Η καθ' ημάς Κεντροαριστερά

2.9.13

Του Ευτύχη Βαρδουλάκη*

Η κουβέντα για την συγκρότηση μιας ενιαίας κεντροαριστεράς, έχει αρκετό ενδιαφέρον. Ο πολιτικός αυτός χώρος μπορεί να αναδειχθεί σε κύριο ρυθμιστή των πολιτικών μας πραγμάτων (στο άμεσο μέλλον τουλάχιστον), καθώς ακόμα και σήμερα, παρά την ανάδειξη ενός νέου διπολισμού, το ποσοστό πολιτών που αυτοτοποθετούνται στην Κεντροαριστερά είναι σαφώς ψηλότερο από την εκλογική ή/και δημοσκοπική επιρροή των υφισταμένων κομμάτων του χώρου.

Στην Ελλάδα η παράδοση συγκρότησης ευρύτερων σχημάτων είναι ανύπαρκτη. Όσες φορές δημιουργήθηκε ένα νέο πολιτικός σχήμα, αυτό...



...προήλθε από πρωτοβουλία ενός προβεβλημένου και ισχυρού πολιτικού προσώπου το οποίο δρομολόγησε τις εξελίξεις. Στην παρούσα φάση τέτοιο πρόσωπο όχι μόνο δεν φαίνεται να υπάρχει στο χώρο της Κεντροαριστεράς, αλλά, αντιθέτως, η φθορά των προσώπων και οι «γωνίες» γύρω από αυτά λειτουργούν αποτρεπτικά στον εσωτερικό διάλογο. Ως εκ τούτου οι όποιες συζητήσεις θα πρέπει να έχουν πιο πολιτική βάση, αλλιώς υπάρχει ο κίνδυνος το κάρο να μπαίνει μπροστά από το άλογο και φυσικά τίποτα να μην κινείται. Περίπου όπως γίνεται τώρα.

Συνοψίζοντας τις προϋποθέσεις συγκρότησης ενός κεντροαριστερού πόλου, η ανάλυσή μου εστιάζει σε 3 σημεία:

- Διακριτό πολιτικό στίγμα και ισχυρό κοινωνικό αίτημα.
- Ξεκάθαρες διαδικασίες εσωτερικής συγκρότησης και μίνιμουμ καλής θέλησης.
- Συναίσθηση κοινού οφέλους των εμπλεκομένων.

Ας τα πάρουμε με τη σειρά...

Διακριτό στίγμα και ισχυρό κοινωνικό αίτημα, στην παρούσα φάση, δεν υφίσταται – τουλάχιστον όχι σε μεγάλο βαθμό. Η πολιτική διαφοροποίηση μεταξύ μιας κεντροαριστερής πολιτικής και μιας εναλλακτική κεντροδεξιάς ή αριστερής εναλλακτικής πρότασης, δεν είναι ορατή. Και δεν είναι εύκολο να γίνει ορατή δεδομένου ότι (σε ό,τι αφορά στην διαφοροποίηση από την κεντροδεξιά) η ακολουθούμενη πολιτική σε μεγάλο βαθμό αποτελεί συνέχεια βασικών επιλογών που δρομολογήθηκαν επί κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ (και Παπαδήμου) και φέρουν την υπογραφή κεντρικών πολιτικών προσώπων της μετά 2009 εποχής. Είναι σαφές ότι ακόμα και σήμερα συζητώντας με στελέχη του ΠΑΣΟΚ ή ανεξάρτητα στελέχη της κεντροαριστεράς με θητεία και ευθύνες την περίοδο μετά το 2009, τα σημεία διαφοροποίησης εστιάζονται σε πολύ συγκεκριμένες επιμέρους θεματικές, τύπου ΕΡΤ, αντιρατσιστικού και διάφορά άλλα ήσσονος σημασίας ή σε γενικότερες αυτοαναφορικές αιτιάσεις. Οι περισσότερες από τις κεντρικές πολιτικές επιλογές της σημερινής κυβέρνησης, είναι κατά μείζονα λόγο κοινές, αλλά ακόμα και αν δεν είναι, η κυβερνητική συνύπαρξη έχει αμβλύνει τις δυνατότητες διαφοροποίησης.

Σε ό,τι αφορά την «Αριστερή» διαφοροποίηση, η ρητορική που προέρχεται από ένα στελεχιακό κομμάτι του (παλαιού) ΠΑΣΟΚ ή μέρους της ΔΗΜΑΡ καλύπτεται  ήδη από τον ΣΥΡΙΖΑ. Συνεπώς, αν κάποιος θέλει μια κεντροαριστερά με «αντιμνημονιακά» χαρακτηριστικά (ΣΣ: γελοίος όρος, αλλά κάπως πρέπει να συνεννοηθούμε, εν συντομία...), μπορεί να επιλέξει τον σαφώς πιο ξεκάθαρα «αντιμνημονιακό» και με μεγαλύτερη αξιοπιστία (ως μη έχοντα ασκήσει εξουσία) ΣΥΡΙΖΑ.
Κατά συνέπεια, η πρώτη και βασικότερη προϋπόθεση, δεν υφίσταται, τουλάχιστον όχι ξεκάθαρα για τον μέσο, πολύ πιο «πρακτικό» ψηφοφόρο. Θα αντιλαμβάνονται όλοι, υποθέτω, ότι οι ευαισθησίες πολιτικοποιημένων στελεχών ή διανοούμενων της Κεντροαριστεράς δεν αντανακλούν τις πολύ πιο απλές αναζητήσεις της πλατιάς εκλογικής μάζας.

Σε ό,τι αφορά στη δεύτερη προϋπόθεση, η εικόνα είναι ακόμα πιο απογοητευτική. Εμπειρία συνύπαρξης αυτόνομων κομμάτων έχει υπάρξει μόνο στην πρώτη φάση του ενιαίου Συνασπισμού το 1989-91 (σε μικρότερο βαθμό του ΣΥΡΙΖΑ μετά το 2009, στο πλαίσιο συνεργασίας με τις συνιστώσες). Έκτοτε όχι μόνο δεν έχουμε δοκιμάσει κάτι ανάλογο, αλλά έχουμε δει περιπτώσεις κομμάτων με ταύτιση στο 80% των θέσεών τους και να μην καταφέρνουν να συνεργαστούν με αμοιβαία καταστροφική συνέπεια. Και αυτό επειδή έλλειπε το πλαίσιο εσωτερικής συγκρότησης και τα δεδομένα πάνω στα οποία θα μπορούσε αυτή να γίνει. Εν προκειμένω, μιλώντας για μια ενιαία κεντροαριστερά, θα πρέπει να υπάρξουν: α) το πλαίσιο συνεργασίας των υφισταμένων κομμάτων, β) αποδοχή της πρωτοκαθεδρίας (έστω και «χαλαρής»-«τυπικής») του επικεφαλής, ο οποίος λογικά θα έπρεπε να είναι ο αρχηγός της μεγαλύτερης «συνιστώσας». Αυτό πόσο πιθανό μπορεί να θεωρηθεί; Ούτε ο κ. Βενιζέλος θα γινόταν εύκολα αποδεκτός ως επικεφαλής, ούτε φυσικά ο ίδιος θα έκανε στην άκρη για λογαριασμό κάποιου τρίτου, που θα προέκυπτε από κονκλάβιο και όχι θεσμική διαδικασία. γ) Καλή πίστη. Δεν ταυτίζεται με το Β, είναι διαφορετικό. Ούτε η στοιχειώδης καλή πίστη φαίνεται να υφίσταται. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα, οι άνευ ουσίας διαμάχες προσώπων και η αδυναμία συνεννόησης στελεχών με σχεδόν ταυτόσημο πολιτικό στίγμα. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα οι 3 υπουργοί που ως στελέχη της Κυβέρνησης Παπανδρέου υπέγραφαν κοινά άρθρα και σήμερα – όντας όλοι εκτός ΠΑΣΟΚ – αδυνατούν να βρουν κοινό βηματισμό (χωρίς να εξομοιώνω τις ευθύνες τους). Συνεπώς ούτε αυτή η δεύτερη προϋπόθεση φαίνεται να υφίσταται.

Και πάμε στην 3η προϋπόθεση, του κοινού οφέλους. Διότι πέραν «από τις ιδέες που κινούν την πολιτική», κλπ, υπάρχουν και αυτοί που παίρνουν τις αποφάσεις: Οι κομματικές γραφειοκρατίες, το υφιστάμενο πολιτικό προσωπικό. Οι οποίοι, πολύ συχνά, έχουν πολύ πιο «ταπεινά» κίνητρα. Αυτή τη στιγμή, μια εκλογική συνεργασία της κεντροαριστεράς, θα μπορούσε να αποτελέσει σωσίβιο για όλους, αλλά κάποιοι θα κέρδιζαν περισσότερο, κάποιοι λιγότερο και κάποιοι καθόλου. Δεδομένου ότι πλην της Β Αθηνών, ίσως και άλλων 1-2 περιφερειών, ένας Κεντροαριστερός Συνασπισμός θα έβγαζε σχεδόν παντού από μία (1) μόνο έδρα, αυτός που πιθανότατα θα καρπώνονταν τις βουλευτικές έδρες θα ήταν η ισχυρότερη συνιστώσα.

Να το πω μπακαλίστικα: αν ενωθούν το 7%, το 3% και το διάσπαρτο 2%, και το κοινό άθροισμα 12 βγάλει 30 βουλευτές, η συντριπτική πλειοψηφία αυτών θα προέρχεται από τη δεξαμενή του 7%. Και αυτό φυσικά αποτελεί αντικίνητρο για τους άλλους να συνεργαστούν, καθώς στην πολιτική (όπου βασικό κίνητρο ενασχόλησης είναι η φιλοδοξία και μην κοροϊδευόμαστε) κανείς δεν θέλει να κάνει απλώς τον νεροκουβαλητή.

Αυτό θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί με μια εκλογική συνεργασία μέσω λίστας ή με μια κεντρική συμφωνία κατευθυνόμενης σταυροδοσίας. Το μεν πρώτο, παύει να υφίσταται σε δυο μήνες από τώρα. Μετά την 6η Νοεμβρίου 2013 οι εκλογές θα γίνουν με σταυρό, καθώς παρέρχεται το 18μηνο. Το δεύτερο είναι πολύ δύσκολο για μη-κομμουνιστικά κόμματα, δεν διασφαλίζει τίποτα και φυσικά μπορεί να επιφέρει σημαντικές εσωκομματικές αναταράξεις.
Οπότε ούτε αυτή η 3η προϋπόθεση υπάρχει.

Τι θα συμβεί τελικώς δεν το γνωρίζω. Ούτε πόσο ειλικρινείς είναι οι πρωτοβουλίες ούτε τι διάθεση υπάρχει.Εκτιμώ όμως, με αρκετή βεβαιότητα, ότι τίποτα δεν θα προχωρήσει αν δεν συντρέχουν αυτές οι τρεις βασικές προϋποθέσεις. Συνεπώς, όποιος θέλει ειλικρινά να βοηθήσει σε αυτή την κατεύθυνση, αντί να αρθρογραφεί υπέρ της ανάγκης (την οποία λίγο-πολύ όλοι αποδέχονται ή δύσκολα θα αρνηθούν σε ένα δημόσιο διάλογο) ας εργαστεί πάνω σε αυτούς τους άξονες.

α) Διαμόρφωση διακριτού πολιτικού στίγματος,
β) Επεξεργασία πλαισίου συνεργασίας σε μια μίνιμουμ βάση καλής θέλησης,
γ) Αναζήτηση κοινού οφέλους.

Αλλιώς «κουβέντα να γίνεται»...

Ευτύχης Βαρδουλάκης είναι πολιτικός αναλυτής, σύμβουλος επικοινωνίας. Το σημείωμα δημοσιεύθηκε στο προσωπικό του προφίλ στο Facebook.