών διίστανται για το αν αυτός εξυγίανε την ελληνική οικονομία (προετοιμάζοντας το ανορθωτικό άλμα του 1910-14) ή αν, αντίθετα, παρέτεινε την καχεξία και την υπανάπτυξή της. Οσο λοιπόν και αν θεωρώ μερικά από τα πρόσφατα μέτρα ανάλγητα, θα προτιμήσω να σιωπήσω, γιατί δεν έχω τίποτα να αντιπροτείνω.

Απεναντίας, έχοντας στο επίκεντρο της δουλειάς μου το κράτος και τους θεσμούς του, βλέπω με ενδιαφέρον ότι όσοι το λοιδορούν εδώ και τριάντα χρόνια σήμερα σιωπούν. Είτε πρόκειται για τις διεθνείς συναλλαγές και τη ρύθμισή τους είτε για την οικοδόμηση της ενωμένης Ευρώπης, η κρίση αναδεικνύει το κράτος ως τη μόνη δύναμη που μπορεί να ανακόψει την προκλητική κερδοσκοπία και να θέσει την παγκοσμιοποίηση στην υπηρεσία των λαών και όχι των λίγων. Αρκεί να αναλογισθεί κανείς την ισχύ των διαβόητων οίκων αξιολόγησης, για να αντιληφθεί ότι μόνο η συντονισμένη δράση των κυβερνήσεων μπορεί να υποβάλει σε σταθερούς κανόνες τη λειτουργία τους. Σ' αυτό, η ανθρωπότητα περιμένει πολλά από τον πρόεδρο Ομπάμα και τη συντονισμένη δράση των Ευρωπαίων.

Αλλά και σε εθνικό επίπεδο, η κρίση αναβάθμισε τον ρόλο του κράτους, προγραμματικό προπάντων αλλά και ρυθμιστικό της οικονομικής δραστηριότητας, αφού μόνον αυτό διαθέτει την αναγκαία ισχύ για να επιβάλει την τήρηση των κανόνων του παιχνιδιού. Γιατί ποιος άλλος θεσμός θα μπορούσε να λειτουργήσει ως ανάχωμα στην επέλαση των ιδιωτικών συμφερόντων και να εξασφαλίσει τη λογοδοσία των κυβερνώντων; Η στάση, επομένως, όσων από μας έβλεπαν το κράτος ως συνώνυμο της συναλλαγής και της κομματοκρατίας, παρά ως εγγύηση της δημοκρατίας, πρέπει να αναθεωρηθεί.

Από αντίπαλο της κοινωνίας των πολιτών, η κρίση μετατρέπει το κράτος σε σύμμαχό της. Το τελευταίο, εν τούτοις, δεν θα μπορέσει να παίξει τον καινούργιο του ρόλο αν προηγουμένως δεν ξεπεράσει τις αγκυλώσεις του, αν δεν μεταρρυθμιστεί.

Ερχομαι λοιπόν στα παρ' ημίν: το κράτος μας, έτσι όπως λειτουργεί, δεν μπορεί να ανταποκριθεί σε αυτή την πρόκληση. Με την επανεκλογή του ΠΑΣΟΚ, λίγα πράγματα άλλαξαν αφού, αν εξαιρέσει κανείς 2 - 3 υπουργούς, η σημερινή κυβέρνηση δεν φαίνεται να έχει συνειδητοποιήσει τι στ' αλήθεια διακυβεύεται.

Δεν αναφέρομαι τόσο σε περιστατικά τύπου Πετσάλνικου ή Παπουτσή, που επιβεβαιώνουν την πεισματική επιβίωση του παλιού στις νέες συνθήκες. Εννοώ την έλλειψη σχεδίου για να αντιμετωπιστούν τα δύο μείζονα ελλείμματα του τρόπου άσκησης της εξουσίας, αυτά που τα τελευταία χρόνια προκάλεσαν, περισσότερο από κάθε άλλο παράγοντα, την απαξίωση της πολιτικής και την κρίση του πολιτικού συστήματος: την έλλειψη λογοδοσίας και την αδιαφάνεια.

Σε ό,τι αφορά την έλλειψη λογοδοσίας, οι αντιδράσεις που προκάλεσε η κυνική ομολογία του κ. Αν. Μαντέλη πως χρηματίσθηκε δείχνουν ότι δεν έχουμε διδαχθεί τίποτε από το παρελθόν: για να ικανοποιηθεί η δικαιολογημένη αξίωση να επιβληθούν κυρώσεις στους υπεύθυνους, μπορεί να παραβιάζεται αποινεί το Σύνταγμα και να κατακρεουργείται το ποινικό δίκαιο; Ή μήπως έωλες κατασκευές, όπως τα «απαράγραπτα» υπουργικά αδικήματα, οδηγούν με βεβαιότητα στην απαλλαγή των ενόχων και την περαιτέρω έκπτωση των θεσμών; Δεν θα ήταν πολύ προτιμότερο αν οι πολιτικοί μας αναλάμβαναν με ειλικρίνεια τις ευθύνες τους για τις ατυχείς ρυθμίσεις του άρθρου 86 του Συντάγματος και κοίταζαν σοβαρά πώς, με άλλα μέσα (όπως π.χ. αστικές αξιώσεις), θα μπορούσαν να πετύχουν την τιμωρία των ενόχων;

Προς την κατεύθυνση αυτή, είναι καιρός ο κ. Χ. Καστανίδης να αντιληφθεί ότι οι καιροί έχουν αλλάξει: στην εποχή μας, την κάθαρση οι πολιτικοί δεν μπορούν να την πετύχουν ενάντια, αλλά μαζί με τους δικαστές. Πολύ περισσότερο, όταν από τους τελευταίους εξαρτάται η απρόσκοπτη εφαρμογή του Προγράμματος Σταθερότητας. (Για να μη μιλήσω για μιαν άλλη διαφαινόμενη αποτυχία του ίδιου υπουργού: τον νέο τρόπο επιλογής της ηγεσίας της Δικαιοσύνης.)

Οσο για τις εξεταστικές επιτροπές, ακόμη και αν τελικά αποδειχθεί ότι ο Cabinet maδεν ήταν μόνον επιπλοποιός, όλο και περισσότεροι συμφωνούν ότι δεν είναι το καταλληλότερο μέσο για την απόδοση ευθυνών και τον εντοπισμό των πραγματικών ενόχων. Υπηρετούν αντίθετα τη λογική της κοκορομαχίας, που δεν υπηρετεί την αλήθεια, αλλά τις εντυπώσεις.

Κατόπιν όλων αυτών, διερωτάται κανείς γιατί καθυστερεί τόσο η λήψη των αναγκαίων μέτρων για τη διαφάνεια. Είτε πρόκειται για την έγκαιρη και υποχρεωτική ανάρτηση όλων των νομοσχεδίων στο Διαδίκτυο (ο κανονισμός της γαλλικής Βουλής το προβλέπει από πέρυσι) είτε για την εγκατάσταση μηχανισμού αναζήτησης στην ιστοσελίδα του Εθνικού Τυπογραφείου (υπενθυμίζω και πάλι τη σχετική πρόταση του κ. Στ. Μάνου), οι νέες τεχνολογίες προσφέρουν σπουδαίες δυνατότητες. Από την άλλη, όλοι πλέον συμφωνούν ότι ο ν. 3023/2002 για τη χρηματοδότηση της πολιτικής είναι διάτρητος. Η αντικατάστασή του και, κυρίως, το σπάσιμο της ταύτισης ελέγχοντος και ελεγχομένου (άρθρο 29 παρ. 2 Σ.) είναι ζήτημα άμεσης προτεραιότητας.

Καταλήγοντας, επανέρχομαι στο εισαγωγικό ερώτημα του παρόντος άρθρου. Αν δεν αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη στους θεσμούς και στο πολιτικό σύστημα, δεν υπάρχει ελπίδα: η κατάρρευση θα είναι αναπότρεπτη. Δίχως άλλο, την κύρια ευθύνη τη φέρουν οι πολιτικοί. Ενα μερίδιο ωστόσο βαρύνει και τους πνευματικούς ανθρώπους.

* Ο κ. Ν. Κ. Αλιβιζάτος είναι καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην Καθημερινή της Κυριακής.

Κοινοποιήστε το στο Facebook