Πέτρινα Χρόνια για την Κεντροαριστερά

1.9.13

Του Ιάσονα Καρανίκα

Έχει πλέον καταστεί σαφές ότι η Κεντροαριστερά στη χώρα μας όχι μόνο βρίσκεται σε διάλυση, αλλά και αν ακόμα βρισκόταν τρόπος να συσπειρωθεί είναι ζήτημα αν θα μπορούσε να αποτελέσει «τρίτο πόλο».  Δεδομένης και της μεγάλης επιρροής της Χρυσής Αυγής, το πιο φιλόδοξο σενάριο για την σημερινή κεντροαριστερά είναι αυτό του τέταρτου πόλου, αφού ακόμα και το άθροισμα των ποσοστών ΔΗΜΑΡ-ΠΑΣΟΚ δεν υπερβαίνει αυτό της Χρυσής Αυγής. Πρόκειται για ένα χώρο με πάρα πολλά άστεγα στελέχη, αλλά ελάχιστους ψηφοφόρους.

Πανευρωπαϊκό πρόβλημα

Η πτώση της Κεντροαριστεράς δεν είναι ελληνικό φαινόμενο. Συμβαίνει και στις καλλίτερες οικογένειες. Στη Γαλλία, η δημοτικότητα...



...του Προέδρου Ολάντ έχει πέσει στο μισό, μόλις ένα χρόνο μετά την εκλογή του. Η άλλοτε ναυαρχίδα του σοσιαλισμού, το γερμανικό SPD, είναι σχεδόν βέβαιο ότι δεν πρόκειται να κερδίσει τις ερχόμενες εκλογές. Ακόμα και στη Σουηδία, τη χώρα πρότυπο της σοσιαλδημοκρατίας, η εκλογική επιρροή των Σοσιαλδημοκρατών βαίνει μειούμενη, ενώ ο αρχιτέκτων του σουηδικού μοντέλου, o Rudolf Meidner, αναρωτιόταν ήδη από το 1993 «Γιατί απέτυχε το Σουηδικό μοντέλο», χωρίς αυτή η τάση από τότε να έχει αντιστραφεί. Σε ολόκληρη την Ευρώπη τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα χάνουν τη δύναμή τους και ταυτόχρονα μεταστρέφονται και τα ίδια σε θέσεις που όλο και λιγότερο τα διαφοροποιούν από την Κεντροδεξιά. Ανοίγει βέβαια με τον τρόπο αυτό ένας ευρύς χώρος στα αριστερά των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, τον οποίον έρχονται να καλύψουν κόμματα όπως το Die Linke στη Γερμανία, το μαοϊκών καταβολών SP στην Ολλανδία, ο ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα κλπ.

Η πτώση αυτή δεν είναι τυχαία. Οι σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές που οικοδομήθηκαν μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο στην Ευρώπη εντάσσονταν στο πλαίσιο της επικράτησης των αντιλήψεων του Κέυνς για την οικονομία. Ο στόχος της Κεντροαριστεράς, όπως και της Αριστεράς στο σύνολό της, ήταν η αναδιανομή του πλούτου και η μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων.  Η βασική διαφορά από την κομμουνιστική αριστερά είχε να κάνει με τη ριζοσπαστικότητα των μέσων, καθώς η σοσιαλδημοκρατία πρότεινε μια πιο μετριοπαθή λύση μέσω της βελτίωσης του καπιταλιστικού συστήματος και όχι μέσω της ανατροπής του.

Πράγματι, για περίπου 30 χρόνια μετά τον πόλεμο η σοσιαλδημοκρατία θριάμβευσε. Η οικονομία αναπτυσσόταν πιο γρήγορα παρά ποτέ και ταυτόχρονα οι κοινωνικές ανισότητες μειώνονταν ραγδαία, χωρίς να χρειαστεί κάποια αιματηρή επανάσταση και χωρίς οι κομμουνιστικές χώρες να είναι αναγκαστικά σε καλύτερη θέση ως προς την κοινωνική ισότητα. Ωστόσο, μετά τη δεκαετία του 1980, είναι φανερό ότι η τάση αυτή έχει αντιστραφεί, αφού οι κοινωνικές ανισότητες αυξάνονται σταθερά σε ολόκληρο τον κόσμο και ιδίως στις αγγλοσαξονικές χώρες . Οι εξισωτικές πολιτικές αντιμετωπίζονται πλέον ως ανάχωμα στην ανάπτυξη, καθώς περιορίζουν τα κίνητρα για σκληρή δουλειά και την ιδιωτική πρωτοβουλία.  Συνεπώς οι σοσιαλδημοκράτες είτε αναγκάζονται να απομακρυνθούν από τις παλιές τους ιδέες, είτε βλέπουν τα εκλογικά τους ποσοστά να μειώνονται.

Η Αριστερά βρίσκεται ένα βήμα πίσω από τις εξελίξεις, καθώς μπροστά σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία, ο διεθνισμός που την χαρακτήριζε κάποτε όχι μόνο δεν έχει προχωρήσει, αλλά μάλλον δεν την χαρακτηρίζει πλέον στον ίδιο βαθμό. Αρκεί κανείς να σκεφτεί πόσο μικρή είναι η επιρροή της Σοσιαλιστικής Διεθνούς στις αποφάσεις για το μέλλον του κόσμου. Κι όμως, σε μια εποχή όπου οι αγορές κεφαλαίου είναι διεθνείς, το εργατικό κίνημα μόνο ως ένα διεθνές κίνημα θα μπορούσε να επιβιώσει, ώστε να αποφύγει τον ανταγωνισμό μεταξύ των κρατών για το ποιος θα προσελκύσει τις περισσότερες επενδύσεις και ιδίως τον φορολογικό ανταγωνισμό και το κοινωνικό ντάμπινγκ.

Τα  σοσιαλιστικά κόμματα προωθούσαν κατά το παρελθόν μια αναδιανεμητική πολιτική χρησιμοποιώντας τα παραδοσιακά μέσα εξουσίας του Κράτους. Σήμερα όμως δεν υπάρχει ένα μόνο κέντρο εξουσίας που να μπορεί κανείς να το αξιοποιήσει για να ασκήσει την πολιτική του. Αρκεί να σκεφτεί κανείς όσα συμβαίνουν στη χώρα μας σήμερα. Ανάμεσα σε θεσμούς διεθνείς (ΔΝΤ), ευρωπαϊκούς (Επιτροπή, ΕΚΤ), εθνικούς (ελληνική κυβέρνηση), επίσημους (Επιτροπή, ΕΚΤ), ανεπίσημους (Γερμανία ως ηγέτης της Ευρώπης) δημοκρατικά ελεγχόμενους (Βουλή, Ευρωβουλή) και μη (ΕΚΤ), είναι εντελώς αμφίβολο αν υπάρχει κάποιος που να έχει τη δημοκρατική νομιμοποίηση και την πραγματική και νομική δύναμη να πάρει πολιτικές αποφάσεις που να εκφράζουν το λαό και να τις υλοποιήσει. Έτσι, τα όργανα της ΕΕ είναι αρκετά δυνατά για να εμποδίζουν τα εθνικά όργανα να ασκήσουν πολιτική και αρκετά αδύναμα (και μακριά από τον πολίτη) για να προχωρήσουν τα ίδια σε ριζικές λύσεις. Η ΕΕ απαγορεύει στην Ελλάδα να λύσει το πρόβλημα του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών με δασμούς, με κρατικές ενισχύσεις σε εξαγωγικές επιχειρήσεις, ή με υποτίμηση του νομίσματος, όπως θα έκανε παλαιότερα, αλλά δεν είναι σε θέση η ίδια να δώσει μια αποτελεσματική λύση στο οικονομικό πρόβλημα της Ελλάδας.

Η ελληνική πλευρά

Στη χώρα μας όμως η παρακμή αυτή είναι πιο εντυπωσιακή. Κατ' αρχάς η Κεντροαριστερά στην Ελλάδα φέρει το βάρος πολλών αμαρτιών και όχι μόνο σκανδάλων τύπου Τσοχατζόπουλου. Φέρει κυρίως το στίγμα ότι αντί να δημιουργήσει ένα κοινωνικό κράτος, ανέπτυξε ένα πράσινο πελατειακό κράτος παροχών, που διέφερε από το παλαιότερο σύστημα μόνο στο μέγεθος των παροχών και στο χρώμα των πελατών-ψηφοφόρων. Ταυτίστηκε έτσι η Κεντροαριστερά με τα σφάλματα της σπατάλης και του υπερδανεισμού, με αποτέλεσμα να στρέφονται πολλοί σήμερα στη Δεξιά, όπου πανέτοιμος τους περιμένει ο κ. Βορίδης για να τους εξηγήσει με ποιον τρόπο ο Α. Παπανδρέου κατέστρεψε την Ελλάδα και πώς η Δεξιά θα την ξαναχτίσει.

Έπειτα ήρθε το Μνημόνιο. Τρεις είναι οι λόγοι που το Μνημόνιο έπληξε δυσανάλογα το ΠΑΣΟΚ σε σχέση με τη ΝΔ, παρόλο που τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό τον προκάλεσε σε πολύ μεγάλο βαθμό η πενταετία Καραμανλή. Πρώτον, ήταν μια βόμβα που έσκασε στα χέρια του ΠΑΣΟΚ, ενώ η ΝΔ πρόλαβε να εγκαταλείψει το σκάφος πιο πριν και ξανακλήθηκε να αναλάβει πιο μετά, όταν ο λαός είχε ήδη υποστεί το μεγαλύτερο μέρος του σοκ  από την εσωτερική υποτίμηση και είχε αρχίσει να την συνηθίζει. Δεύτερον, είναι πιο δύσκολο για ένα κεντροαριστερό κόμμα να «πουλήσει» τη λιτότητα, καθώς δεν μπορεί να την «ντύσει» με τον μανδύα της αναδιανομής του πλούτου, που είναι ο βασικός στόχος της Αριστεράς. Αντίθετα η Δεξιά μπορεί εύκολα να «ντύσει» τη λιτότητα με εθνικοπατριωτικά συνθήματα (η λαϊκή δεξιά) ή με συνθήματα περί μείωσης του ρόλου του κράτους και περί επιχειρηματικότητας (η φιλελεύθερη δεξιά). Και η ΝΔ είναι ακριβώς ένας ερμαφρόδιτος συνδυασμός φιλελευθερισμού και παραδοσιακής (ακρο)δεξιάς, με έμφαση στο δεύτερο στοιχείο. Τέλος, ας μην ξεχνάμε πως μόνο ένας χρόνος έχει περάσει από την εκλογή της ΝΔ και μάλιστα ένας χρόνος πριν τις γερμανικές εκλογές. Κανείς λοιπόν δεν μπορεί να αποκλείσει ένα αντίστοιχο πολιτικό κόστος και για τη Νέα Δημοκρατία, αν η οικονομία δεν ανακάμψει με κάποια αποφασιστική εξωτερική παρέμβαση.

Υπάρχει βέβαια και ο ΣΥΡΙΖΑ, στον οποίο έχει μετατοπιστεί κατά μεγάλο μέρος το κεντροαριστερό ακροατήριο. Όταν είναι κανείς στέλεχος της Κεντροαριστεράς και ξοδεύει πάνω από το 50% του δημόσιου λόγου του για να κατακεραυνώνει κόμματα που βρίσκονται εξ' αριστερών του, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, είναι φυσικό να δυσκολεύεται ύστερα να πείσει ότι είναι πράγματι αριστερός, έστω και κέντρο-αριστερός. Ο παραδοσιακός αντίπαλος της Κεντροαριστεράς είναι η Δεξιά και όχι η Αριστερά. Ορθώς αναρωτιέται λοιπόν ο πολίτης πόσο διαφέρει η σημερινή κεντροαριστερά από τη Νέα Δημοκρατία. Ωστόσο, η στάση των στελεχών της κεντροαριστεράς που έχουν εντοπίσει στο ΣΥΡΙΖΑ τον κύριο εχθρό τους και εν μέρει ταυτίζονται με τη ΝΔ, δεν είναι η αιτία, αλλά μόνο ένα σύμπτωμα από την αδυναμία της Κεντροαριστεράς να προτείνει μια εναλλακτική πολιτική και οικονομική λύση σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.

Οι διαφορές σε ζητήματα "light", όπως οι γάμοι των ομοφυλοφίλων, ή σε αμιγώς ιστορικά θέματα, όπως η στάση απέναντι στον εμφύλιο, ή αποκλειστικά σε ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων και μεταναστευτικής πολιτικής δεν αρκούν  για να συσπειρώσουν ένα τρίτο πόλο, ιδίως σήμερα που ο μέσος πολίτης ψάχνει πρωτίστως για μια λύση στα οικονομικά προβλήματα. Αν η Κεντροαριστερά δεν μπορέσει να προτείνει μια δική της διακριτή και βιώσιμη οικονομική πολιτική, φοβάμαι πως σύντομα θα πάψει να αποτελεί διακριτό πόλο και στην πολιτική ζωή.